Πυκνά συχνά εμφανίζεται στην πολιτική επικαιρότητα το πάγιο αίτημα κάποιων πολιτικών δυνάμεων, κυρίως της αριστεράς, για την εφαρμογή της απλής αναλογικής στη σύνθεση του κοινοβουλίου έναντι της ενισχυμένης που ισχύει σήμερα βάσει του νόμου 3231/2004 "Εκλογή βουλευτών", όπως τροποποιήθηκε από τον 3636/2008.
Το σύστημα αυτό πριμοδοτεί το πρώτο σε ποσοστό κόμμα με 50 επιπλέον βουλευτικές έδρες και δίνει αυτοδυναμία σε όποιον συγκεντρώσει ένα ελάχιστο ποσοστό 40.4% επί των εγκύρων, το οποίο μεταβάλλεται ανάλογα με το ποσοστό που θα λάβουν τα κόμματα που τελικά μένουν εκτός Βουλής.
Αντίθετα, στο σύστημα της Απλής αναλογικής ο αριθμός εδρών που λαμβάνουν οι συνδυασμοί εξαρτάται μόνο από το εθνικό ποσοστό τους, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός τους ανά εκλογική περιφέρεια. Αποτυπώνει λοιπόν ακριβώς τη λαϊκή βούληση αλλά δεν παράγει ισχυρές πλειοψηφίες καθώς με τον πολυκομματισμό είναι σχεδόν αδύνατο κάποιος να συγκεντρώσει το 50%+ των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος.
Παράδειγμα απλής αναλογικής μπορεί κανείς να αναζητήσει στην εκπροσώπηση του Βελγικού κοινοβουλίου (όχι της Γερουσίας, καθώς εκεί το σύστημα μεταβάλλεται).
Οι 150 βουλευτές εκλέγονται κατά αναλογία με το ποσοστό που συγκέντρωσαν. Ενδεικτικά, για κάποια κόμματα στις εκλογές του 2010 ίσχυσαν τα ακόλουθα:
- η «Νέα Φλαμανδική Συμμαχία» με 17,40% εξέλεξε 27 βουλευτές
- Οι «Χριστιανοδημοκράτες» με 10,85% είχαν 17 βουλευτές
- Οι «Φιλελεύθεροι & Δημοκράτες» με 8,64% είχαν 13 κ.ο.κ.
Είναι εμφανές λοιπόν ότι για να δημιουργηθεί κυβέρνηση πλειοψηφίας με αυτό το σύστημα απαιτούνται συνάψεις μετεκλογικών συνασπισμών.
Για την Ελλάδα, σε περίπτωση φημολογούμενης μελλοντικής εφαρμογής της απλής αναλογικής, οι μετεκλογικοί συνασπισμοί είναι μονόδρομος καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι κανένα κόμμα δεν ξεπερνάει το 25%.
Για να εφαρμοστεί λοιπόν ένα τέτοιο σύστημα στην Ελλάδα χρειάζονται δύο προαπαιτούμενα.
Το πρώτο είναι η γένεση μιας «κουλτούρας συνεργασιών». Είτε απλή αναλογική ισχύσει, είτε ενισχυμένη στο μέλλον δεν πρόκειται να δούμε κανένα κόμμα να συγκεντρώνει αυτοδύναμα ποσοστά. Αυτό ίσως μακροπρόθεσμα εξυγιάνει και τη σχέση των κομμάτων με τους ψηφοφόρους τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι εθνικές εκλογές του 2012 έδειξαν τον δρόμο για το πώς θα πρέπει να σκέπτεται κανείς στους μελλοντικούς σχηματισμούς. Αφενός το κόμμα που πλειοψηφεί στον κυβερνητικό συνασπισμό δεν δικαιούται να επιβάλλει κάθε άποψή του στους εταίρους του, αφετέρου τα κόμματα της μειοψηφίας οφείλουν να αντιληφθούν ότι δεν δικαιούται να εκβιάζουν ώστε να εφαρμόσουν πλήρως το πρόγραμμά τους ή έστω περισσότερο από όσα θα αναλογούσε στο ποσοστό τους. Άλλωστε, αν τα προγράμματά τους απηχούσαν τόσο την βούληση του εκλογικού σώματος θα αποτυπώνονταν και στο εκλογικό ποσοστό τους.
