Παλαιότερη μελέτη του ECOFIN δείχνει πως η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού είναι σοβαρότερο πρόβλημα από την ύφεση.
Η έκθεση παρουσιάζει τον αντίκτυπο της γήρανσης του πληθυσμού από το 2008 έως το 2060 στις δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη, μακροχρόνια περίθαλψη, επιδόματα ανεργίας και εκπαίδευση. Οι συνέπειες θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές από το 2020.Υπολογίζεται ότι έως το 2060 ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15 έως 64 ετών θα μειωθεί κατά 15%, ενώ οι δημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να αυξηθούν έως τότε στα επίπεδα του 4,75% επί του ΑΕΠ. Οι ιατροφαρμακευτικές δαπάνες εκτιμάται ότι θα αντιστοιχούν έως το 2060 στο 11% του ΑΕΠ.
‘Eως το 2060, σχεδόν 1 στους 3 Ευρωπαίους πολίτες θα είναι ηλικίας άνω των 65 ετών. Και ενώ η ηλικιακή ομάδα των 65-79 ετών αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 50%, ο αριθμός των Ευρωπαίων ηλικίας άνω των 80 ετών θα έχει τριπλασιαστεί. Κατ’ αναλογία θα επηρεαστεί αρνητικά και το ποσοστό του oικονομικά ανενεργού πληθυσμού που θα εξαρτάται από το οικονομικά ενεργό κομμάτι.
Σύμφωνα με στοιχεία του German Federal Statistics Office, η γήρανση του πληθυσμού δημιουργεί δυσανάλογα υψηλό κόστος στα συστήματα υγείας.
Οι πολλαπλές παθήσεις είναι η κύρια αιτία για τις αυξημένες δαπάνες υγείας των ηλικιωμένων και το 2006 ανήλθαν στη Γερμανία στο ποσό των 47 δις ευρώ για την περίθαλψη 20 εκατομμυρίων κατοίκων άνω των 65 ετών.
Διεθνώς, οι δαπάνες για την τρίτη ηλικία και τις χρόνιες παθήσεις αποτελούν ήδη ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό των συνολικών δαπανών υγείας, με την ίδια τάση να προβλέπεται μεσοπρόθεσμα και στην Ελλάδα, εξαιτίας της συνεχούς γήρανσης του πληθυσμού.
Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη αντιστοιχούν 4 ενεργά άτομα προς 1 άτομο άνω των 65. Τα επόμενα 50 χρόνια η αναλογία θα γίνει 2 προς 1, ενώ το εργατικό δυναμικό υπολογίζεται ότι θα υποχωρήσει κατά περίπου 19 εκατ. άτομα. Μεταξύ των χωρών που θα βρεθούν αντιμέτωπες με αύξηση των δημοσίων δαπανών τους κατά τουλάχιστον 7% επί του ΑΕΠ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού είναι και η Ελλάδα. Λιγότερο εκτεθειμένες είναι το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Τσεχία, η Λιθουανία, η Σλοβακία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ουγγαρία. Οι χώρες αυτές εκτιμάται ότι θα χρειαστεί να αυξήσουν τις δαπάνες τους σε ποσοστό 4%-7% επί του ΑΕΠ.
Μελέτη της Eurostat που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο του 2013 δείχνει ότι την 1η Ιανουαρίου 2013, ο πληθυσμός της Ευρώπης ήταν 505,7 εκατ., από 504,6 εκατ. το 2012. Αυτό οφείλεται σε 200.000 περισσότερες γεννήσεις από τους θανάτους και από την είσοδο 900.000 μεταναστών.
Ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία έχουν λάβει μέτρα μεταναστευτικής πολιτικής προσελκύοντας μετανάστες που συνεισφέρουν στην οικονομία της καλύπτοντας το δημογραφικό πρόβλημα. Παλαιότερη έκθεση της Μπούντεσμπανκ δείχνει ότι περίπου 200.000 μετανάστες έχει κάθε χρόνο ανάγκη η Γερμανία προκειμένου να αντισταθμίσει τη δημογραφική πτώση της και να στηρίξει την ανάπτυξή της. Η κεντρική τράπεζα της χώρας προσθέτει ότι η εισροή ξένου εργατικού δυναμικού θα πρέπει να συνδυαστεί με μεταρρυθμίσεις με στόχο να παραταθεί η διάρκεια της ενεργού ζωής και να διευκολυνθεί η επαγγελματική ζωή προσώπων που έχουν υπό την ευθύνη τους παιδιά.
Σύμφωνα με τις δημογραφικές προβλέψεις, η αναλογία των προσώπων ηλικίας 65 ετών και άνω θα αυξηθεί από 20% σήμερα σε 34% το 2060. Για να μην αντισταθμιστεί όμως μόνο η δημογραφική πτώση αλλά και να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομικής παραγωγής, σύμφωνα με την Μπούντεσμπανκ είναι επίσης απαραίτητο να αυξηθεί η παραγωγικότητα, οι επενδύσεις να παραμείνουν υψηλές και να υπάρξει υψηλό επίπεδο καινοτομιών και τεχνικής προόδου.
Έτσι, η Γερμανία με τα μέτρα που έλαβε προσπαθεί να προσελκύσει όλο και περισσότερους εξειδικευμένους εργαζόμενους όπως μηχανικούς, πληροφορικούς ή νοσηλευτές. Το 2011, υποδέχθηκε 177.300 μετανάστες, κυρίως προερχόμενους από την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, καταγράφοντας αύξηση κατά 2,6% σε σχέση με το 2010.
Σύμφωνα με τους ειδικούς που μελετούν το δημογραφικό πρόβλημα της Γερμανίας, η χώρα μπορεί να διατηρήσει τη σημερινή οικονομική ευρωστία της μόνον αν εισρέουν στο έδαφός της 400.000 περισσότεροι μετανάστες απ' όσους φεύγουν κάθε χρόνο. Αυτή η τάση θα πρέπει να συνεχιστεί για πολλά χρόνια, διαφορετικά, επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, ο πληθυσμός της Γερμανίας σε παραγωγική ηλικία θα συρρικνωθεί δραματικά, περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη βιομηχανική χώρα. Έως το 2025, το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας θα έχει έλλειμμα περίπου 5,5 εκατομμυρίων ειδικευμένων εργατών
Στην ίδια τροχιά και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει πως το Ηνωμένο Βασίλειο κερδίζει 20 δις. λίρες από τους Ευρωπαίους μετανάστες, που είναι καλλίτερα εκπαιδευμένοι από το βρετανικό εργατικό δυναμικό και η πληρωμή των φόρων τους στηρίζει το κράτος πρόνοιας.
Η μελέτη με τίτλο “Η δημοσιονομική επίπτωση της μετανάστευσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο”, που δημοσιεύθηκε στο Economic Journal, πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο ΄Ερευνας και Ανάλυσης της Μετανάστευσης του UCL και είχε αναλάβει να «γεμίσει το κενό» στη συζήτηση για τη μετανάστευση, καθώς η συμβολή της απρόσκοπτης μετανάστευσης από το εσωτερικό της ΕΕ έχει γίνει το κέντρο έντονης πολιτικής και κοινωνικής ανησυχίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η μελέτη αναφέρει πως οι ευρωπαίοι μετανάστες στη Βρετανία, δεν είναι διαρροή για τα οικονομικά της αλλά πληρώνουν πολύ περισσότερα σε φόρους συγκριτικά με τα κρατικά επιδόματα που λαμβάνουν.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από δυο ειδικούς κορυφαίους οικονομολόγους σε θέματα μετανάστευσης στο University College, αποκαλύπτει επίσης ότι η Βρετανία είναι επιτυχημένη, ακόμη περισσότερο από τη Γερμανία, στην προσέλκυση των πιο εξειδικευμένων και υψηλού μορφωτικού επιπέδου μεταναστών στην Ευρώπη. Περισσότεροι από 60% των νέων μεταναστών από τη δυτική και τη νότια Ευρώπη είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου.
