Πρόλογος
Με καθυστέρηση πολλών μηνών και αφού αποφασίστηκε τελικά να αντιμετωπιστούν «δυναμικά» οι «συλλογικότητες», που εμπόδιζαν τη διενέργειά τους, ξεκίνησαν οι πλειστηριασμοί ακινήτων πάσης φύσεως από τις τράπεζες.
Οι πλειστηριασμοί ακινήτων και μάλιστα της πρώτης κατοικίας θεωρούνται «αναγκαίο κακό» και πράγματι είναι κάτι δυσάρεστο από κάθε άποψη, χωρίς πάντα να είναι αναγκαίο.
Ίσως μπορούν να βρεθούν και άλλες λύσεις τύπου win-win (ή τουλάχιστον που μοιράζουν τη χασούρα) πριν οδηγηθούν οι τράπεζες και οι οφειλέτες εκεί.
Το άρθρο αυτό επιχειρεί μια ανάλυση του προβλήματος και προτείνει κάποιες λύσεις πριν οδηγηθούν τα πράγματα στην «έσχατη των λύσεων» που αποτελεί ο πλειστηριασμός.
Το χθες, το σήμερα και το αύριο
Οι παλαιότεροι από μας ίσως θυμούνται την εποχή όπου η λέξη «δάνειο» είχε σαφώς αρνητική χροιά. «Αναγκάστηκε να δανειστεί», έλεγαν, υπονοώντας ότι κάποιος είχε περιέλθει σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν ιστορίες και έργα (θεατρικά, λογοτεχνικά κλπ), όπου κάποιος «κακός» εκμεταλλευόταν την ανάγκη φτωχών ανθρώπων και τους απομυζούσε το βιος και τη ζωή με «τοκογλυφικά επιτόκια», ενώ ο ίδιος καλοπερνούσε χωρίς καν να κοπιάζει. «Τοκιστής και σουλατσαδόρος» ήταν έκφραση που είχε κυκλοφορήσει από τότε.
Παράλληλα, στο σχολείο δεν παρέλειπαν να μας εκθειάζουν «τα αγαθά της αποταμιεύσεως» και να μας βάζουν να γράφουμε κάθε χρόνο έκθεση μ’ αυτό το θέμα.
Η νοοτροπία αυτή κυριαρχούσε τουλάχιστον έως το 1973, οπότε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης συνέθεσε και τραγούδησε σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη:
«Οικονομία κάνε και σφίξε τα λουριά
τώρα που είσαι νέος να ’χεις στα γηρατειά.
Οικονομία κάνε, τι θες τα περιττά,
τώρα που είσαι νέος σώρευε τον παρά.
Ομολογίες πάρε, παράς φέρνει παρά
να ’χεις σαν θα γεράσεις όλα σου τα καλά.
Τι θες τώρα να ζήσεις, ζωή είναι και περνά,
όμως σαν θα γεράσεις θα ’χεις παρά με ουρά…»
Φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι,
φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι σου.
Η αντίληψη αυτή καλώς ξεπεράστηκε γιατί είναι προφανώς εσφαλμένη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι σωστή η εντελώς αντίθετη αντίληψη.
Όσο λάθος είναι να απασχολείται κανείς μόνο με το (άγνωστο) αύριο και να παραβλέπει το σήμερα, άλλο τόσο λάθος είναι το να ενδιαφέρεται μόνο για το σήμερα, αγνοώντας το αύριο.
Γιατί απλούστατα, η ζωή συνήθως έχει ΚΑΙ σήμερα ΚΑΙ αύριο. Κατά συνέπεια πρέπει κανείς να φροντίζει και για τα δύο, κάνοντας μια ορθολογική κατανομή των προτεραιοτήτων του.
Επιχειρηματικά – στεγαστικά – καταναλωτικά δάνεια
Τα πιο «υγιή» από ορθολογικής απόψεως είναι προφανώς τα επιχειρηματικά.
