ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΥΜΑ
Οι κοινωνικές δυνάμεις και συνθήκες δεν «καθορίζουν» απλώς τις ιδεολογίες, όπως άλλοτε υποστήριξε ο Καρλ Μαρξ. Οι ιδέες, αντιθέτως, δεν ισχυροποιούνται παρά μόνο αν αφορούν στα συμφέροντα μεγάλου αριθμού απλών ανθρώπων. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η βασική ιδεολογία στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σήμερα, εν μέρει επειδή ανταποκρίνεται σε ορισμένες κοινωνικο-οικονομικές δομές, αλλά και διευκολύνεται από αυτές. Τυχόν μεταβολές σε αυτές τις δομές ενδέχεται να επιφέρουν ιδεολογικές συνέπειες, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ιδεολογικές μεταβολές ενδέχεται να οδηγήσουν σε κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις.
Όλες σχεδόν οι ισχυρές ιδέες που διαμόρφωσαν τις κοινωνίες των ανθρώπων στα τελευταία 300 χρόνια είχαν μια φύση θρησκευτική. Σημαντική εξαίρεση στον κανόνα υπήρξε ο κομφουκιανισμός στην Κίνα. Η πρώτη μείζων κοσμική ιδεολογία με διαρκή και παγκόσμια απήχηση υπήρξε ο φιλελευθερισμός, ένα δόγμα που σχετίστηκε με την άνοδο, αρχικά μιας εμπορικής και κατόπιν μιας βιομηχανικής μεσαίας τάξης, σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης κατά τον 17ο αιώνα. (Με τον όρο «μεσαία τάξη» εννοώ ανθρώπους που δεν βρίσκονται ούτε στην κορυφή ούτε στο κατώτατο επίπεδο των κοινωνιών από πλευράς εισοδήματος, ανθρώπους που είναι απόφοιτοι τουλάχιστον της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και που κατέχουν είτε ακίνητη περιουσία είτε διαρκή αγαθά ή έχουν δική τους επιχείρηση).
Όπως διατυπώθηκε από κλασικούς διανοητές σαν τον Λοκ, τον Μοντεσκιέ και τον Μιλ, ο φιλελευθερισμός προϋποθέτει ότι η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας πηγάζει από την ικανότητα του κράτους να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών του και ότι αυτή η κρατική εξουσία οφείλει να συμμορφώνεται προς τον Νόμο. Ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται είναι αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας. Η Ένδοξη Επανάσταση στην Αγγλία (1688-89) υπήρξε πολύ σημαντική για την εξέλιξη του σύγχρονου φιλελευθερισμού, επειδή για πρώτη φορά καθιέρωσε τη συνταγματική αρχή ότι το κράτος δεν νομιμοποιείται να φορολογεί τους πολίτες χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Στην αρχή, ο φιλελευθερισμός δεν συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην και δημοκρατία. Οι Ουίγοι, που υποστήριξαν τη συνταγματική ρύθμιση του 1689, ήταν οι πλουσιότεροι γαιοκτήμονες στην Αγγλία. Το Κοινοβούλιο εκείνης της περιόδου εκπροσωπούσε λιγότερο από το 10% του συνόλου του πληθυσμού. Πολλοί κλασικοί φιλελεύθεροι, περιλαμβανομένου του Μιλ, αμφισβητούσαν έντονα τις αρετές της δημοκρατίας. Πίστευαν ότι η υπεύθυνη πολιτική συμμετοχή απαιτούσε μόρφωση και μια κοινωνική θέση, δηλαδή, ιδιοκτησία γης. Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, το δικαίωμα ψήφου ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης εξαρτημένο από προϋποθέσεις γαιοκτησίας και μορφωτικού επιπέδου. Η εκλογή του Άντριου Τζάκσον ως προέδρου των ΗΠΑ το 1928 και η συνακόλουθη κατάργηση των προϋποθέσεων ιδιοκτησίας για το δικαίωμα ψήφου, τουλάχιστον για τους λευκούς άρρενες, υπήρξε μια πρώτη και σημαντική νίκη προς έναν πιο ισχυρό δημοκρατικό κανόνα.
Στην Ευρώπη, ο αποκλεισμός μιας μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού από την πολιτική εξουσία και η ανάδειξη μιας βιομηχανικής εργατικής τάξης άνοιξαν τον δρόμο για τον μαρξισμό. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος εκδόθηκε το 1848, την ίδια χρονιά που οι επαναστάσεις απλώθηκαν σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι ξεκίνησε ένας αιώνας διαγκωνισμού για την ηγεσία του δημοκρατικού κινήματος, ανάμεσα στους κομμουνιστές, που ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη διαδικαστική δημοκρατία (πολυκομματικές εκλογές) προς χάριν αυτού που πίστευαν ως ουσιαστική δημοκρατία (αναδιανομή του πλούτου), και τους φιλελεύθερους δημοκράτες, οι οποίοι πίστευαν στη διευρυμένη πολιτική συμμετοχή με παράλληλη διατήρηση μιας νομοθεσίας που θα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας.