Το εκπαιδευτικό επίπεδο των ανατολικοευρωπαίων που έρχονται στη Βρετανία είναι επίσης βελτιωμένo με το 25% των πρόσφατα αφιχθέντων να έχουν ολοκληρώσει μια βαθμίδα ανώτερης εκπαίδευσης σε σύγκριση με το 24% του εργατικού δυναμικού που γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι ευρωπαίοι μετανάστες είχαν μια καθαρή συνεισφορά 20 δις λιρών στα δημόσια οικονομικά του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ 2000 και 2011. Εκείνοι που προέρχονται από τις αρχικές 15 χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, συνέβαλαν κατά 64% - 15 δις λίρες περισσότερο σε φόρους από ό,τι αυτοί έλαβαν σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας- ενώ οι μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη συνέβαλαν κατά 12%, που ισοδυναμεί με περισσότερo από 5 δις λίρες.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι η θετική εικόνα της συνολικής φορολογικής συμβολής των πρόσφατων ομάδων μεταναστών, ιδιαίτερα των μεταναστών που φθάνουν από την ΕΕ. Επίσης, τα εκπαιδευτικά προσόντα των νέων μεταναστών που φθάνουν στη Βρετανία, κυρίως από τη δυτική και τη νότια Ευρώπη, είναι εξαιρετικά υψηλά και μάλιστα υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε να δαπανήσει 6,8 δις λίρες για την εκπαίδευση προκειμένου να δημιουργήσει το ίδιο επίπεδο του «ανθρώπινου κεφαλαίου».
Ο David Green της κεντροδεξιάς δεξαμενής σκέψης Civitas επέκρινε την μελέτη λέγοντας ότι “…εστιάζει σε φόρους και οφέλη,…..Οι άνθρωποι που μεταναστεύουν τείνουν να είναι νέοι, περισσότερο μορφωμένοι και ενεργητικοί. Κάνουν καλό στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά είναι σημαντική απώλεια για τη δική τους χώρα. Αν άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποτυγχάνουν να ευημερήσουν, επειδή οι πιο ευφυείς άνθρωποι και τα καλλίτερα μυαλά ταξιδεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα είναι για όλους χειρότερα”.
Τι γίνεται όμως στη χώρα μας;
Υπάρχει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα και σοβαρές ανησυχίες ότι, αν δε ληφθούν πολύ δραστικά μέτρα, σε λίγα χρόνια ίσως να μην είμαστε μια βιώσιμη χώρα.
Το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά περισσότερο σοβαρό φαντάζει το δημογραφικό, δηλαδή οι λιγότερες γεννήσεις σε σχέση με τους περισσότερους θανάτους και τη γήρανση του πληθυσμού που μοιραία οδηγεί στην αδυναμία κάλυψης των μελλοντικών αναγκών μας.
Η μείωση των γεννήσεων, εκτός των άλλων, σχετίζεται άμεσα με την οικονομική κρίση που έχει οδηγήσει σε μειώσεις μισθών, την ληστρική φορολογία και την έλλειψη υποστηρικτικών υποδομών της οικογένειας.
Ενώ τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξανόταν χάρη στους μετανάστες (και όχι στις γεννήσεις), το 2012 ο πληθυσμός μειώθηκε, επειδή οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις και περισσότεροι έφυγαν από όσους ήρθαν στη χώρα.
Δημογραφικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν, λίγο ως πολύ, και άλλες ευρωπαικές ώρες αλλά αρκετές από αυτές, όπως είδαμε, έχουν ήδη λάβει μέτρα ανάσχεσης του προβλήματος. Στην Ελλάδα, το 2013 ο πληθυσμός μειώθηκε στα 11.062.500 άτομα, από 11.123.000 το 2012, με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις κατά 16.300 και η έξοδος ανθρώπων να ξεπερνάει την είσοδο κατά 44.200. Ο δείκτης γονιμότητας (ο μέσος όρος παιδιών για κάθε γυναίκα), ήταν 1,4 το 2010, κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,5), και πολύ κάτω από το 2,1 που χρειάζεται για να σταθεροποιηθεί ο πληθυσμός χωρίς μετανάστευση.