Κάποιος που έχει μια (καλή και μελετημένη) ιδέα για να στήσει μια επιχείρηση, αλλά δεν διαθέτει εξ ολοκλήρου το απαραίτητο κεφάλαιο, είναι σωστό να απευθυνθεί σε μια τράπεζα για το σκοπό αυτό. Αν δεν το κάνει και αντίθετα περιμένει να συγκεντρώσει – με οικονομίες – το αντίστοιχο κεφάλαιο, θα υπάρξει καθυστέρηση στην έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και στην όποια παραγωγή πλούτου και θέσεων εργασίας θα προέκυπταν από τη λειτουργία μιας επικερδούς επιχείρησης.
Η τράπεζα από τη δική της μεριά θα έχει κέρδος από τους τόκους του δανείου, για το οποίο αξίζει να αναλάβει ένα μικρό ρίσκο (μικρότερο πάντως από αυτό που παίρνει ο επιχειρηματίας), το οποίο ελαχιστοποιεί εξασφαλίζοντας τις ελάχιστες εγγυήσεις που η ίδια θεωρεί απαραίτητες.
Τα στεγαστικά δάνεια εμφανίζονται λιγότερο απαραίτητα για την οικονομία, μιας και το απαραίτητο αγαθό της στέγης εξασφαλίζεται και με ενοικίαση. Ωστόσο, τόσο ο δανειολήπτης όσο και οι τράπεζες έχουν ισχυρούς λόγους να επιδιώκουν τη σύναψη παρόμοιων δανείων, στα οποία οι τράπεζες έχουν εξασφαλισμένη την εγγύηση των χρημάτων τους με υποθήκη ή προσημείωση του ακινήτου που χρηματοδοτούν. Πέραν αυτού όμως και με δεδομένο ότι πολλά στεγαστικά χορηγούνται για ανέγερση νέων κατοικιών, τα οποία θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν νέος πλούτος με ταυτόχρονη δημιουργία ή διατήρηση θέσεων εργασίας, η όλη διαδικασία είναι και αυτή επωφελής για την οικονομία.
Τέλος, η ύπαρξη περίσσειας κατοικιών (εντός ορίων φυσικά) δημιουργεί συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και μειώνει τα μισθώματα για ενοικίαση σπιτιών.
Τα καταναλωτικά δάνεια, είτε με μορφή δανείων για αγορά αυτοκινήτου ή άλλου αγαθού, είτε ως έκδοση πιστωτικών καρτών, είτε για καθαρά καταναλωτικούς λόγους (του τύπου π.χ. «διακοποδάνεια») απηχούν μια πολύ συζητήσιμη «λογική». Τη λογική δηλαδή ότι η αύξηση της κατανάλωσης (και μάλιστα κάθε είδους) ευνοεί την αύξηση της παραγωγής και τη δημιουργία πλούτου.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα κατά της λογικής αυτής, τα οποία θα εκτεθούν σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, αμέσως παρακάτω
Η μάστιγα των καταναλωτικών δανείων
Η λογική για οποιονδήποτε δανεισμό έχει δύο σκέλη:
Α) Ο δανεισμός υπαγορεύεται από ουσιαστικές και πραγματικές ανάγκες.
Β) Μακροπρόθεσμα συμφέρει οικονομικά
… … …
(Α) Η ίδρυση ή η επέκταση μιας επιχείρησης (μετά από επαρκή «μελέτη σκοπιμότητας - βιωσιμότητας» φυσικά) μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστική έως «υπαρξιακή» ανάγκη ενός επενδυτή.
Το ίδιο συμβαίνει προφανώς και με την κατοικία.
Δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο με τις λεγόμενες «καταναλωτικές ανάγκες», που είναι αδύνατο να προσδιοριστούν ή να οριοθετηθούν. Στην πράξη είναι πλασματικές και «δημιουργούνται» εκ του μη όντος για λόγους που όλοι γνωρίζουμε.
(Β) Είναι αυτονόητο το οικονομικό συμφέρον για την ίδρυση μιας υγιούς επιχείρησης με τη βοήθεια δανεισμού.
