Ένα τραπεζικό δάνειο είναι μια σύμβαση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα: ένα νομικό (την Τράπεζα) κι ένα φυσικό (τον ιδιώτη) ή επίσης νομικό (σε περίπτωση που ο δανειολήπτης είναι εταιρεία). Είναι μια σύμβαση ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Να το ξαναπώ, γιατί δεν φαίνεται να το έχουμε καταλάβει: ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Δηλαδή αφορά αυτούς τους δύο αποκλειστικά και κανέναν άλλον (εκτός αν οικειοθελώς συμμετάσχει ως τριτεγγυητής).
Και οι δύο παίρνουν ρίσκο. Η σύμβαση το αποτιμά, μέσω του επιτοκίου και των εγγυήσεων στα οποία συμφωνούν δανειστής και δανειζόμενος. Αν το δάνειο δεν εξυπηρετηθεί, το καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα πληρώσει τη ζημιά που του αναλογεί, στο νομικό πλαίσιο που ισχύει την στιγμή της σύναψης της σύμβασης. Αν, για παράδειγμα, ο δανειστής κάψει το σπίτι που αγόρασε και μετά αυτοκτονήσει, η Τράπεζα δεν θα πάρει μία. Αν ο δανειστής χάσει τη δουλειά του και οι τιμές των ακινήτων πέσουν κατακόρυφα, η Τράπεζα θα βρεθεί με ένα σπίτι κατασχεμένο που θα αξίζει λιγότερο από τα χρήματα που δάνεισε και ο δανειολήπτης θα βρεθεί και με χρέος και χωρίς σπίτι. Αυτές είναι οι δύο ακραίες περιπτώσεις κακής εξέλιξης της σύμβασης. Ανάμεσά τους υπάρχουν κι άλλες.
Τι πρέπει να γίνει αν κάτι πάει στραβά; Θα το αποφασίσουν οι δύο συμβαλλόμενοι. Μπορεί, στην πορεία, η Τράπεζα να κρίνει πως πρέπει να διευκολύνει τον δανειολήπτη αλλάζοντας προς όφελός του τους όρους του δανείου, με στόχο να ελαχιστοποιήσει τη χασούρα της. Μπορεί να προτιμήσει να προχωρήσει σε πλειστηριασμό για να τα εισπράξει όλα με κίνδυνο να χάσει πολλά περισσότερα. Όμως το τι θα κάνει η Τράπεζα το αποφασίζει η Τράπεζα και το τι θα κάνει ο δανειολήπτης το αποφασίζει ο δανειολήπτης.
Αυτά σε κανονικά κράτη. Στο οθωμανοσοβιετικό μόρφωμα που έχουμε την ατυχία να ζούμε, υπάρχει πάντα κι ένας άλλος παράγοντας που χώνει την τοξική ουρά του παντού: το κράτος. Το οποίο, ας πούμε ότι εμφανίζεται ξαφνικά και λέει στον δανειολήπτη:
«Πήρες δάνειο 200.000 ευρώ κι αγόρασες ένα σπίτι. Έχεις συμφωνήσει να το αποπληρώσεις σε 20 χρόνια. Πέρασαν 5 χρόνια και οι τιμές των ακινήτων έχουν διπλασιαστεί. Δηλαδή τώρα το σπίτι σου αξίζει 400.000 ευρώ. Ε, λοιπόν, αντί για τα 200.000 που συμφώνησες να επιστρέψεις (συν τους τόκους) θα επιστρέψεις 300.000 ευρώ (συν τους τόκους). Για να μοιραστείτε με την Τράπεζα το κέρδος.»
