Εισαγωγή.
Η απογοήτευση όσων παρακολούθησαν από κοντά τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (2001-2003) οφείλεται στο ότι, παρά τις αρχικές διακηρύξεις και προσδοκίες, αυτή δεν κατέληξε σε κατάρτιση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού Συντάγματος (το πρώτο "χαμένο" Σύνταγμα). Και αυτό όχι τόσο επειδή η Συνθήκη της Λισσαβόνας έπαψε να ονομάζεται "συνταγματική", αλλά κυρίως επειδή, και επί της ουσίας, δεν εγκαταλείφθηκε η συναινετική λογική του διεθνούς δικαίου που διέπει την αναθεώρηση των συνθηκών και απαιτεί τη συμφωνία όλων των κρατών μελών (άρθρο 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΣΕΕ). Αποτέλεσμα αυτής της λογικής ήταν, όπως ήταν αναμενόμενο, μια συμφωνία επί του "ελάχιστου κοινού παρονομαστή". Παρά τα θετικά βήματα που σημειώθηκαν, σε πολλά θέματα δεν υπήρξε ιδιαίτερη πρόοδος, αφού υπήρχαν κράτη που δεν συμφωνούσαν συναφώς.{tip Επεξήγηση ::Τριανταφύλλου, Το σχέδιο Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, Σάκκουλας 2003, σ. 127 επ.. 146 επ.}{/tip}
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τομέας της οικονομικής πολιτικής, για την οποία σχεδόν τίποτε δεν προχώρησε, ώστε να ενισχυθεί η οικονομική διακυβέρνηση που έλειπε εξαρχής από την "Οικονομική και Νομισματική ένωση" (ΟΝΕ) με μόνη εξαίρεση την μετατροπή της απαραίτητης "σύστασης" της Επιτροπής για τη διαπίστωση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος σε "πρόταση".{tip Επεξήγηση ::(άρθρο 126 παρ. 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ΣΛΕΕ) που συνεπάγεται ότι αυτή μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου. (άρθρο293, παρ. 1).}{/tip}
Ούτε λόγος για θέσπιση αξιόλογου, για τα μεγέθη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προϋπολογισμού ούτε για θέσπιση ευρωπαϊκού φόρου (οι πόροι της Ενωσης πρέπει πάντοτε να αποφασίζονται ομόφωνα και σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες των κρατών μελών, άρθρο 293, παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αντίστοιχα, σε μια αγορά όπου τα κεφάλαια κυκλοφορούν ελεύθερα, δεν υπήρξε ειδική πρόβλεψη για σχετικούς ευρωπαϊκούς εποπτικούς θεσμούς (εκτός από τη δυνατότητα χορηγήσεως σχετικής αρμοδιότητας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, άρθρο 127 παρ. 6 ΣΛΕΕ). Στην εποχή του laissez faire-laissez passer ούτε μια κοινή βιομηχανική πολιτική {tip Επεξήγηση ::Bλ. άρθρο 6, στοιχείο β, ΣΛΕΕ.}{/tip} ούτε μια κοινή τραπεζική εποπτεία είχαν θέση. Ο ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος των πιστώσεων των τραπεζών είχε κατά βάση εκλείψει, από τότε που οι ευρωπαϊκές τράπεζες άρχισαν να συναγωνίζονται τις αμερικανικές, οι οποίες είχαν πλήρως εγκαταλείψει τη διάκριση μεταξύ τραπεζών καταθέσεων και τραπεζών επενδύσεων. Το ανεύθυνο των εποπτικών αρχών εξασφάλιζε σε πολλές περιπτώσεις την πλήρη ελευθερία των τραπεζιτών, με το άλλοθι των ταμείων εγγυήσεων καταθέσεων να καθησυχάζει τους μικροκαταθέτες {tip Επεξήγηση ::Triantafyllou, De l' Etat gendarme a l' Etat garant, RDUE 2009, σ. 461 επ. , του ιδίου Die Verantwortung des Staates fur die Geldwirtschaft, EuR 2010, σ. 585 επ.}{/tip}
Ετσι η τραπεζοοικονομική κρίση του 2008-2009 βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη. Τα κράτη μέλη της ΕΕ επενέβησαν υπέρ των τραπεζών με υψηλή χρηματοδότηση, η οποία είχε όμως ως συνέπεια να υπερχρεωθούν τα ίδια. Αυτή η υπερχρέωση δυσχέρανε, ως γνωστό, τη χρηματοδότησή τους από τις αγορές, καθιστώντας την, σε πολλές περιπτώσεις, υπερβολικά ακριβή, δηλ. αδύνατη (μη "βιώσιμη"). Από τραπεζική στα τέλη του 2009-αρχές του 2010 η κρίση γίνεται δημοσιονομική, με τους οίκους αξιολόγησης να μεταθέτουν πλέον τις αναλύσεις τους στα ίδια τα κράτη, πολλά από τα οποία έπασχαν βέβαια και από άλλες ενδογενείς αδυναμίες. Και αυτή η πλευρά της κρίσης βρήκε την ΕΕ απροετοίμαστη.