Το Νοέμβριο του 1999, ένα άρθρο στην αγγλική εφημερίδα Guardian - που μιλούσε για το τρομοκρατικό χτύπημα εξτρεμιστών σε αεροσκάφος των Αιγυπτιακών Αερογραμμών το οποίο τελικά κατέπεσε στον Ατλαντικό ωκεανό - είχε τον ακόλουθο τίτλο: «Για τον ορισμό της λέξης Μουσουλμάνος, βλέπε τρομοκράτης». Δύο χρόνια αργότερα, το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στους Πύργους της Νέας Υόρκης ξεσήκωσε ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυριών εναντίων της Μουσουλμανικής κοινότητας, αναγκάζοντας πολλές μουσουλμάνες γυναίκες να εγκαταλείψουν τις μαντίλες τους και άνδρες να ξυρίσουν το παραδοσιακό μούσι τους, σε μια προσπάθεια να κρύψουν την θρησκευτική τους ταυτότητα.
Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, οι κοινωνίες έχουν ελάχιστα προχωρήσει στις αντιλήψεις τους σχετικά με τη διαφορετικότητα της καταγωγής ή των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Στην Ελλάδα βιώνουμε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα άνοδο των στερεοτυπικών αντιλήψεων γύρω από την εθνική ταυτότητα. Κάποτε, ο Άγγλος συγγραφέας Τζόρτζ Όργουελ, στο μυθιστόρημά του «Η Φάρμα των Ζώων» - που διαπραγματευόταν τη φύση και τη δυναμική των ολοκληρωτικών καθεστώτων- έγραφε: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά υπάρχουν μερικά ζώα που είναι πιο ίσα από κάποια άλλα»: περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά, αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίζει το χαρακτήρα πολλών καθημερινών συνδιαλλαγών μας. Ωστόσο, κανείς δεν φαντάζεται τον εαυτό του ως ρατσιστή. Συχνά, η προσπάθεια που κάνει κάποιος προκειμένου να προστατέψει τα κεκτημένα του από πραγματικούς ή φανταστικούς εξωτερικούς εχθρούς, αγγίζει τα όρια του μίσους και της ξενοφοβίας. Αν το αναλύσουμε, αυτή η αντίδραση δεν είναι παρά προϊόν φόβου κι όμως οδηγεί σε απίστευτες αυθαιρεσίες. Ποια είναι τα όρια των πιο ανομολόγητων φόβων μας, λοιπόν; Και σε ποια ακριβώς στιγμή ο φόβος δίνει τη θέση του στο μίσος;
Οι προκαταλήψεις είναι ως ένα σημείο αναπόφευκτες – όλα ξεκινούν από την ακόλουθη διαπίστωση: τα γνωστικά μας συστήματα είναι περιορισμένης χωρητικότητας. Κατά συνέπεια, το μυαλό μας είναι προγραμματισμένο κι εκπαιδευμένο να κατηγοριοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από το περιβάλλον του για να μπορεί ευκολότερα και πιο αποτελεσματικά να οδηγείται σε αποφάσεις. Η κατηγοριοποίηση αυτή λειτουργεί ως πυξίδα προς πάσα κατεύθυνση. Για να εξελιχθεί όμως μια προκατάληψη σε ρατσιστική συμπεριφορά, τέσσερις παράμετροι χρειάζεται να είναι παρούσες: α) το αρνητικό πρόσημο που συνοδεύει τις αντιδράσεις ενός ανθρώπου και δημιουργεί συγκρουσιακά προβλήματα με το περιβάλλον του β) η υποκειμενικότητα μιας άποψης/θέσης γ) η οργανωμένη της δομή μέσα στο σύστημα του ανθρώπου που τη φέρει δ) το ότι ως θέση τοποθετείται περισσότερο απέναντι σε ομάδες και ομαδικά χαρακτηριστικά και λιγότερο σε φυσικά πρόσωπα και προσωπικά στοιχεία π.χ. η εθνικότητα ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ξεσηκώνουν μεγαλύτερη αντίδραση από τις επιλογές και τα γούστα μας σε καθημερινό επίπεδο. Με άλλα λόγια, ο ρατσισμός δεν είναι απλώς μια ιδέα αλλά μια εκδήλωση συμπεριφοράς αρνητικού χαρακτήρα, μια εκδήλωση μίσους. Η συμπεριφορά αυτή είναι υποκειμενική και βαθειά ριζωμένη μέσα στον άνθρωπο – έχει να κάνει με ολόκληρο το φάσμα της προσωπικότητάς του και επηρεάζει ολόκληρο τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή και τους άλλους. Ο ρατσιστής στρέφεται εναντίον μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων και πιστεύει αμετάκλητα ότι έχει δίκιο να φέρεται ανάλογα, αφού προστατεύει τη δικιά του ομάδα από μια ορατή ή μη, άμεση ή έμμεση εισβολή. Μιλάει πάντα με νούμερα και δεν αναγνωρίζει εξαιρέσεις. Απευθύνεται στην ομαδική ταυτότητα των ανθρώπων και αγνοεί τα ξεχωριστά στοιχεία της προσωπικότητας του άλλου. Η αποστροφή του δεν είναι αναγκαστικά κατάλοιπο μιας αρνητικής εμπειρίας που είχε με κάποιο μέλος ομάδας, αλλά αποτελεί στάση ζωής.