Τι; Δεν έχει γίνει ποτέ αυτό;
Γιατί, αλήθεια; Μήπως γιατί δεν είναι ούτε δίκαιο, ούτε νόμιμο, ούτε ηθικό το κράτος να αλλάζει, με το «έτσι γουστάρω» τους όρους μιας σύμβασης ιδιωτικού δικαίου; Μήπως γιατί δεν μπορεί να παίρνει αυτόκλητα το μέρος του ενός συμβαλλόμενου και να αδικεί κατάφωρα τον άλλον επιβαρύνοντάς τον με υποχρεώσεις που δεν έχει αναλάβει και εμποδίζοντάς τον από το να ασκήσει τα δικαιώματα που ο νόμος τού παρέχει;
Κι όμως, το ΣΥΝΟΛΟ του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών θεωρεί πολύ λογική την παρέμβαση του κράτους σε μια ιδιωτική σύμβαση. Αρκεί να λειτουργεί ανάποδα. Διότι στο αριστερίστικο συλλογικό φαντασιακό του Έλληνα, η Τράπεζα είναι η κακή και πλούσια και ο δανειολήπτης είναι ο καλός και φτωχός. Και μπροστά σ’ αυτό το φαντασιακό όλα τα άλλα (Σύνταγμα, νόμοι, ατομικά δικαιώματα, συναλλακτικά ήθη, εθνική Οικονομία) δεν πιάνουν χαρτωσιά.
Όλα τα κόμματα, εντός και εκτός Βουλής, αριστερά και δεξιά, με μόνη εξαίρεση την «ανάλγητη νεοφιλελεύθερη σέχτα» της οποίας προεδρεύει ο γράφων, υποστηρίζουν ότι το κράτος όχι απλώς έχει το δικαίωμα, αλλά οφείλει να εμφανιστεί αυτόκλητο και να πει στην Τράπεζα: «Ο δανειολήπτης ζύγισε λανθασμένα τις οικονομικές του προοπτικές. Με τα λεφτά που του έδωσες αγόρασε σπίτι ή τα έριξε στη δουλειά του ή τα ξόδεψε στην κατανάλωση. Δεν μπορεί να τα επιστρέψει. Θα τα πληρώσεις εσύ! Μέρος του ή το σύνολο. Και σου απαγορεύω να εκπλειστηριάσεις ακίνητη ιδιοκτησία όπως έχετε συμφωνήσει με τον δανειολήπτη, αν είναι η πρώτη του κατοικία.» Αυτό στην οθωμανοσοβιετική διάλεκτο ονομάζεται «κοινωνική πολιτική» και «προστασία δανειοληπτών».
Είναι, όμως, ακριβώς το αντίθετο! Διαλύει την κοινωνική συνοχή και αφήνει τους πάντες εκτεθειμένους, διότι οι πάντες χάνουν. Ας δούμε, κατά περίπτωση, τις συνέπειες.
Χάνει ο δανειολήπτης. Όχι μόνο δεν θα γλυτώσει το σπίτι του, αλλά θα το χάσει τελικά για ένα κομμάτι ψωμί. Ο νόμος Κατσέλη και η πατέντα της «προστασίας της κατοικίας» δεν χαρίζει σπίτια. Στην ουσία παγώνει τους πλειστηριασμούς, δίνοντας στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να συνεχίσει να πληρώνει αργότερα όταν, υποτίθεται, στην Οικονομία θα επικρατήσουν καλύτερες συνθήκες. Όμως η ανάπτυξη δεν είναι φυσικό φαινόμενο για να έρθει οπωσδήποτε μετά την ύφεση, όπως έρχεται μετά τον χειμώνα η άνοιξη. Η καλυτέρευση της Οικονομίας προϋποθέτει εξυγίανση των Τραπεζών και αυτή προϋποθέτει οριστική αντιμετώπιση της ακατάσχετης αιμορραγίας των κόκκινων δανείων. Όσο, δηλαδή, ο δανειολήπτης είναι «προστατευμένος», το δάνειό του θα είναι κόκκινο, η Τράπεζα θα παραπαίει και η Οικονομία θα είναι παράλυτη. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 5,5% του συνόλου των χορηγήσεων το 2008 και 7% το 2009 εκτοξεύτηκαν στο 46,9% το α’ εξάμηνο του 2018 για να “υποχωρήσουν” το τρίτο τρίμηνο στο 44,9%, 13 φορές πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (3,4%)! Eίναι θέμα χρόνου το σύστημα να καταρρεύσει. Η κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί την κατάρρευση θα άρει αναγκαστικά την προστασία, και τότε εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες θα βγουν ξαφνικά στο σφυρί, ρίχνοντας τις τιμές στα τάρταρα.