Λιγότερο προφανής, αλλά πάντως λογικός είναι ο δανεισμός για απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας, μιας που αποφεύγεται το ενοίκιο, ενώ με λίγα παραπάνω χρήματα αποκτά κάποιος ένα περιουσιακό στοιχείο. Αρκεί αυτό να καλύπτει τις στεγαστικές και μόνο ανάγκες και το τοκοχρεολύσιο να βρίσκεται μέσα στις οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη.
Στην περίπτωση του καταναλωτικού δανείου (ή χρήσης πιστωτικής κάρτας), ο δανειολήπτης αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες που δεν έχει ανάγκη και μάλιστα ακριβότερα, λόγω των (πολύ υψηλών) τόκων. Κυριολεκτικά «πετάει τα λεφτά του», υποθηκεύοντας συγχρόνως τη δυνατότητα να καλύψει πραγματικές μελλοντικές του ανάγκες. Αντί για περιουσιακό στοιχείο, το μόνο που αποκτά είναι ένα οικονομικό βάρος μακράς διαρκείας.
Οι προφανείς αυτές αλήθειες και η στοιχειώδης λογική, πάνω στην οποία στηρίζονται αποτελούσαν ωστόσο «τυφλό σημείο» κατά την εποχή της «ανάπτυξης», από τις τότε κυβερνήσεις, από οικονομολόγους, αλλά και από τις ίδιες τις τράπεζες.
Οι κυβερνήσεις θεωρούσαν ότι τέτοιου είδους δανειοδοτήσεις αποτελούν παράγοντα ανάπτυξης, για την οποία θα καμάρωναν και την οποία θα επεδείκνυαν ως απόδειξη της οικονομικής τους «επιτυχίας». Επιπλέον θα κρατούσαν ικανοποιημένη μια μεγάλη μάζα ψηφοφόρων.
Αρκετοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι οποιαδήποτε συναλλαγή (ακόμα και η καθαρή σπατάλη!) είναι επωφελής για την οικονομία γενικώς. Τον παράγοντα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών (και του κράτους γενικότερα) πολύ λίγο – και πολύ λίγοι – θεωρούσαν σοβαρή απειλή.
Οι ίδιες οι τράπεζες είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα προσφοράς δανείων μέσω διαφήμισης και τηλεφωνημάτων προς υποψήφιους δανειολήπτες, ακόμα και με τη βοήθεια ιδιωτικών επιχειρήσεων που προωθούσαν τις προσφορές αυτές. Η διασφάλιση της επιστροφής των χρημάτων που δάνειζαν ουδόλως τις απασχολούσε. Ένα «εκκαθαριστικό» της εφορίας ήταν πολλές φορές το μόνο που ζητούσαν.
Ο σχετικός ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών έφθανε στο σημείο να «δελεάζουν» τους οφειλέτες με δάνεια για αποπληρωμή των δανείων άλλων τραπεζών…
Όταν το 2008 τέλειωσαν τα ψέματα και έσκασαν οι πρώτες «φούσκες» στις Η.Π.Α. και διεθνώς, ξεκίνησε μια διαδικασία «συμμαζέματος», αλλά ήταν πλέον αργά τόσο για τις ίδιες, όσο και για τους οφειλέτες.
Γενικές αρχές για τη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ευθύνη τόσο οι οφειλέτες όσο και οι ίδιες οι τράπεζες. Τις ευθύνες λοιπόν πρέπει να αναλάβουν και τα δύο μέρη.
Κατά συνέπεια κανένα από τα δύο αυτά μέρη δεν πρόκειται και δεν πρέπει να βγει χωρίς ζημίες από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και όλοι θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι κάτι να χάσουν.
Το ζητούμενο είναι να χάσουν το ελάχιστο δυνατό και να μην καταστραφεί κανείς.
Όλοι πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν και να παράγουν προσφέροντας στην οικονομία ό,τι μπορεί ο καθένας.
Οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν και να συνεχίσουν – ή να ανακτήσουν – τον ουσιαστικό τους ρόλο: Να συλλέγουν – και να εξασφαλίζουν – τις αποταμιεύσεις και τα κεφάλαια και να αρχίσουν πάλι να χορηγούν δάνεια, υπό διαφορετικούς όρους φυσικά και κυρίως σε επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις που χρεωστούν, πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν εφόσον μπορούν να επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί μετά την κρίση με όσες προσαρμογές κριθούν αναγκαίες φυσικά.
Τα σπίτια που αποκτήθηκαν με στεγαστικά δάνεια θα πρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν και να λειτουργούν ως σπίτια. Δεν είναι λογικό να παραμένουν κενά μετά την ενδεχόμενη κατάσχεσή τους από τις τράπεζες και την απομάκρυνση των έως τότε ιδιοκτητών – δανειοληπτών.
Οι λήπτες καταναλωτικών δανείων πάσης φύσεως πρέπει φυσικά να αποπληρώνουν ό,τι περισσότερο μπορούν από τα οφειλόμενα, χωρίς όμως να εξοντωθούν οικονομικά και ψυχολογικά, καθιστάμενοι και αυτοί ανίκανοι να προσφέρουν στην κοινωνία και την οικονομία της.
Αυτά ισχύουν φυσικά για καλόπιστους δανειολήπτες που για τους γνωστούς πλέον λόγους δεν μπορούν – μολονότι θα το επιθυμούσαν – να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Η μεταχείριση (της μειοψηφίας) των λεγομένων «στρατηγικών κακοπληρωτών» αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε.
Η «καλή πίστη» (με την ηθική, αλλά και με την… τραπεζική έννοια) είναι λοιπόν προϋπόθεση για μια δίκαιη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων», υπό την έννοια ότι – με την προϋπόθεση ότι κάτι θα χάσουν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη – κανείς δεν θα πρέπει να «ρίξει» τον άλλον εκμεταλλευόμενος μια (ενδεχόμενη, αλλά και αμφισβητούμενη) πλεονεκτική του θέση.
Στα πλαίσια της καλής πίστης λοιπόν, θα πρέπει να αναθεωρηθεί δραστικά και ριζοσπαστικά το επιτόκιο δανεισμού, το οποίο θα πρέπει να αναθεωρηθεί αναδρομικά σε κάτι ανάμεσα στο συμβολικό 0,05% (που αντιστοιχεί στην απευθείας χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις) και το επιτόκιο του ELA (με το οποίο δανείζει η ΕΚΤ τις τράπεζες) που κυμαίνεται γύρω στο 2% [5].
Το επιτόκιο δανεισμού αποτελεί τον κύριο μηχανισμό, με τον οποίο κερδίζουν οι τράπεζες. Εδώ όμως δεν μιλάμε για προσδοκία κέρδους, αλλά για προσπάθεια μείωσης της ζημιάς και για επιβίωση τόσο των δανειοληπτών όσο και του τραπεζικού συστήματος. Το επιτόκιο λοιπόν δεν πρέπει να θεωρείται πλέον «ταμπού» και η αναδρομική του αναθεώρηση μπορεί να αποδειχτεί ένα χρήσιμο εργαλείο για δίκαιες και αμοιβαίως επωφελείς ρυθμίσεις.
Σε σχέση με τα επαγγελματικά δάνεια, που για λόγους προφανείς πρέπει να ρυθμιστούν κατά προτεραιότητα και χωρίς να κλείνουν οι επιχειρήσεις, υπάρχουν πολλές και αξιόλογες προτάσεις από αρμοδιότερους εμού (π.χ. [3]).
Θα αρκεστώ λοιπόν σε προτάσεις που αφορούν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια.
Προτάσεις για μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια
Ξεκινάμε από την ευνόητη (δυστυχώς όχι αυτονόητη για κάποιους) θέση ότι δεν δικαιούται κανείς να διαμένει δωρεάν σε ένα ακίνητο, για το οποίο δεν καταβάλλει τίμημα, ούτε ως ενοίκιο, ούτε ως τοκοχρεολύσιο.
