Σε μια κοινοβουλευτική Δημοκρατία οι ψήφοι που θα πάρει κάθε κόμμα στις βουλευτικές εκλογές παίζουν δύο σημαντικούς ρόλους:
1) Εκφράζουν αυτά που πιστεύουν και επιθυμούν οι πολίτες
2) Οδηγούν σε εκλογή βουλευτών και συνακόλουθα σε σχηματισμό κυβέρνησης
Οι πολίτες υποτίθεται ότι έχουν διαμορφώσει άποψη για την ιδεολογία, τις θέσεις, το πρόγραμμα και τα πρόσωπα κάθε κόμματος και θα αποτελεί πολυτιμότατη πληροφορία για τα ίδια τα κόμματα και για την πολιτική ζωή γενικότερα η απήχηση καθενός από αυτά.
Η σύνθεση της βουλής που θα προκύψει και ο σχηματισμός της κυβέρνησης είναι φυσικά κεφαλαιώδους σημασίας, αλλά δεν αποτυπώνουν αναγκαστικά όλες τις απόψεις των πολιτών μιας που η περίφημη «κυβερνησιμότητα» επιτάσσει την υιοθέτηση εκλογικών συστημάτων που θα την εξασφαλίσουν.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι τι θα πρέπει να σκεφτεί ο κάθε ψηφοφόρος:
(3) Να εκφρασθεί ελεύθερα; ή
(4) Να ψηφίσει βάσει «υπολογισμών» περί συνθέσεως της βουλής και κυβερνησιμότητας;
Κατά την προσωπική μου άποψη η μόνη λογική απάντηση είναι η (3).
Ο πολίτης καλείται σπάνια (κάθε 4 χρόνια) να εκφραστεί και αυτή τη δυνατότητα δεν θα πρέπει να απεμπολήσει βάσει υπολογισμών του τύπου: «Ψηφίζω τον Α που δεν μου αρέσει, γιατί θέλω να χάσει ο Β που μου αρέσει ακόμα λιγότερο ή που απεχθάνομαι εντελώς».
Μια τέτοια σκέψη θα είχε κάποια λογική μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανείς που να μας αρέσει περισσότερο από τον Α.
Αν όμως υπάρχει ο Γ που μας αρέσει περισσότερο από τον Α, σ’ αυτόν θα πρέπει να δώσουμε την ψήφο μας, την οποία άλλωστε δικαιούται βάσει ενός άγραφου ηθικού κανόνα της δημοκρατίας που λέει ότι:
«Στις δημοκρατίες οι πολίτες έχουν την εξουσία. Επειδή όμως δεν μπορούν όλοι να την ασκήσουν, εξουσιοδοτούν κάποιον άλλο να τους εκπροσωπήσει. Αυτός ΠΡΕΠΕΙ να είναι όποιος έχει τις ΙΔΙΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ (ή έστω τις πιο κοντινές) με τον εκάστοτε ψηφοφόρο».
Με άλλα λόγια, αν εξουσιοδοτήσουμε διά της ψήφου μας κάποιον που δεν μας εκφράζει, παραβιάζουμε το πολιτικό μας καθήκον αγνοώντας και περιφρονώντας το δημοκρατικό μας ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας μας.
Η απλή αλήθεια είναι ότι κάθε ψηφοφόρος είναι αντιμέτωπος με τη δική του επιλογή και μόνο.
Δεν είναι αυτός, του οποίου η ψήφος θα καθορίσει το μέλλον της χώρας. Μια τέτοια σκέψη βρίσκεται εντός των ορίων της παράνοιας.
Αντίθετα η δική του ψήφος θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη δική του ζωή με την έννοια ότι θα θεωρεί τον εαυτό του συνυπεύθυνο για την κακή διακυβέρνηση της χώρας αν τυχόν έχει ψηφίσει κάποιον, για τον οποίο είχε εξαρχής επιφυλάξεις και αμφιβολίες, αλλά τον ψήφισε διότι...
Ο μόνος λοιπόν τρόπος να μη γίνει «κοψοχέρης» και γεμάτος τύψεις είναι να έχει ψηφίσει αυτόν που τον εξέφραζε καλύτερα. Αν ΕΚΕΙΝΟΣ τον διαψεύσει στη συνέχεια, θα έχει ΕΚΕΙΝΟΣ την ευθύνη και όχι ο ψηφοφόρος που «καλή τη πίστει» τον είχε επιλέξει.
Ένας άλλος λόγος, για τον οποίο είναι ελαφρώς παρανοϊκό το να ψηφίζεις βάσει «υπολογισμών» (της κακιάς ώρας!) και σκοπιμοτήτων πάσης φύσεως, είναι ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τους υπολογισμούς του, γιατί κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τί θα πράξουν τα εκατομμύρια των άλλων ψηφοφόρων.
Ο μόνος λογικά επιτρεπτός τρόπος να βάλεις στο «παιχνίδι» τους άλλους ψηφοφόρους είναι να σκεφτείς τι θα γίνει στην (εντελώς υποθετική – θεωρητική – «για την οικονομία της συζήτησης») περίπτωση που ένας μεγάλος αριθμός (π.χ. οι μισοί) ψηφοφόρων κάνουν ακριβώς αυτό που θα κάνεις εσύ.
Είναι ένας θεωρητικός μεν, αλλά δόκιμος τρόπος να αναλογιστείς τις ευθύνες σου ως πολίτης και ψηφοφόρος.
Αφού λοιπόν λάβουμε υπόψιν ότι το σύστημα στην Ελλάδα είναι "πρωθυπουργοκεντρικό", ξεκινάμε αμέσως την εφαρμογή στην πράξη αυτού του απλού «μοντέλου» σκέψης, συμπληρώνονας κάθε "υπόθεση" με ένα ερώτημα προς τον εαυτό μας: "Θα μου αρέσει κάτι τέτοιο; Αυτό είναι που θέλω;"
Αν ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε πάλι πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα...
Αν ψηφίσουμε Νέα Δημοκρατία και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη...
Αν ψηφίσουμε ΚΙΝΑΛ και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέα πρωθυπουργό τη Φώφη Γεννηματά.
Αν ψηφίσουμε ΚΚΕ και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό το Δημήτρη Κουτσούμπα.
Αν ψηφίσουμε Χρυσή Αυγή και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό το Νίκο Μιχαλολιάκο.
Αν ψηφίσουμε Ελληνική Λύση και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό τον Κυριάκο Βελόπουλο ...(!)...
Αν ψηφίσουμε Ένωση Κεντρώων και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό τον Βασίλη Λεβέντη.
Αν ψηφίσουμε ΜΕΡΑ-25 και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό τον Γιάνη Βαρουφάκη.
Αν ψηφίσουμε Πλεύση Ελευθερίας και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Αν ψηφίσουμε Δημιουργία Ξανά και το 50% των συμπολιτών μας κάνει το ίδιο, θα έχουμε νέο πρωθυπουργό τον Θάνο Τζήμερο.
Οπότε, … διαλέγετε και παίρνετε.΄
Ό,τι θέλει ο λαός!
Το τι θα ψηφίσω εγώ ο ίδιος δεν χρειάζεται να αναφέρω, τουλάχιστον εδώ (!) …
Μιας και αναφέραμε όμως τον Θάνο Τζήμερο θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι πρώτος (και μέχρι στιγμής μόνος) αυτός έχει προτείνει ένα εκλογικό σύστημα, που λύνει το πρόβλημα της «χαμένης ψήφου» πάρα πολύ εύκολα:
Ο κάθε ψηφοφόρος θα έχει δικαίωμα (όχι υποχρέωση) και σε μια δεύτερη κομματική επιλογή. Στην περίπτωση που η πρώτη επιλογή του δεν εξασφαλίσει αρκετές ψήφους ώστε να μπει στη βουλή, η ψήφος του θα μπορεί να πηγαίνει στη δεύτερη επιλογή για εκλογή βουλευτών.
Έτσι ΚΑΙ λαμβάνεται υπόψιν η βούλησή του (γιατί η πρώτη του επιλογή καταγράφεται ως ψήφος) ΚΑΙ δεν κινδυνεύει η κυβερνησιμότητα.
Απλό έ;
Μήπως οι καλές ιδέες αξίζουν καλύτερης τύχης, καθόσον διαφορετικά δεν πρόκειται να γίνουν γνωστές και δεν θα επικρατήσουν ποτέ;
Μήπως η «λογική» της «χαμένης ψήφου» οδηγεί τελικά στον παραλογισμό των χαμένων καλών ιδεών ή καλών ευκαιριών;
Μια απλή ερώτηση κάνω.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο biznews )