Χάνει η Οικονομία. Με Τράπεζες-ζόμπι δεν υπάρχει Οικονομία. Όταν το τραπεζικό σύστημα φοβάται και τη σκιά του και σου ζητάει απίστευτες εγγυήσεις για να σου δώσει δάνειο, οδηγεί σε θάνατο από οικονομική ασφυξία ακόμα και υγιείς επιχειρήσεις, ενώ δεν δίνει καμμία ελπίδα σε νεοφυείς. Ούτε υπάρχει περίπτωση ένα νέο ζευγάρι που έχει εισοδήματα να πάρει δάνειο για πρώτη κατοικία καθώς καμμία Τράπεζα δεν ρισκάρει την πιθανότητα μετά από κανα-δυό δόσεις να γίνουν κι αυτοί κόκκινοι, εκμεταλλευόμενοι τον σημερινό ή κάποιον αυριανό λαϊκιστικό νόμο.
Χάνουν οι Τράπεζες. Δηλαδή, οι 300.000 μικρομέτοχοι που είδαν με τις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις και τα reverse-split τις επενδύσεις τους να μηδενίζονται. Είναι χαρακτηριστικό πως οι 1500 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας του 2007 έχουν συνενωθεί σε 1 μετοχή σήμερα. Το 2007 άξιζαν 70.000 ευρώ. Σήμερα, 1 ευρώ. Αυτοί είναι οι “τραπεζίτες” στων οποίων τα χέρια δεν θα κατέληγε κανένα σπίτι, όπως έλεγε το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να μην έχουν καν πρώτη κατοικία και να μένουν στο νοίκι. Όμως, και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισαν ότι έπρεπε να «σφαγούν» διότι όταν αγοράζεις μετοχές Τραπεζών τι άλλο είσαι εκτός από υποστηρικτής του καπιταλιστικού κεφαλαίου, δηλαδή εχθρός του λαού; Επιπλέον, οι περισσότερες εργατοώρες αυτά τα χρόνια στις Τράπεζες σχετίζονται με τη «χαρτούρα» του νόμου Κατσέλη, με δικαστήρια και πραγματογνωμοσύνες, παρά με καθαρά τραπεζικές εργασίας, επιβαρύνοντας τερατωδώς το λειτουργικό κόστος.
Χάνει η οικοδομική δραστηριότητα. Όταν υπάρχουν τόσα πολλά σπίτια προς πώληση, ο αριθμός των οποίων αναμένεται να εκτιναχθεί στο προσεχές διάστημα, κανένας δεν επενδύει στην οικοδομή. Άρα, σε κατάσταση ζόμπι είναι, εκτός από τις τράπεζες, οι κατασκευαστικές εταιρείες, οι προμηθευτές τους και χιλιάδες επαγγελματίες που σχετίζονται με την οικοδομική δραστηριότητα, αν δεν έχουν κλείσει ήδη ή φύγει στο εξωτερικό.
Χάνει ο φορολογούμενος. Η παρατεταμένη ακατάσχετη αιμορραγία των κόκκινων δανείων οδήγησε στην οριστική απώλεια των 38 δισ. που έβαλε το ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών και την εκκαθάριση 8 μικρότερων, τα οποία προστέθηκαν στο χρέος, δηλαδή στους ώμους των παιδιών μας. Τώρα καλείται να πληρώσει και τις επιδοτήσεις των δανείων που αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν μάλιστα οι Τράπεζες οδηγηθούν σε bail-in θα χάσει και ο καταθέτης.
