Η ΑΠΟΥΣΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Ένα από τα πιο αινιγματικά χαρακτηριστικά του κόσμου μας, που αποτελούν επακόλουθο της οικονομικής κρίσης, είναι ότι μέχρι στιγμής, η λαϊκή έκφραση δείχνει να έχει λάβει κατά κύριο λόγο δεξιόστροφη μορφή, παρά αριστερόστροφη.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αν και το Πάρτι του Τσαγιού ακολουθεί μια αντι-ελιτίστικη ρητορική, εντούτοις τα μέλη του ψηφίζουν συντηρητικούς πολιτικούς, που υπηρετούν τα συμφέροντα ακριβώς εκείνων των επενδυτικών και επιχειρηματικών ελίτ, τις οποίες υποτίθεται ότι απεχθάνονται. Για το φαινόμενο αυτό υπάρχουν πολλές ερμηνείες, οι οποίες περιλαμβάνουν μια βαθιά εδραιωμένη πίστη στην ισότητα των ευκαιριών μάλλον, παρά στην ισότητα του αποτελέσματος, και στο γεγονός ότι ζητήματα κουλτούρας, όπως οι εκτρώσεις και το δικαίωμα οπλοφορίας, τέμνουν τα οικονομικά ζητήματα.
Όμως, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίον ποτέ δεν έγινε εφικτή μια Αριστερά με ευρεία λαϊκή βάση, είναι πνευματικός. Πρώτον, εδώ και πολλές δεκαετίες ούτε ένας εκπρόσωπος της Αριστεράς δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια λογική ανάλυση του τι συμβαίνει στη δομή των προηγμένων κοινωνιών όταν υφίστανται οικονομικές μεταβολές, και, δεύτερον, να διαμορφώσει μια ρεαλιστική ατζέντα που να δημιουργεί την ελπίδα για την προστασία της κοινωνίας της μεσαίας τάξης.
Οι βασικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στην Αριστερά, στη διάρκεια των δύο τελευταίων γενεών, ήταν -ειλικρινά- καταστροφικές, είτε ως εννοιολογικό πλαίσιο είτε ως μέσον κινητοποίησης. Ο μαρξισμός πέθανε πριν από πολλά χρόνια και οι λίγοι παλιοί οπαδοί του που επιζούν, είναι έτοιμοι για το γηροκομείο. Η θεωρητική Αριστερά αντικατέστησε τον μαρξισμό με τον μετα-μοντερνισμό, την πολυ-πολιτισμικότητα, τον φεμινισμό, την κριτική θεωρία και έναν σωρό από άλλες κατακερματισμένες διανοητικές τάσεις, που έχουν μάλλον πολιτισμικό παρά οικονομικό προσανατολισμό. Ο μετα-μοντερνισμός ξεκινά με απόρριψη των προοπτικών κάθε γενικής αφήγησης της ιστορίας των κοινωνιών, υποσκάπτοντας το δικό του κύρος ως φωνή για την πλειοψηφία των πολιτών που αισθάνονται προδομένοι από τις ελίτ των κοινωνιών τους. Η πολυ-πολιτισμικότητα κατ’ ουσίαν τεκμηριώνει τη θυματοποίηση των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων. Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα μαζικό προοδευτικό κίνημα στη βάση μια τέτοιας ετερόκλητης συμμαχίας: το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της εργατικής τάξης και του κατώτερου τμήματος της μεσαίας, που έχουν θυματοποιηθεί από το σύστημα, είναι φορείς συντηρητικής κουλτούρας και θα αισθάνονταν αμήχανοι δίπλα σε συμμάχους σαν τους προαναφερθέντες.
Όποιο κι αν είναι το θεωρητικό υπόβαθρο σε μια ατζέντα της Αριστεράς, το μεγαλύτερο πρόβλημά της είναι η έλλειψη αξιοπιστίας. Οι δύο προηγούμενες γενεές γνώρισαν μια Αριστερά, η γενική τάση της οποίας ακολούθησε σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, που εστίαζε στην κρατική μέριμνα επί μιας σειράς υπηρεσιών, όπως οι συντάξεις, η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Αυτό το μοντέλο έχει τώρα εξαντληθεί: τα κράτη-πρόνοιας έχουν γίνει μεγάλα, γραφειοκρατικά και δύσκαμπτα. Πολύ συχνά αιχμαλωτίζονται από τους ίδιους τους οργανισμούς τους οποίους εποπτεύουν, μέσω των συνδικάτων στον δημόσιο τομέα. Και πάνω απ’ όλα, είναι ασύμφορα από δημοσιονομική άποψη, καθώς οι λαοί γηράσκουν παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Κατά συνέπεια, όταν τα υφιστάμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανέρχονται στην εξουσία, δεν ευελπιστούν παρά να γίνουν φρουροί ενός κράτους-πρόνοιας που είχε δημιουργηθεί δεκαετίες πριν. Κανένα από αυτά τα κόμματα δεν είχε ένα καινούργιο, ενδιαφέρον πρόγραμμα, γύρω από το οποίο να προσελκύσει τις μάζες.