{Από το Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας:
διαπραγμάτευση η [δiapraγmátefsi] : 1.συζήτηση, συνεννόηση που γίνεται με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κάτι.}
Μία από τις κυρίαρχες προεκλογικές υποσχέσεις της παρούσας κυβέρνησης υπήρξε η πρόθεσή της να κάνει «σκληρές» διαπραγματεύσεις με τους Εταίρους – Δανειστές (πρώην «Τρόϊκα» και νυν «Θεσμούς»), ώστε να καταλήξουμε σε μια «αξιοπρεπή» συμφωνία (η οποία όμως δεν θα αποκαλείται «μνημόνιο συνεργασίας» (1)).
Ας εστιάσουμε τώρα την προσοχή μας στους δύο όρους:
«Σκληρές διαπραγματεύσεις»: Πότε οι διαπραγματεύσεις γίνονται «σκληρές»;
Πέρα από την πολιτική ερμηνεία του όρου, ο οποίος επιθυμεί να υποδηλώνει «λεβεντιά», «θάρρος» και «πατριωτισμό», σε υποσημαινόμενη έως και σαφώς εκφραζόμενη αντίθεση με ό,τι υποτίθεται ότι συνέβαινε παλιότερα, όταν είχαμε «υποχωρητικότητα» έως και «δουλικότητα» στις «απαιτήσεις» των δανειστών, ας εξετάσουμε την ουσία του όρου, αν υπάρχει τέτοια.
Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να διακρίνουμε 3 κατηγορίες διαπραγματεύσεων:
1) Κανονικές διαπραγματεύσεις με καλή πίστη.
Εδώ τα διαπραγματευόμενα μέλη υποτίθεται ότι έχουν ένα κοινό στόχο, στον οποίο συμφωνούν αμφότερα. Εν προκειμένω, ο κοινός στόχος είναι να εξέλθει η Ελλάδα από τον αποκλεισμό που υφίσταται από τις «αγορές», οι οποίες δεν της δανείζουν χρήματα και να επανέλθει σε τροχιά πραγματικής ανάπτυξης (με αύξηση του παραγομένου προϊόντος φυσικά), αφού προηγουμένως έχει αποφύγει τον κίνδυνο στάσης πληρωμών ή χρεοκοπίας με δυσάρεστες έως ολέθριες συνέπειες και εξόδου από τη ζώνη του κοινού νομίσματος (με επίσης κακές συνέπειες). Οι δανειστές έχουν επιπλέον δύο εύλογους στόχους: Πρώτον να πάρουν κάποτε πίσω τα χρήματά τους και δεύτερον, να μην εγκαινιάσουν ένα κακό προηγούμενο, το οποίο θα είχε δυσμενείς συνέπειες για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα.
Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, τα διαπραγματευόμενα μέρη συζητούν καλοπροαίρετα τις καλύτερες δυνατές προτάσεις (που δεν μπορεί να έχουν άλλη μορφή από προτάσεις για κάποιες δράσεις ή Αλλαγές ή Μεταρρυθμίσεις), ώστε να βρεθούν οι καλύτερες δυνατές μεταξύ των λύσεων που (πάλι μετά από μελέτη) φαίνονται εφαρμόσιμες.
Στην προκειμένη περίπτωση: Η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει τα συγκεκριμένα λάθη που διέπραττε επί πολλά χρόνια, ώστε να φθάσει στο σημείο να έχει ανάγκη από τους δανειστές, εκφράζει σαφή πρόθεση να αλλάξει συμπεριφορά και προτείνει συγκεκριμένες αλλαγές. Ακριβώς το ίδιο κάνουν και οι δανειστές: Εντοπίζουν και επισημαίνουν τα λάθη προτείνοντας και αυτοί αλλαγές.
Εάν τα συμπεράσματα για αλλαγές των δύο πλευρών συμπίπτουν, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Η συμφωνία κλείνει αμέσως.
Το ανάλογο συμβαίνει στο ποσοστό εκείνο των μεταρρυθμίσεων που συμφωνούνται από κοινού. Οι συζητήσεις πλέον περιορίζονται στο υπόλοιπο ποσοστό, στο οποίο έχουν εντοπισθεί διαφωνίες.