Αυτό που διακυβευόταν ήταν η υποταγή της νέας βιομηχανικής εργατικής τάξης. Οι πρώτοι μαρξιστές πίστευαν ότι θα νικούσαν με την καθαρή δύναμη των αριθμών: καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα το δικαίωμα ψήφου διευρύνθηκε, κόμματα όπως το Εργατικό στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Σοσιαλδημοκρατικό στη Γερμανία, αναπτύχθηκαν αλματωδώς και απείλησαν την ηγεμονία τόσο των συντηρητικών όσο και των παραδοσιακών φιλελευθέρων. Η άνοδος της εργατικής τάξης εμποδίστηκε λυσσαλέα, συχνά με αντιδημοκρατικά μέσα. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές και πολλοί σοσιαλιστές, εγκατέλειψαν την τυπική δημοκρατία προς χάριν της απευθείας κατάληψης της εξουσίας.
Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, διαμορφώθηκε μια ισχυρή συναίνεση όσον αφορά την προοδευτική Αριστερά, ότι δηλαδή μια μορφή σοσιαλισμού (κρατικός έλεγχος στους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου) ήταν αναπόφευκτη για όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Ακόμη και ένας συντηρητικός οικονομολόγος, όπως ο Joseph Schumpeter, στο βιβλίο που εξέδωσε το 1942 με τον τίτλο Capitalism, Socialism and Democracy, μπόρεσε να γράψει ότι ο σοσιαλισμός θα έβγαινε νικητής, επειδή η καπιταλιστική κοινωνία υφίστατο πολιτιστική αυτοϋπονόμευση. Ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε ότι εκπροσωπούσε τη βούληση και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού στις σύγχρονες κοινωνίες.
Και ενώ οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα εξαντλούνταν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, πολύ σημαντικές αλλαγές συνέβαιναν στο κοινωνικό επίπεδο, γεγονός που υπονόμευε το μαρξιστικό σενάριο. Πρώτον, το πραγματικό βιοτικό επίπεδο της βιομηχανικής εργατικής τάξης συνέχισε να βελτιώνεται, σε σημείο που πολλοί εργάτες ή τα παιδιά τους μπόρεσαν να αναρριχηθούν στη μεσαία τάξη. Δεύτερον, το συγκριτικό μέγεθος της εργατικής τάξης σταμάτησε να αυξάνει, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν οι υπηρεσίες άρχισαν να εκτοπίζουν τη βιομηχανική παραγωγή, στις οικονομίες που ονομάστηκαν «μετα-βιομηχανικές». Τέλος, μια καινούργια ομάδα φτωχών και μη προνομιούχων ανθρώπων αναδύθηκε κάτω από τη βιομηχανική εργατική τάξη, ένα ετερογενές μίγμα φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων, πρόσφατων μεταναστών και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι και οι ανάπηροι. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες, η παλιά εργατική τάξη είχε μετεξελιχθεί σε άλλη μια εγχώρια ομάδα συμφερόντων, που χρησιμοποιούσε την πολιτική ισχύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων για να προστατεύσει τα με σκληρό τρόπο αποκτημένα κέρδη μιας παλαιότερης εποχής.
Η εργατική τάξη, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν το τρανό εκείνο λάβαρο, που έμελλε να κινητοποιήσει τους λαούς των προηγμένων βιομηχανικών χωρών στην πολιτική δράση. Η Δεύτερη Διεθνής αφυπνίστηκε απότομα το 1914, όταν οι εργατικές τάξεις στην Ευρώπη αγνόησαν τις εκκλήσεις για ταξικό πόλεμο και συσπειρώθηκαν πίσω από συντηρητικούς ηγέτες που κήρυσσαν εθνικιστικά συνθήματα. Το ίδιο σχήμα λειτουργεί και σήμερα. Πολλοί μαρξιστές επιχείρησαν να δώσουν μια ερμηνεία στο φαινόμενο με τη «θεωρία της λάθος διεύθυνσης», όπως την ονόμασε ο θεωρητικός Ernest Gellner.
Με τον ίδιο τρόπο που οι σιίτες μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ έδωσε από λάθος στον Μωάμεθ το μήνυμα του Θεού, που προοριζόταν για τον Αλί, οι μαρξιστές αρέσκονται να πιστεύουν ότι το πνεύμα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έχουν διαπράξει ένα τρομερό λάθος. Το αφυπνιστικό μήνυμα απευθυνόταν στις κοινωνικές τάξεις, αλλά από ένα ολέθριο ταχυδρομικό λάθος παραδόθηκε στα έθνη.
