ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Σήμερα στον κόσμο υπάρχει μεγάλος συσχετισμός της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική αλλαγή και την ηγεμονία της φιλελεύθερης δημοκρατικής ιδεολογίας. Και προς το παρόν, δεν διαφαίνεται άλλη πειστική ανταγωνιστική ιδεολογία. Αν, όμως, συνεχιστούν κάποιες ανησυχητικές οικονομικές και κοινωνικές τάσεις, θα θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών, αλλά και θα εκθρονίσουν τη δημοκρατική ιδεολογία, έτσι όπως την κατανοούμε σήμερα.
Ο κοινωνιολόγος Barrington Moore διατύπωσε κάποτε ορθά-κοφτά τη φράση: «Χωρίς Αστούς, Χωρίς Δημοκρατία». Οι μαρξιστές δεν πέτυχαν την κομμουνιστική ουτοπία, επειδή ο ώριμος καπιταλισμός δημιούργησε τις κοινωνίες της μεσαίας τάξης και όχι της εργατικής. Τι θα γίνει, όμως, αν η περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας και η παγκοσμιοποίηση υπονομεύσουν τη μεσαία τάξη και δεν επιτρέπουν πλέον παρά σε μια μικρή μειονότητα πολιτών μιας προηγμένης κοινωνίας να αναρριχώνται στο status της μεσαίας τάξης;
Είναι ήδη άφθονα τα σημάδια ότι μια τέτοια εξέλιξη έχει ήδη ξεκινήσει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα μεσαία εισοδήματα έχουν -σε πραγματικούς όρους- τελματώσει, από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της στασιμότητας εξομαλύνθηκαν εν μέρει από το γεγονός ότι τα περισσότερα αμερικανικά νοικοκυριά της περασμένης γενιάς στηρίχτηκαν στο εισόδημα δύο εργαζομένων μελών τους. Επιπροσθέτως, όπως πολύ πειστικά υποστήριξε ο οικονομολόγος Raghuram Rajan, με δεδομένο ότι οι Αμερικανοί είναι απρόθυμοι να δεσμευθούν σε μια ξεκάθαρη αναδιανομή, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιθέτως, προχώρησαν σε μια πολύ επικίνδυνη και αναποτελεσματική μορφή αναδιανομής, επιδοτώντας τον ενυπόθηκο δανεισμό των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, της περασμένης γενιάς. Η τάση αυτή διευκολύνθηκε από την υψηλή ρευστότητα, προερχόμενη από την Κίνα και άλλες χώρες, και έδωσε σε πολλούς απλούς Αμερικανούς την ψευδαίσθηση ότι το βιοτικό τους επίπεδο ανέβαινε προοδευτικά στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Από αυτήν την άποψη, το σκάσιμο της στεγαστικής φούσκας το 2008-9, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια βίαιη επιστροφή στη φτώχεια. Μπορεί οι Αμερικανοί να απολαμβάνουν σήμερα φθηνά κινητά τηλέφωνα, ρούχα σε λογικές τιμές και Facebook, αλλά ολοένα και περισσότερο δεν μπορούν να συντηρήσουν το σπίτι τους, να πληρώσουν την ασφάλεια για υγειονομική περίθαλψη ή ικανοποιητική σύνταξη, όταν θα πάψουν να εργάζονται.
Ένα πιο ανησυχητικό φαινόμενο, που ανέδειξαν ο ειδικός στα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών Peter Thiel και ο οικονομολόγος Tyler Cowen, είναι ότι τα οφέλη από τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα της τεχνολογικής καινοτομίας σωρεύθηκαν δυσανάλογα στα πιο χαρισματικά και μορφωμένα μέλη της κοινωνίας. Αυτό το φαινόμενο συνέβαλε με τη σειρά του στη μαζική αύξηση της ανισότητας στην προηγούμενη γενιά, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1974, το κορυφαίο 1% των οικογενειών μοιράστηκε το 9% του ΑΕΠ. Μέχρι το 2007, το μερίδιο αυτό αυξήθηκε στο 23,5%.