Η «αρχή», που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» περιβάλλεται μεν από επίχρισμα «ηθικής», αλλά στην πραγματικότητα είναι εντελώς ανήθικη και ισοδυναμεί με εξαπάτηση ή κλοπή.
Κάθε πολιτισμένη κοινωνία έχει καταρχήν υποχρέωση να μην αφήνει κανένα μέλος της «στο δρόμο», αλλά από αυτό το σημείο μέχρι κάποιος να έχει σφετεριστεί ένα σπίτι που δεν του ανήκει, υπάρχει τεράστια διαφορά.
Στο κάτω – κάτω ο «τραπεζίτης» έχει «στα χέρια» του το ακίνητο μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, μιας και από νομική άποψη θεωρείται εξαρχής ιδιοκτήτης του.
Οι περιπτώσεις λήψης στεγαστικού δανείου από (καλόπιστους) δανειολήπτες και ο χρόνος, κατά τον οποίο ξεκινάει η αδυναμία ανταποκρίσεως κάθε δανειολήπτη στις δανειακές του υποχρεώσεις είναι πάρα πολλές και καθεμιά από αυτές θα πρέπει να εξετάζεται και να αξιολογείται χωριστά.
Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές:
- Λήψη στεγαστικού δανείου «για να γλυτώσει από το νοίκι» και «για να του μείνει κάτι στο τέλος για να αφήσει στα παιδιά του», με υποχρεώσεις αντίστοιχες με τις δυνατότητες που είχε κατά το χρόνο λήψης του δανείου
- Για τους ίδιους παραπάνω λόγους, αλλά με υποχρεώσεις ανώτερες από τις δυνατότητές του, λόγω κακού υπολογισμού ή υπερβολικής «αισιοδοξίας για το μέλλον»
- Στεγαστικό δάνειο για πρώτη κατοικία, για δεύτερη (αστική) κατοικία, για δευτερεύουσα (εξοχική) κατοικία, ή ακόμη και για επαγγελματική στέγη.
- Περιπτώσεις που έχει ανταποκριθεί στο δάνειο για ελάχιστο ποσοστό του συνολικού χρόνου αποπληρωμής ή που δεν έχει πληρώσει σχεδόν τίποτα
- Περιπτώσεις που ήταν συνεπής για μεγάλο ποσοστό (π.χ. άνω του μισού) του χρόνου αποπληρωμής.
- Κλπ, κλπ
Σε όλες τις περιπτώσεις, σημαντικούς παράγοντες αποτελούν τόσο η τωρινή οικονομική δυνατότητα του δανειολήπτη όσο και η σημερινή αξία του ακινήτου.
Οι τράπεζες έχουν ήδη εκπονήσει σχέδια και έχουν επεξεργαστεί διάφορες στρατηγικές για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων [4] έχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι πλειστηριασμοί αποτελούν έσχατο μέσο, από το οποίο θα βγουν χαμένες ούτως ή άλλως για τους εξής λόγους:
1) Τα ακίνητα, που θα περιέλθουν στη διάθεσή τους, αποτελούν ένα αμφιβόλου αξίας και χρησιμότητας «ενεργητικό», για το οποίο δεν γνωρίζουν ούτε πότε, ούτε πώς, ούτε με τι τίμημα θα ρευστοποιήσουν.
2) Η σημερινή αξία του ακινήτου αποτελεί ποσοστό (πολλές φορές μικρό) της τότε αξίας και της αρχικής χρηματοδότησης.
3) Από τη στιγμή που ξεκινάει η διαδικασία πλειστηριασμού μέχρι να ολοκληρωθεί παρέρχεται διάστημα πολλών μηνών ή και ετών εις βάρος της τράπεζας.
Σε όσα μέσα είναι ήδη διαθέσιμα για ρυθμίσεις και αποφυγή πλειστηριασμών έχω να προσθέσω τα εξής επιπλέον, τα οποία δεν είναι τόσο γνωστά ή δεν τα έχουν σκεφτεί ακόμα:
Ανταλλαγή του παρόντος ακινήτου με άλλο μικρότερης αξίας, το οποίο βρίσκεται ήδη στην κατοχή της τράπεζας.