Ο Gellner συνέχισε την επιχειρηματολογία του λέγοντας ότι η θρησκεία επιτελεί μια λειτουργία παρόμοια με εκείνη του εθνικισμού στη σημερινή Μέση Ανατολή: κινητοποιεί αποτελεσματικά τον λαό, επειδή έχει πνευματικό και συναισθηματικό περιεχόμενο, πράγμα το οποίο δεν διαθέτει η ταξική συνείδηση. Ακριβώς όπως ο εθνικισμός ξεπήδησε όταν στο τέλος του 19ου αιώνα οι Ευρωπαίοι μετακινήθηκαν από την ύπαιθρο στις πόλεις, έτσι και ο ισλαμισμός αποτελεί αντίδραση στην αστικοποίηση και στις μετακινήσεις που λαμβάνουν χώρα στις σύγχρονες κοινωνίες της Μέσης Ανατολής. Η επιστολή του Μαρξ δεν πρόκειται ποτέ να παραδοθεί σε διεύθυνση που να αναγράφεται μια «τάξη».
Ο Μαρξ πίστευε ότι η μεσαία τάξη, ή τουλάχιστον εκείνη η μερίδα της που ήταν κάτοχος κεφαλαίων και που ο ίδιος ονόμαζε μπουρζουαζία, θα παρέμενε πάντα μια μικρή και προνομιούχος μειοψηφία στις σύγχρονες κοινωνίες. Αντιθέτως, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη ήταν ότι η μπουρζουαζία και γενικότερα η μεσαία τάξη, συγκρότησαν τη μεγάλη πλειοψηφία στους λαούς των πλέον προηγμένων χωρών, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα στον σοσιαλισμό. Από την εποχή του Αριστοτέλη, οι στοχαστές διατύπωσαν την πεποίθηση ότι η σταθερή δημοκρατία στηρίζεται σε μια ευρεία μεσαία τάξη και ότι οι κοινωνίες που παρουσιάζουν ακραίο πλούτο και φτώχια είναι ευάλωτες είτε στην ολιγαρχική κυριαρχία είτε στη λαϊκή επανάσταση. Όταν μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου κατόρθωσε να δημιουργήσει κοινωνίες μεσαίας τάξης, η απήχηση του μαρξισμού εξανεμίστηκε. Οι μόνες περιοχές όπου ο αριστερός ριζοσπαστισμός παραμένει ισχυρός είναι μερικά από τα πιο υποβαθμισμένα μέρη του κόσμου, όπως κάποια στη Λατινική Αμερική, το Νεπάλ και οι εξαθλιωμένες περιφέρειες της ανατολικής Ινδίας.
Αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Huntington ονόμασε «τρίτο κύμα» του παγκόσμιου εκδημοκρατισμού, που ξεκίνησε στη νότια Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1970 και κορυφώθηκε με την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη το 1989, οδήγησε σε αύξηση των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών στον πλανήτη, από περίπου 45 το 1970 σε περισσότερες από 120 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990. Η οικονομική ανάπτυξη συνέβαλε στην ανάδυση νέων μεσαίων τάξεων σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Νότια Αφρική και η Τουρκία. Όπως κατέδειξε ο οικονομολόγος Moises Naim, αυτές οι μεσαίες τάξεις είναι σχετικά μορφωμένες, έχουν περιουσία και συνδέονται μέσω της τεχνολογίας με τον έξω κόσμο. Έχουν απαιτήσεις από τις κυβερνήσεις τους και κινητοποιούνται με ευκολία, χάρη στην πρόσβασή τους στην τεχνολογία. Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι πρωταίτιοι των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης ήταν μορφωμένοι Τυνήσιοι και Αιγύπτιοι, των οποίων οι προσδοκίες για επαγγελματική απασχόληση και πολιτική συμμετοχή συμπιέζονταν από τη δικτατορία υπό την οποία διαβιούσαν.
Ο κόσμος της μεσαίας τάξης δεν υποστηρίζει κατ’ ανάγκην και κατ’ αρχήν τη δημοκρατία : όπως όλοι, είναι κι αυτοί άνθρωποι ιδιοτελείς, που τους απασχολεί η προστασία της περιουσίας και της κοινωνικο-οικονομικής θέσης τους. Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ταϊλάνδη, πολλά μέλη της μεσαίας τάξης αισθάνονται να απειλούνται από τα αναδιανεμητικά αιτήματα των φτωχών και, ως εκ τούτου, τάχθηκαν υπέρ των αυταρχικών κυβερνήσεων που προστατεύουν τα συμφέροντα της τάξης τους. Ούτε, επίσης, ισχύει ότι οι δημοκρατίες κατ’ ανάγκην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των αντίστοιχων μεσαίων τάξεων και, όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι μεσαίες τάξεις μπορεί να γίνουν ανυπάκουες.