Εδώ δύο παρατηρήσεις:
1α) Οι προτάσεις θα έπρεπε να είναι επαρκώς τεκμηριωμένες και μελετημένες ως προς την εφαρμοσιμότητά τους και ως προς τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τους. Για τον σκοπό αυτό θα ήταν λογικό να αναζητούνται ειδικοί εμπειρογνώμονες από όλο τον κόσμο, για να πουν τη γνώμη τους και μάλιστα σε αντιπαράθεση στα πλαίσια ενός Διεθνούς Συνεδρίου.
1β) Οι αμέσως ενδιαφερόμενοι, δηλαδή κατεξοχήν οι Έλληνες πολίτες και κατά δεύτερο λόγο οι λοιποί Ευρωπαίοι, θα έπρεπε να είναι ενήμεροι σε όλες τις φάσεις των διαπραγματεύσεων. Και εκεί που έχει επέλθει συμφωνία και εκεί που έχουν «κολλήσει». Μόνο καλό θα μπορούσε να βγει από κάτι τέτοιο.
2) «Υποχωρητικές» ή «κατ’επίφασιν» διαπραγματεύσεις.
Εδώ ο «Ισχυρός»(δηλαδή ο δανειστής) προβαίνει σε μία Λίστα Απαιτήσεων για Μεταρρυθμίσεις (λιγότερο ή περισσότερο, πάντως όχι πλήρως μελετημένες και τεκμηριωμένες) και την παρουσιάζει στον «Αδύναμο» (δηλαδή τον δανειζόμενο), ως προϋπόθεση για να του χορηγήσει την αιτούμενη βοήθεια (τα περίφημα «μνημόνια» 1 και 2).
Ο δανειζόμενος την αποδέχεται, ή δηλώνει ότι την αποδέχεται με κάποιες ενδεχομένως αντιπροτάσεις για τροποποιήσεις (τα περίφημα «ισοδύναμα μέτρα»). Στην πράξη όμως μπορεί να υπονομεύει τις προτάσεις ή «επιβολές» των δανειστών, είτε γιατί δεν τις πιστεύει, είτε διότι κάποιες από τις προτάσεις αυτές προσκρούουν σε δικά του «συμφέροντα», όπως εκείνος τα αντιλαμβάνεται.
Στη δική μας περίπτωση, αυτή υπήρξε λίγο – πολύ η στάση των προηγουμένων ελληνικών κυβερνήσεων. Ελάχιστη έως καθόλου συμμετοχή στην εκπόνηση των «μνημονίων», διαρκής «άμυνα», στην εκπλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων, ανεπαρκής διάθεση για βαθιές και ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα κτυπούσαν τα προβλήματα στη ρίζα τους.
Στο τέλος, φθάσαμε και σε μία «εθνική επιτυχία»: Οι «παντογνώστες» και ενίοτε υπερόπτες έως αλαζόνες Δανειστές αποδείχτηκαν «κουτόφραγκοι», μιας και εκταμίευσαν πάνω από το 95% της χρηματοδότησης με σχεδόν ανέπαφο το «πελατειακό κράτος» και όλες τις δομές που είχαν φέρει τη χώρα μας στην καταστροφή.
Τα αποτελέσματα αυτής της «επιτυχίας» τα γνωρίζουμε όλοι από πρώτο χέρι και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση…
Σε πολιτικό όμως επίπεδο, οι μεν «δικοί μας» διαπραγματευτές ηττήθηκαν πανηγυρικά στις εκλογές (που όμως δεν έπρεπε να γίνουν για πολλούς λόγους, τους οποίους έχω αναλύσει αλλού), οι δε Δανειστές βλέπουν με ανησυχία την όλη προσπάθειά τους, που συνοδεύτηκε με καμπόσα δις Ευρώ, να κινδυνεύει να χαθεί από τα καπρίτσια των διαδόχων των πρώην «συνομιλητών» τους, την επικράτηση των οποίων στις εκλογές, όπως και την «ποιότητά» τους, έπρεπε να περιμένουν και να έχουν δεόντως προετοιμαστεί και αντιδράσει εγκαίρως.
3) «Σκληρές» διαπραγματεύσεις.
Ο όρος δεν υπάρχει στα λεξικά, έτσι ώστε να ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει. Η δική μου ερμηνεία είναι ότι «σκληρές» είναι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε μέρη που στην ουσία είναι αντίπαλοι. Όπως λογουχάρη, ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους, καθένας από τους οποίους θα προτιμούσε αναφανδόν να μην υπάρχει καν ο άλλος.