Η ιδέα αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι ο μεν οφειλέτης δεν «πετιέται στο δρόμο» ούτε μένει τελικά χωρίς σπίτι, η δε τράπεζα ότι απαλλάσσεται από ένα «κόκκινο δάνειο» αποκτώντας ένα ακίνητο μεγαλύτερης αξίας, το οποίο ενδεχομένως να είναι πιο εμπορεύσιμο.
Για να είναι η συναλλαγή δίκαιη και συμφέρουσα για τον οφειλέτη, θα πρέπει:
- Το «κεφάλαιο» για την αγορά του μικρότερης αξίας ακινήτου, να υπολογιστεί από τα ποσά που έχει έως τώρα καταβάλει ο οφειλέτης ως «απόσβεση κεφαλαίου» βάσει ενός αναθεωρημένου μικρότερου επιτοκίου (βλ. παραπάνω) και βάσει της παραδοχής νέου - αναθεωρημένου χρόνου αποπληρωμής του αρχικού δανείου από την ημερομηνία σύναψης της αρχικής σύμβασης μέχρι την τωρινή ημερομηνία. Ως γνωστόν, κατά τα πρώτα χρόνια του δανείου οι τόκοι είναι περισσότεροι σε σχέση με το κεφάλαιο (με σταθερό το τοκοχρεολύσιο), ενώ τα τελευταία χρόνια το χρεολύσιο αποτελείται κυρίως από το εξοφλούμενο κεφάλαιο.
- Να υπάρχει για τον οφειλέτη δυνατότητα επιλογής του νέου ακινήτου από τα διαθέσιμα της τράπεζας.
- Αν το νέο φθηνότερο ακίνητο αποδεικνύεται (με αντικειμενικά κριτήρια) μικρότερης αξίας από το έως τότε καταβληθέν κεφάλαιο συν τη «διαφορά ενοικίου», η τράπεζα είτε θα επιστρέφει χρήματα, είτε θα απαλλάσσει από το αντίστοιχο ποσό άλλο τυχόν δάνειο – π.χ. καταναλωτικό – του οφειλέτη ή άλλου προσώπου που θα υποδεικνύει ο οφειλέτης.
Για να είναι η συναλλαγή δίκαιη και συμφέρουσα για την τράπεζα, θα πρέπει:
- Τα έτη, κατά τα οποία ο οφειλέτης διέμενε στο μεγαλύτερης αξίας ακίνητο να τον επιβαρύνουν με ένα ποσό που θα αντιστοιχεί σε «διαφορά ενοικίου» ανάμεσα στο «ακριβό» και το «φτηνό» σπίτι
- Αν το νέο φθηνότερο ακίνητο αποδεικνύεται (με αντικειμενικά κριτήρια) μεγαλύτερης αξίας από το έως τότε καταβληθέν κεφάλαιο συν τη «διαφορά ενοικίου», η τράπεζα θα χορηγεί νέο δάνειο – με μικρότερο φυσικά χρεολύσιο – με επιτόκιο στεγαστικού δανείου και με αυστηρά αυτή τη φορά τραπεζικά κριτήρια, ώστε η εξυπηρέτησή του να είναι δυνατή βάσει των οικονομικών στοιχείων του οφειλέτη.
- Είναι προς το συμφέρον των τραπεζών να συνεργάζονται και, αν χρειάζεται, να ανταλλάσσουν ακίνητα ώστε να βρεθεί το κατάλληλο (μικρότερης αξίας) ακίνητο για τον οφειλέτη.
Προτάσεις για μη εξυπηρετούμενα καταναλωτικά δάνεια
Γι’ αυτή την κατηγορία δανείων, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:
- Πολλοί δανειολήπτες είχαν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες από περισσότερες από μία τράπεζες
- Πολλοί από τους δανειολήπτες δεν έχουν στην κατοχή τους άλλα περιουσιακά στοιχεία για να ανταλλάξουν πέραν των μηνιαίων αποδοχών τους, εφόσον φυσικά υπάρχουν…
Βάσει των παραπάνω λοιπόν προτείνονται τα εξής:
- Οι τράπεζες ιδρύουν από κοινού μια «τράπεζα ειδικού σκοπού» (ΤΕΣ), στην οποία μεταφέρουν όλες τις απαιτήσεις τους από καταναλωτικά μη επαρκώς εξυπηρετούμενα δάνεια και στην οποία μετέχουν αναλόγως του συνολικού μεταφερομένου σ’ αυτήν ποσού.