Χάνει η Δικαιοσύνη. Ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε κι ο γάιδαρος. Δεν μας έφτανε που είχαν συσσωρευθεί στη Δικαιοσύνη βουνά από εκκρεμείς υποθέσεις, ενέσκηψαν και εκατοντάδες χιλιάδες άλλες, της υπαγωγής σε καθεστώς «προστασίας» ή των διαγραφών (καταναλωτικών κυρίως) δανείων με αποφάσεις ειρηνοδικείων (άλλη απίστευτη παρανομία του κράτους την οποία με πηχυαίους τίτλους προβάλλουν οι λαϊκιστές των ΜΜΕ ως «δικαίωση» των αφρόνων καταναλωτών). Πρόκειται για τεράστιο διαχειριστικό κόστος, διότι η διαφορά ανάμεσα στον αληθινά αναξιοπαθούντα και στον εκ συστήματος μπαταχτσή κόκκινο δανειολήπτη πρέπει να διαπιστωθεί με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες θα κρίνουν τι εισοδήματα έχει κάποιος, τι καταναλώνει, αν οι μεταβιβάσεις ακινήτων στις οποίες προέβη είναι δόλιες ή όχι, υποθέσεις που είναι εξαιρετικά χρονοβόρες, κοστοβόρες αλλά και δύσκολες στο να εκτιμηθούν σωστά λόγω της εκτεταμένης μαύρης οικονομίας και των παράθυρων της νομοθεσίας. Μέχρι και εικονικά διαζύγια έχουν βγει για να φανεί ότι το δάνειο αφορά πρώτη κατοικία.
Χάνει η ηθική. Μπορεί να ακούγεται «εξωτικό» να μιλάς για ηθική σε μια χώρα θεσμοποιημένης ανομίας αλλά ίσως αυτή η χασούρα να είναι η μεγαλύτερη όλων. Moral hazard το λένε αυτό οι κουτόφραγκοι. Είναι ο ηθικός κίνδυνος που προκαλείται από την επιβράβευση της ασυνέπειας και, σε πολλές περιπτώσεις, της απάτης. Ο συνεπής δανειολήπτης που προσπαθεί – με τεράστιο κόπο σε εποχή γενικευμένης ύφεσης – να μην καθυστερεί ούτε μια δόση, αισθάνεται το κορόιδο (μια άλλη λέξη είναι η καταλληλότερη…) της υπόθεσης. Το ίδιο το σύστημα τον ωθεί στην ασυνέπεια. Κι αυτή η ροπή είναι μόνιμη καθώς ο λαϊκισμός της προστασίας των κομματικών πελατών με τα λεφτά των άλλων είναι ενδημικό στοιχείο του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η χρεοκοπία της ηθικής είναι η μήτρα όλων των άλλων χρεοκοπιών. Να μην γελιέμαστε: κανένα κράτος δεν ανακάμπτει οικονομικά ή πολιτικά αν δεν στηριχθεί σε στέρεο ηθικό υπόβαθρο. Το δικό μας υπόβαθρο αποσαθρώνεται όλο και περισσότερο.
Τελικά, κερδίζει κανείς;
Ναι, οι απατεώνες – έμποροι ελπίδας, όλου του πολιτικού και δημοσιογραφικού φάσματος, που αναλαμβάνουν να σε σώσουν, καταδικάζοντάς σε σε αργό, βασανιστικό θάνατο. Κι οι δικηγόροι.
Τι θα έπρεπε να γίνει; Το νόμιμο: να αφεθούν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (Τράπεζες και δανειολήπτες) να τα βρουν μεταξύ τους και να πληρώσουν στο βαθμό που τους αναλογεί το κόστος των ατυχών επιλογών τους. Οι Τράπεζες για τα δάνεια που έδιναν αβέρτα την εποχή της φούσκας, χωρίς εγγυήσεις, και οι δανειολήπτες για την υπερβολική αισιοδοξία τους και για το άπλωμα των ποδιών τους μακρύτερα από την κουβέρτα τους. Ο γράφων είχε προτείνει, στην αρχή της κρίσης, παράταση της περιόδου αποπληρωμής του δανείου και πέραν του προσδόκιμου ζωής του δανειολήπτη, ανάλογα με τη μηνιαία δόση που είναι σε θέση να καταβάλλει. Πήρες δάνειο για 20 χρόνια και πλήρωνες 800 ευρώ τον μήνα; Πόσα μπορείς να δίνεις τώρα; 300 ευρώ; Εντάξει, το δάνειο πάει στα 80 χρόνια, κι όταν, χτύπα ξύλο, έρθει η ώρα οι κληρονόμοι να κάνουν αποδοχή, αυτοί θα αποφασίσουν εάν θα συνεχίσουν να το πληρώνουν ή θα αποποιηθούν την κληρονομιά.