Οι παλαιότερες γενεές πολιτικών ίσως δυσκολευτούν να ενταχθούν στη νέα αυτή πραγματικότητα. Οι νεότεροι πολιτικοί οφείλουν να την αποδεχθούν εάν φιλοδοξούν να μετέχουν σε βιώσιμες κυβερνήσεις.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο προαπαιτούμενο, το οποίο δεν είναι θέμα κουλτούρας αλλά νομοθετικής ρύθμισης. Αν ανατρέξει κανείς στους τίτλους ειδησεογραφίας την περίοδο (αρκετά) μετά τις εκλογές θα ενημερωθεί για τους διορισμούς διοικήσεων σε ΔΕΚΟ και δημόσιους οργανισμούς. Ενδεικτικά, αλλά όχι περιοριστικά, αρκετούς μήνες μετά τις εκλογές διορίστηκαν διοικήσεις σε οργανισμούς όπως οι ΟΑΕΔ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΕΛΓΑ, ΟΠΕΚΕΠΕ, ΟΓΑ, ΕΛΟΤ, ΕΤΑΜ, ΙΚΑ, Αττικό Μετρό, ΚΕΚ-ΕΛΤΑ, ΣΤΑΣΥ ΑΕ, ΟΑΣΑ, ΕΦΕΤ, ΓΑΙΟΣΕ, ΕΛΤΑ, Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης, διοικήσεων νοσοκομείων και γραφείων περιφερειακών διευθυντών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, τουλάχιστον 4-5 μήνες προ των εκλογών οι διοικήσεις τέτοιων οργανισμών παύουν στην ουσία να ασκούν καθήκοντα σχεδιασμού και υλοποίησης που άπτονται μακροχρόνιων ή δαπανηρών επενδύσεων και περιορίζονται στα ελάχιστα τρέχοντα για να μην δώσουν λαβή στις επόμενες διοικήσεις να τους κατηγορήσουν για κακοδιαχείριση. Έτσι αθροίζοντας την αδράνεια πριν και μετά τις εθνικές εκλογές έχουμε μια συνολική περίοδο 6-10 μηνών όπου τίποτα σημαντικό δεν προχωράει στο κράτος. Αν δε, υπάρξει παρατεταμένη περίοδος ακυβερνησίας, με επαναληπτικές εκλογές η χρονική αυτή περίοδος αυξάνει αντίστοιχα.
Βεβαιώς και το Βέλγιο διάνυσε στο παρελθόν πολύμηνες περιόδους αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης. Το κράτος όμως λειτουργούσε χωρίς η καθημερινότητα του πολίτη να δυσχεραίνεται πραγματικά. Η Ελλάδα αν πέσει σε σπιράλ ακυβερνησίας λόγω εφαρμογής απλής αναλογικής ή αδυναμίας σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού θα συμπαρασύρει και τις λειτουργίες του κράτους σε αυτή την ανυπαρξία.
Άρα σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι επιβεβλημένη η νομοθετική ρύθμιση που θα διαχωρίζει κυβέρνηση και κράτος. Οι διοικήσεις των ΔΕΚΟ και των κρατικών οργανισμών πρέπει να επιλέγονται με κριτήρια διαφορετικά από τον απλό διορισμό τους από τον εκάστοτε Υπουργό ή πολιτικό γραφείο που βασικό σκοπό έχουν το βόλεμα ημετέρων ή τον ασφυκτικό έλεγχο των δραστηριοτήτων τους. Οι διοικήσεις θα έπρεπε να επιλέγονται μέσω διαγωνισμού ή επετηρίδας με πενταετή θητεία (ώστε να ξεπερνάει την κυβερνητική θητεία και τον εναγκαλισμό της από αυτή), και να τίθενται ξεκάθαροι δείκτες απόδοσης για την κρίση της επιτυχημένης ή μη θητείας.
Η τυχόν εφαρμογή της απλής αναλογικής θα φέρει σίγουρα και περιπτώσεις όπου η ακυβερνησία θα είναι παρατεταμένη. Το να είναι όμως αυτή η ακυβερνησία συνυφασμένη με την ελλειπή λειτουργία του κράτους θα μεγιστοποιήσει απλώς τα μειονεκτήματα ενός τέτοιου εκλογικού συστήματος εις βάρος των όποιων πλεονεκτημάτων όπως η δικαιότερη εκπροσώπηση των πολιτικών κομμάτων στη Βουλή.
Το να συζητάμε λοιπόν έστω για εφαρμογή της απλής αναλογικής χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις δύο προαναφερθείσες αναγκαίες συνθήκες ισοδυναμεί με συνταγή αποτυχίας. Ηθελημένα ή άθελα, διαλέγετε και παίρνετε…