- Έτσι ο δανειολήπτης έχει να κάνει μόνο με την ΤΕΣ, στην οποία πλέον έχουν μεταφερθεί οι συνολικές οφειλές του και η οποία με τη σειρά της φροντίζει να τις ρυθμίσει συνολικά λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, στον οποίο οφείλει να αφήνει ένα περιθώριο να ζει με στοιχειώδη άνεση και αξιοπρέπεια μετά τη μηνιαία καταβολή του νέου (ενιαίου και συνολικού) χρεολυσίου. Το επιτόκιο για το νέο αυτό δάνειο πρέπει να είναι το μικρότερο δυνατό έως και μηδενικό.
- Αν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε στη νέα αυτή συνολική ρύθμιση, αλλά έχει στην κατοχή του κάποια ακίνητη περιουσία, που δεν του αποφέρει εισόδημα, η ΤΕΣ υποχρεούται να την αγοράσει στην αντικειμενική της αξία, ώστε να καταστεί το χρέος του δανειολήπτη εξυπηρετήσιμο και βιώσιμο.
- Αν, μετά από όλες τις προσπάθειες ρύθμισης, προκύπτει χρεολύσιο που ο δανειολήπτης και πάλι αδυνατεί να πληρώσει, «παγώνει» το τμήμα του χρέους, που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και πλέον ο δανειολήπτης ρυθμίζει και πληρώνει μόνο για το υπόλοιπο.
Το «παγωμένο» τμήμα του χρέους μπορεί να διεκδικηθεί και πάλι από την ΤΕΣ μόνο στην περίπτωση που αλλάζει προς το καλύτερο η οικονομική δυνατότητα του δανειολήπτη. Διαφορετικά επιβαρύνει πλέον τους κληρονόμους του και αν οι τελευταίοι αποποιούνται την κληρονομιά, διαγράφεται οριστικά.
- Όσα εισπράττει η ΤΕΣ από τον δανειολήπτη αποδίδονται στις αρχικές τράπεζες κατά μέρη ανάλογα με τα αρχικά ποσά των υπολοίπων των δανείων, που της είχαν μεταφέρει.
Τα πλεονεκτήματα της πρότασης είναι:
- Ο δανειολήπτης αποκτά πολύ περισσότερες δυνατότητες να ξαναγίνει «συνεπής» στις υποχρεώσεις του, ρυθμίζοντας ανάλογα τον τρόπο ζωής του με ό,τι ευεργετικό αυτό συνεπάγεται για την αξιοπρέπειά του και για την ποιότητα της ζωής του.
- Οι τράπεζες μειώνουν στο ελάχιστο τα σχετικά έξοδα για τη διεκδίκηση των οφειλομένων (δικαστικά κλπ) και παράλληλα εισπράττουν το μέγιστο δυνατό των ποσών, που προσδοκούσαν να εισπράξουν βάσει της αντικειμενικής πραγματικότητας.
- Έτσι, απαλλάσσονται από το βάρος των «κόκκινων δανείων» υπό την έννοια ότι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τη δική τους οικονομική κατάσταση με όποια ευεργετική συνέπεια αυτό θα έχει για τον περαιτέρω σχεδιασμό τους.
Επίλογος
Ο τίτλος του άρθρου είναι εμπνευσμένος από τους στίχους ενός πασίγνωστου τραγουδιού του Μίμη Πλέσσα («Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες…» σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη), αλλά αναφέρεται προφανώς στη διακυβέρνηση της χώρας από τους «πράσινους» και τους «γαλάζιους», η απερισκεψία, ελαφρότητα και λαϊκισμός των οποίων δημιούργησαν τη γνωστή χρεοκοπία της χώρας και την αντίστοιχη χρεοκοπία των νοικοκυριών, της οποίας τα «κόκκινα δάνεια» αποτελούν μια βασική παράμετρο.