Αλλά κι αυτή η πρόταση, αν εμείς διαχειριζόμαστε το θέμα, θα είχε τον χαρακτήρα σύστασης, όχι νόμου. Διότι ότι είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ, ΠΑΡΑΝΟΜΟ και ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ το κράτος να παρεμβαίνει σε ιδιωτικές συμβάσεις τρίτων, τροποποιώντας τες εκ των υστέρων υπέρ του ενός ή του άλλου συμβαλλόμενου. Το ότι οι Τράπεζες δεν προσέβαλαν τον νόμο Κατσέλη στα δικαστήρια (στα ευρωπαϊκά θα κατέπιπτε με το «καλημέρα») οφείλεται στο ότι έχουν τη φωλιά τους λερωμένη. Το τραπεζικό σύστημα ουδέποτε υπήρξε πραγματικά ανεξάρτητο. Ήταν πάντα διαπλεκόμενο με το γκουβέρνο, επιτρέποντας στο εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα να είναι το πραγματικό αφεντικό μιας θεωρητικώς ιδιωτικής τραπεζικής επιχείρησης. (Με το αζημίωτο βέβαια. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη, ιστορία.)
Μακάρι κάποιος να μπορούσε να μας χαρίζει σπίτια. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο. Τα σπίτια κάποιος τα πληρώνει. Ο δανειολήπτης πήρε χρήματα από την τράπεζα, όχι τούβλα, και χρήματα πρέπει να επιστρέψει, διότι και οι καταθέτες χρήματα κατέθεσαν, όχι τούβλα. (Αναρωτιέμαι πόσοι αντιλαμβάνονται ότι η Τράπεζα δεν δανείζει δικά της λεφτά, αλλά λεφτά των καταθετών.)
Ο πλειστηριασμός είναι μία, δυσάρεστη μεν αναγκαία δε, πράξη αστικής δικαιοσύνης και οικονομικής εξισορρόπησης. Χωρίς καμία παρέμβαση του κράτους. Όπως γινόταν χρόνια τώρα. Αλλά πλέον με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης βαρύ (με την διαδικασία του αυτόφωρου και χωρίς η έφεση να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα) επί της κεφαλής ανόητων «ακτιβιστών» συμβολαιογραφομάχων τύπου Λαφαζάνη, Ζωής και Ρουβίκωνα, που αγνοούν το στοιχειώδες: κάτι που δεν πληρώνει ο ένας θα το πληρώσει ο άλλος. Εγώ αυτό θα έκανα. Διαγραφές χρεών δεν υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο. Όμως, δεν τελειώνει κι η ζωή αν χάσεις ένα σπίτι το οποίο αγόρασες με ξένα λεφτά. Μια Οικονομία που θα καλπάζει, χωρίς τα βαρίδια των κόκκινων δανείων και τις στρεβλώσεις των κρατικών παρεμβάσεων, θα σου δώσει την ευκαιρία να αγοράσεις αργότερα, σε ευνοϊκότερες συνθήκες, την πρώτη ή την όγδοη κατοικία σου. Και κανείς δεν «πετιέται στον δρόμο» όταν το ανεξόφλητο περιουσιακό του στοιχείο βγαίνει στο σφυρί. Υπάρχουν άπειρες κατοικίες με πολύ χαμηλά ενοίκια που μπορούν να προσφέρουν ικανοποιητικότατη στέγη. Άλλωστε, ακόμα και άνθρωποι με οικονομική επιφάνεια, προτιμούν, από άποψη, την ευελιξία της ενοικίασης από τις υποχρεώσεις και τα βάρη της ιδιοκτησίας.
Αυτά τα αυτονόητα και εντελώς κοινότοπα ακούγονται ως κβαντομηχανική στη χώρα στην οποία όλα τα κόμματα: πράσινα, μπλε, κόκκινα και μαύρα διαγωνίζονται άλληλα σε λαϊκισμό και ψηφοθηρία, προτείνοντας κωμικά περιγράμματα «εργαλείων», που θα αφήσουν και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Δεν έχουμε μέλλον έτσι. Κανένα. Τα κόκκινα δάνεια, ένα μόνον εργαλείο τα εξαλείφει: το σφυρί του πλειστηριασμού. Τίποτε άλλο. Οδυνηρόν μεν, αληθές δε.
Πηγή: thepresident.gr