Παραδοσιακά, η ρίζα των προκαταλήψεων φωλιάζει στο παιχνίδι και τους δεσμούς που δημιουργούνται στην παιδική ηλικία: ωστόσο δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως υπάρχουν 2 είδη προκαταλήψεων δηλαδή της παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής. Απλά οι ποιοτικές διαφορές στον τρόπο που άτομα διαφορετικών ηλικιών διαχειρίζονται την πληροφορία πηγάζουν από παιδικά βιώματα. Στα παιδιά, οι προκαταλήψεις μπορούν να μελετηθούν ευκολότερα αλλά με κίνδυνο να θίξουμε οικογενειακές πρακτικές και ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σχετικά με τη γέννηση του ρατσισμού, η ψυχοδυναμική θεωρία μιλάει για εσωτερικές συγκρούσεις οι οποίες αφορούν στην ανατροφή και το μεγάλωμα του παιδιού και συνδέονται με θυμό και αγανάκτηση. Για παράδειγμα, οι αυταρχικοί γονείς απαντούν στις ανάγκες των παιδιών τους με αυστηρότητα ενώ εναντιώνονται στις προσπάθειές τους για αυτονόμηση χρησιμοποιώντας καταχρηστικές συμπεριφορές που ξυπνούν την επιθετικότητα στα παιδιά. Αυτά με τη σειρά τους, κυριευμένα από άγχος και τύψεις για τα συναισθήματά τους, καλλιεργούν μίσος ενάντια στους γονείς ή ενάντια σε άλλες μορφές αυταρχικής εξουσίας. Από την άλλη μεριά, ταυτίζονται με τους δυνάστες γονείς σε σημείο που να στρέφουν το μίσος τους σε πιο αδύναμα πλάσματα, σε μειονότητες, στους άλλους. Από το ρόλο του θύματος περνούν κάποτε στο ρόλο του θύτη, μια διαδικασία που τους επιτρέπει να μετριάσουν το φόβο της τιμωρίας που βίωσαν τα ίδια. Η επανάληψη τέτοιων συμπεριφορών αποκρυσταλλώνει το υλικό από το οποίο είναι πλασμένο το υπερεγώ: απόψεις, αντιδράσεις και ξεσπάσματα των αυταρχικών γονιών οικειοποιούνται από τα παιδιά τους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας κατά τον Freud κατά της παρενόχλησης από τον έξω κόσμο. Η προκατάληψη, ως εκ τούτου, αντανακλά τον ψυχικό μας κόσμο, είναι μια εσωτερική κατάσταση.
Εξάλλου, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα έλλειψης ικανών προτύπων, όπως συχνά συμβαίνει στα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε οικοτροφεία. Η στέρηση θετικών εμπειριών στα πρώτα χρόνια ζωής και η μικρότερη έκθεση σε ερεθίσματα που θα αποθάρρυναν το σχηματισμό στερεότυπων κατηγοριών, μπορεί να επιφέρουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα του κόσμου που «τα απομόνωσε».