Οι εμπορικές και φορολογικές πολιτικές ενδεχομένως να επιτάχυναν αυτήν την τάση, αλλά ο πραγματικός θύτης εδώ είναι η τεχνολογία. Στις παλαιότερες φάσεις της εκβιομηχάνισης (στις εποχές της υφαντουργίας, του άνθρακα, του χάλυβα και των μηχανών εσωτερικής καύσης), τα οφέλη από τις τεχνολογικές αλλαγές σχεδόν πάντα διαχέονταν προς τα κάτω, στην υπόλοιπη κοινωνία, με τη μορφή της απασχόλησης. Όμως, αυτό δεν αποτελεί νόμο της φύσης. Σήμερα ζούμε σε αυτό που ο καθηγητής Shoshana Zuboff χαρακτήρισε «εποχή της έξυπνης μηχανής», στο πλαίσιο της οποίας ολοένα και πιο πολύ η τεχνολογία είναι ικανή να υποκαθιστά περισσότερες και υψηλότερες λειτουργίες του ανθρώπου. Κάθε σπουδαίο επίτευγμα στη Silicon Valley πιθανότατα σημαίνει απώλεια χαμηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας. Αυτή η τάση δεν φαίνεται πιθανό να ανατραπεί σύντομα.
Η ανισότητα υπήρχε ανέκαθεν, ως αποτέλεσμα των φυσικών διαφορών σε χαρίσματα και σε χαρακτήρα. Όμως, ο σημερινός τεχνολογικός κόσμος μεγιστοποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτές τις διαφορές. Σε μια αγροτική κοινωνία του 19ου αιώνα, ένας άνθρωπος με μαθηματικό μυαλό δεν είχε τόσο πολλές ευκαιρίες να κεφαλαιοποιήσει το χάρισμά του. Σήμερα, μπορεί να γίνει άσσος στη μηχανική λογισμικού και να προσποριστεί ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο εθνικού πλούτου.
Ο άλλος παράγοντας που υπονομεύει τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι η παγκοσμιοποίηση. Με τη μείωση του κόστους των μεταφορών και των επικοινωνιών και την είσοδο στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό εκατοντάδων εκατομμυρίων νέων εργατών από τις αναπτυσσόμενες χώρες, το είδος της εργασίας που προσέφερε η παλιά μεσαία τάξη στον ανεπτυγμένο κόσμο μπορεί τώρα να εκτελεστεί αλλού πολύ πιο φθηνά. Κάτω από ένα οικονομικό μοντέλο που θέτει ως προτεραιότητα τη μεγιστοποίηση του συνολικού εισοδήματος, είναι αναπόφευκτο ότι οι θέσεις εργασίας θα μεταφέρονται έξω από τα σύνορα.
Πιο έξυπνες ιδέες και πολιτικές θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζημιά. Η Γερμανία πέτυχε σε σημαντικό βαθμό να προστατεύσει την παραγωγική της βάση και το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό της, ενώ οι επιχειρήσεις της παρέμειναν ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, από την άλλη πλευρά, ευχαρίστως υιοθέτησαν τη μετάβαση στη μετα-βιομηχανική οικονομία των υπηρεσιών. Το ελεύθερο εμπόριο έγινε μάλλον μια ιδεολογία παρά μια θεωρία: όταν μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου επιχείρησαν με τη μορφή εμπορικών κυρώσεων μια αντεπίθεση κατά της Κίνας επειδή διατηρεί υποτιμημένο το νόμισμά της, κατηγορήθηκαν με αγανάκτηση για προστατευτισμό, σαν να είχε ήδη επιτευχθεί ανταγωνισμός επί ίσοις όροις. Πολύς λόγος έχει γίνει γύρω από τα θαύματα της οικονομίας της γνώσης καθώς και για το πώς οι βρώμικες και επικίνδυνες δουλειές στη βιομηχανία αναπόφευκτα θα αντικατασταθούν από εργάτες υψηλής ειδίκευσης, που θα κάνουν δημιουργικά και ενδιαφέροντα πράγματα. Όλα αυτά ήταν ένας λεπτός πέπλος που κάλυπτε το σκληρό γεγονός της αποβιομηχάνισης. Παρέβλεπε το γεγονός ότι τα οφέλη από τη νέα τάξη πραγμάτων προορίζονταν δυσανάλογα για έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων που κινούνται γύρω από τα χρηματοοικονομικά και την υψηλή τεχνολογία, δηλαδή για κύκλους συμφερόντων που κυριαρχούν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στον γενικότερο πολιτικό διάλογο.