Από την άλλη μεριά, οι «κόκκινοι» που ήρθαν υποσχόμενοι να «διορθώσουν» (!) την κατάσταση την επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο.
Σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, επέλεξαν να υποσχεθούν «σεισάχθεια», απλώς γιατί έτσι τους βόλευε και επειδή προφανώς η υπόσχεση αυτή «πουλούσε» ιδιαίτερα στους αφελείς εκείνους που έσπευσαν να τους πιστέψουν.
Ωστόσο, η ίδια η «σεισάχθεια» (που είχε νομοθετήσει ο Σόλων γύρω στο 590 π.Χ.) δεν σήμαινε διαγραφή των χρεών, αλλά απλώς ένα (γενναίο) εξορθολογισμό τους. Το μόνο που κατάργησε η Σόλων ήταν η υποδούλωση των Αθηναίων πολιτών που χρεωστούσαν σε κάποιους πλούσιους δανειστές [6].
Βλέποντας λοιπόν ότι «σεισάχθεια», όπως οι ίδιοι την κατανοούσαν, είναι εντελώς ανέφικτη και ανεδαφική, αυτοί που κυβερνούν σήμερα στέκονται αμήχανοι μπροστά στο σοβαρότατο πρόβλημα μη τολμώντας να προχωρήσουν σε μια λύση λόγω τού γνωστού και διαχρονικού φόβου για «πολιτικό κόστος» και των αριστερών αγκυλώσεων σε ό,τι αφορά τους «κακούς» τραπεζίτες και το «κεφάλαιο».
Βρισκόμαστε ήδη μερικές… χιλιετίες μετά την εποχή του Σόλωνα και αυτονόητα δεν μπορούν σήμερα να εφαρμοστούν οι συνταγές εκείνης της εποχής.
Ωστόσο, η αρχική ιδέα έχει την αξία της και αφορά τον εξορθολογισμό και την όσο γίνεται πιο ισόρροπη κατανομή των απωλειών (που ούτως ή άλλως θα υπάρχουν) ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή ανάμεσα στους δανειστές και τους δανειολήπτες.
Και αυτό είναι δίκαιο: Για τη σημερινή κατάσταση ευθύνονται αμφότεροι.
Και τα δύο λοιπόν μέρη πρέπει να ζημιωθούν όσο γίνεται πιο «δίκαια» χωρίς όμως να καταστραφούν.
Γιατί η καταστροφή οποιουδήποτε δεν συμφέρει κανένα. Καθόσον όλοι έχουν κάτι να προσφέρουν στην κοινωνία και η κοινωνία πρέπει να εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις ώστε όλοι να μπορούν να συνεχίζουν να προσφέρουν.
Και μιας και καταλήξαμε να μνημονεύσουμε τον Σόλωνα, αξίζει να θυμηθούμε κάποια αποφθέγματα του σπουδαίου αυτού σοφού ανδρός:
· Απορίαν γαρ δει βοηθείν, ουκ αργίαν εφοδιάζειν. (Πρέπει να βοηθούμε τους φτωχούς, όχι να ενισχύουμε τους τεμπέληδες).
· Έργμασιν εν μεγάλοις, πάσιν αδείν χαλεπόν. (στα μεγάλα έργα είναι δύσκολο να είναι όλοι ευχαριστημένοι)
· Τοσούτω διαφέρει η φρόνησις των άλλων αρετών, όσω η όρασις των άλλων αισθήσεων.
Βενιεράτος Διονύσης
Ομότιμος Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της "Δημιουργίας Ξανά"
Αναφορές
[2] http://www.mixanitouxronou.gr
[4] http://www.naftemporiki.gr
[6] https://el.wikipedia.org/wiki/Σεισάχθεια
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Marketnews.gr. Η εικόνα προέρχεται από την ίδια πηγή]