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, ο κλάδος της ψυχολογίας που ερευνά τις διομαδικές σχέσεις δέχεται τρεις διαφορετικούς τύπους ανθρώπων που ενεργούν μεροληπτικά: ο συμβατικός (conventional) τύπος, o οποίος είναι ικανοποιημένος από την κοινωνία και την κοινωνική του ζωή αλλά κατέχει ένα σύστημα αξιών δανεισμένο από εξωτερικές πηγές. Ο αυταρχικός (authoritarian) τύπος, ο οποίος εκφράζεται με θυμό, επιθετικότητα και εκδικητικότητα που προέρχονται περισσότερο από εσωτερικές συγκρούσεις και ανάγκες παρά από εξωτερικές, κοινωνικές πιέσεις. Και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, ανήμπορων να διαχειριστούν τις δυσκολίες της ζωής, που θεωρούν τους άλλους υπεύθυνους για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Όλοι οι παραπάνω τύποι ανθρώπων είναι εξίσου προκατειλημμένοι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνουν το μίσος και την αντίδρασή τους στα πράγματα διαφέρει.
Ο Piaget πίστευε πως τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια ζωής του το παιδί έχει προκαταλήψεις, κυρίως εξαιτίας των γνωστικών του περιορισμών. Στη συνέχεια, αυτές οι προκαταλήψεις ακολουθούν ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα χωρισμένο σε στάδια. Μόνο μετά την ηλικία των οκτώ ετών το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως μέλη διαφορετικών κρατών μπορεί να μη μοιράζονται τις ίδιες αντιλήψεις, συνήθειες ή πρακτικές, αλλά είναι πολύ αργότερα (περίπου στην ηλικία των 11 ετών) που το παιδί ξεκινά να αντιλαμβάνεται στις περισσότερες διαστάσεις της την έννοια της χώρας. Για τη δε καλλιέργεια της εντύπωσης ότι μια χώρα υπερέχει σε σχέση με άλλες, απαιτούνται ατέλειωτες ώρες «μπανάλ εθνικισμού» προς τα παιδιά (όπως χαρακτήρισε ο Billig τη διάδοση θρυλικών ιστοριών που εκθειάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μιας ομάδας με στόχο να ενισχύσουν την τυφλή αφοσίωση σε αυτή).
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται ή δεν πρέπει να ανήκουμε σε ομάδες. Όλα τα βάρβαρα αισθήματα καλύπτονται και αμβλύνονται από τους κανόνες και τους νόμους των ομάδων στις οποίες συμμετέχουμε. Αυτές τα οργανώνουν σε ένα κατανοητό, συνεχές σύνολο που μας προφυλάσσει από τη συνειδητοποίηση της ευμετάβλητης φύσης μας (όχι πάντα με επιτυχία, γι’αυτό και εύκολα τα μέλη μιας ομάδας επαναστατούν, σπάνε το συμβόλαιο, καταστρέφουν). Ακόμα κι έτσι όμως αποδεικνύεται η υπαρξιακή «χρησιμότητα» των κοινωνικών ομάδων, μια και από μόνοι τους οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν ούτε στο ελάχιστο να έχουν τις υλικές και ηθικές απολαβές που προσφέρει η συμμετοχικότητα. Επιπλέον, αυτή αναδεικνύει τη σημασία των συμβόλων στη ζωή μας (π.χ. της σημαίας, του χριστιανικού σταυρού) επειδή τα σύμβολα - ως άλλοι κανόνες - μας υπενθυμίζουν τις ευθύνες και υποχρεώσεις μας προς την ομάδα, διαφημίζουν δηλαδή σταθερά τα πράγματα εκείνα που η θηριώδης φύση μας θα έτεινε να ξεχάσει, αλλά που τα έχει ανάγκη για να κρυφτεί της παραφροσύνης.
Ενώ όμως ο ρατσισμός ως συμπεριφορά εξαπλώνεται ραγδαία και καταντάει «κολλητική», από την άλλη μεριά, ο σεβασμός, η αλληλεγγύη και η αποδοχή της διαφορετικότητας ως αρετές, σταδιακά παύουν να διδάσκονται από την οικογένεια, το σχολείο και την κοινότητα, εκείνους δηλαδή τους θεσμούς που είναι υπεύθυνοι για την κοινωνικοποίηση του ατόμου. Πρόκειται για φαύλο κύκλο: Το 1997, οι ερευνητές της κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου Lepore και Brown έγραφαν ότι ο ρατσισμός δεν είναι μια κακιά συνήθεια που πρέπει να διακοπεί, αλλά αποτελεί ένα σύνολο αντιδράσεων ήδη χτισμένων πάνω σε κάποιο ρήγμα της προσωπικότητας, πατάει πάνω στα δικά μας κενά, τις δικές μας παραλείψεις κι απουσίες.
Και το χειρότερο είναι πως η αυτοκριτική έχει καταντήσει πολυτέλεια…
Φωτογραφία: maHidoodi - flickr