Όσο γηράζει ο πληθυσμός και έχουμε μείωση του ποσοστού της παραγωγικής ηλικίας, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προιόντος θα απαιτείται για κοινωνικές δαπάνες, στερώντας τη χώρα από χρήματα για επενδύσεις και παραγωγικότητα. Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τις θέσεις εργασίας, και όσο αυτές χάνονται και μειώνονται τα εισοδήματα για να περιοριστούν οι δαπάνες, τόσο μειώνονται οι εισφορές στο κράτος και στα ταμεία, ενώ αυξάνονται οι ανάγκες για κοινωνικές παροχές.
Σύμφωνα με μελέτη της McKinsey, το ποσοστό του πληθυσμού με ηλικία 65+ αναμένεται να αυξηθεί στην Ελλάδα από 19% το 2010 σε 32% το 2050, με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να προβλέπεται στο 25%, με τη συνεπαγόμενη αύξηση των χρονίων παθήσεων (το 2006, περίπου 80% των ανθρώπων με ηλικία 65+ είχαν ανάγκη συστηματικής φαρμακευτικής αγωγής, σε σχέση με 37% στο γενικό πληθυσμό).
Οι προβλέψεις της Ε.Ε. είναι ακόμη δυσμενέστερες και δείχνουν πως το 2050 το 58,8% του ελληνικού πληθυσμού θα είναι άνω των 65. Αν σκεφθούμε ότι τα ασφαλιστικά Ταμεία παρουσιάζουν έλλειμμα της τάξεως των 802 εκατ. ευρώ για το 2013 και 2014, τότε το αδιέξοδο είναι φανερό από τώρα.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, τι δυνατότητες έχουμε ως χώρα;
Το πρόβλημα τη υπογεννητικότητας και γήρανσης του πληθυσμού είναι μπροστά μας. Όσο και αν προσπαθούμε να το παραβλέπουμε οι δείκτες είναι αδιάσειστα στοιχεία, γι’ αυτό το λόγο δεν πρέπει να το παραπέμπουμε στο μέλλον. Επείγει η άμεση λήψη μέτρων στήριξης της γεννητικότητας σε εθνικό και ευρωπαικό επίπεδο.
Ένα από τα μέτρα μείωσης τους δημογραφικού προβλήματος θα ήταν η προσέλκυση του απαραίτητου αριθμού μεταναστών εξειδικευμένων σε τομείς που η οικονομία μας έχει ανάγκη. Αυτό θα οδηγήσει στην αύξηση των εσόδων του κράτους, την αύξηση των εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και η δυνατότητα κάλυψης των αναγκών των μη-παραγωγικών ηλικιών. Αυτό όμως προυποθέτει θέσεις εργασίας οι οποίες δε δημιουργούνται αυτόματα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση των επενδύσεων, ανάπτυξη της οικονομικής παραγωγής, τόνωση της νεανικής επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Επίσης, σημαντικά μπορεί να βοηθήσει η ανάσχεση της διαρροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, δηλαδή η μετανάστευση ανθρώπων της παραγωγικής ηλικίας για τους οποίους η χώρα ξόδεψε πόρους για την εκπαίδευσή τους, και οι οποίοι αναζητούν ένα καλλίτερο μέλλον σε κάποια ανεπτυγμένη χώρα.
Αν παραμείνουμε σταθεροί μέσα στη κρίση, βγούμε αλώβητοι από αυτή και στη συνέχεια αλλάξουμε τις δομές δημιουργώντας ένα ευνοικό περιβάλλον που δημιουργεί ευκαιρίες για όλους αυτούς τους ανθρώπους, τότε υπάρχει ελπίδα.
Αυτό όμως προυποθέτει ανάδειξη νέων πολιτικών σχηματισμών με ισχυρή πολιτική βούληση και ρήξη με το παλιό κατεστημένο για την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος.