Διαβάζω μεταξύ άλλων στην Καθημερινή, σε άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη, το παρακάτω:
…Πρόκειται για το βιογραφικό ενός υποψηφίου για πρόσληψη, επάνω στο οποίο, κάποιος από το γραφείο του Γ. Σουφλιά έχει γράψει ιδιοχείρως: «Δεν κάνει για τίποτε. Βολέψτε τον κάπου».
Εκ πρώτης όψεως, μια απλή φράση που ειπώθηκε καλοπροαίρετα σε κάποιο τηλεφώνημα για ρουσφέτι και φαντάζομαι ότι σημειώθηκε στο χαρτί αυτολεξεί.
Ειπώθηκε για να ενισχύσει την υποψηφιότητα από το μπαμπά/μαμά/θείο/ θεία και λοιπούς συγγενείς, του υποψηφίου προς πρόσληψη.
Από κάποιον τέλος πάντων που είχε πρόσβαση, βύσμα δηλαδή, στο Γραφείο του Υπουργού.
Να βολέψουμε το παιδί αφού «δεν κάνει για τίποτε» τώρα που «είμαστε στα πράγματα».
Δηλαδή, η ιστορία της μέσης ελληνικής οικογένειας τα τελευταία τριάντα χρόνια.
«Παιδί μου, να διαβάζεις, να πας στο Πανεπιστήμιο, να πάρεις το πτυχίο σου και να διοριστείς», «Από το δημόσιο δεν χάνει κανείς», «Να βρίσκεις το μεροκάματο κάτω από το μαξιλάρι σου κάθε μέρα, βρέξει, χιονίσει», «Να κάθεσαι Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι και να σχολάς νωρίς για να κοιτάς τα παιδιά σου και τον άντρα σου, λίγο είναι;», «Να βγεις στη σύνταξη στα 45 και μετά να κάνεις μια δική σου δουλειά, να ανοίξεις ένα μαγαζί και να παίρνεις και τη σύνταξη, πασάς στα Γιάννενα!».
Μια νοοτροπία και στάση ζωής, που βασίστηκε σε έναν αυθαίρετο, παράλογο και κατά βάθος, ανήθικο συλλογισμό.
Και πέρα για πέρα απαξιωτικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Το «δεν κάνει για τίποτε».
Πότε, πού και ποιος το αποφάσισε ότι δεν κάναμε για τίποτε άλλο, πέρα από το διορισμό στο Δημόσιο μαντρί, που με τον ήλιο τα βάζουμε, με τον ήλιο τα βγάζουμε και μετά διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας «τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε»;
Και γιατί δε μας επέτρεψαν ποτέ να διανοηθούμε καν, ότι υπήρχαν κι άλλοι τόποι, άλλοι τρόποι, άλλοι δρόμοι;
Όταν οι Αμερικάνοι φοιτητές γύριζαν όλη την Ευρώπη με τα σακίδια στην πλάτη και μπάτζετ 20 δολάρια την ημέρα, εμείς, τα μοσχαναθρεμμένα, φοβικά, καθηλωμένα ελληνόπουλα, αποστηθίζαμε το ανώμαλο ρήμα «έχω».
Γιατί «έχω» την ιερή υποχρέωση να συνεχίσω να έχω την ασφάλεια, το μισθουλάκο, τα κεκτημένα, τα δεδομένα, τη βολή μου, αυτά που κληρονόμησα από τους γονείς.
Χωρίς να παίρνουμε μυρωδιά ότι τα μόνα ρήματα που πρέπει κανείς να μάθει στη ζωή είναι τα «ονειρεύομαι», «πιστεύω», «μπορώ», «τολμάω» και τελικά το «είμαι».
Τολμάω να είμαι ο εαυτός μου.
Και έτσι, γεμίσαμε τη χώρα και τις Υπηρεσίες μας με ανθρώπους μισούς.
Και έτσι, οι υπηρεσίες που μας παρέχουν, είναι και θα παραμείνουν μισές.
Και έτσι, την ίδια στιγμή που αλλάζουν τα πάντα στον πλανήτη, κάποιοι δεν έχουν ακόμα καταλάβει πως είναι μισοί.
Επειδή οι άνθρωποι αυτοί ζουν τελικά τη ζωή που προέκυψε όχι από επιλογή δική τους, αλλά από επιλογή των άλλων.
Εκείνων που κυριολεκτικά ή μεταφορικά ψιθύρισαν κάποτε σε κάποιο αυτί ή σε κάποιο ακουστικό: «Δεν κάνει για τίποτε. Βολέψτε τον κάπου».
Σκοτώνοντας ουσιαστικά, γενιές και γενιές Ελλήνων.
Αγγελική Κροκίδη (δημοσίευση στο eyedoll.gr)