«Σκληρές» διαπραγματεύσεις γίνονται υπό τις συνθήκες αυτές για να επιτευχθεί το «μη χείρον» για κάθε πλευρά και όχι το «βέλτιστον», το οποίο θα είναι σε όφελος και των δύο πλευρών. Κάθε κέρδος της μιας πλευράς αντιπροσωπεύει μια απώλεια της άλλης. Οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονται στην ουσία υπό καθεστώς αμοιβαίων εκβιασμών.
Ακόμη και αν, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, επιτευχθεί κάποια συμφωνία, αυτή θα είναι ασταθής και αντιπαραγωγική, καθόσον κάθε πλευρά θα επιδιώκει σε κάθε ευκαιρία να ανακτήσει τις δικές της «απώλειες».
Από τα παραπάνω, είναι πλέον ή προφανές ότι ο όρος «σκληρές» διαπραγματεύσεις, όταν εφαρμόζεται για να περιγράψει διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους Εταίρους, είναι κάτι περισσότερο από ατυχής. Η χρήση του υποσκάπτει στην ουσία τις ίδιες τις διαπραγματεύσεις και προσβάλλει (όσο κι αν αυτό δεν ομολογείται) τους Εταίρους μας, οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι θέλουν να μας βοηθήσουν και επιθυμούν λύση και για το γενικότερο καλό της Ευρωπαϊκής Ιδέας και Προοπτικής.
Ας έρθουμε όμως σε πιο πρακτικά και συγκεκριμένα θέματα:
Σε τι ακριβώς συνίσταται η «σκληρότητα» των δικών μας θέσεων;
Στις περίφημες «κόκκινες γραμμές», τις οποίες έχει αναλάβει σχεδόν εργολαβικά να μας υπενθυμίζει ο κ. Δημήτρης Στρατούλης;
Δεν θα σχολιάσω καθεμία από τις «κόκκινες γραμμές», τις περισσότερες από τις οποίες άλλωστε θα αναγκασθούμε να εγκαταλείψουμε…
Μόνο δύο παρατηρήσεις:
Α) Είναι φυσικό έως αυτονόητο να μην επιθυμούμε να εφαρμοσθούν σ’ εμάς μέτρα, που δεν εφαρμόζονται πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Και για λόγους «εθνικής υπερηφάνειας», αλλά κυρίως για λόγους ωφελιμιστικούς: Δεν είναι κατανοητό, μέτρα που δεν αποδίδουν πουθενά (και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν), να πιστεύεται ότι θα αποδώσουν εδώ.
Μέτρα όμως που εφαρμόζονται αλλού στην Ευρώπη σε συνθήκες που προσομοιάζουν με τις δικές μας, πρέπει να τα αποδεχτούμε χωρίς πολλές συζητήσεις και ενδοιασμούς, τουλάχιστον ως προσωρινή λύση με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα εφαρμογής.
Αντίθετα, νόμοι και πρακτικές που δεν υπάρχουν αλλού στον κόσμο (π.χ. πρόωρες συνταξιοδοτήσεις σε υγιέστατους), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελούν «κόκκινες γραμμές». Θα γελάει ο κόσμος και στο τέλος θα κλάψουμε οι ίδιοι.
Β) «Υφεσιακά» μέτρα και «λιτότητα». Οι κυβερνώντες θεωρούν π.χ. «υφεσιακά» κάποια μέτρα όπως απολύσεις εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Ή τις «ελαστικές μορφές» απασχόλησης.
Τι όμως θεωρούν «αναπτυξιακό» ;
- Μήπως την αναλογία εργαζομένων / συνταξιούχων περίπου 1 προς 1 ;
- Μήπως την παρουσία και μισθοδοσία από το δημόσιο (που δεν έχει χρήματα) ατόμων που πλεονάζουν ή υποαπασχολούνται, ενώ θα μπορούσαν να παράγουν έργο κάπου αλλού ;
- Μήπως αντί για «ελαστικές μορφές απασχόλησης» - οι οποίες σαφώς αποτελούν πολλές φορές ανάγκη τόσο για εργοδότες όσο και για εργαζόμενους – προτιμούν «καμία απασχόληση» ή κλείσιμο των επιχειρήσεων ;
Και επιτέλους, ποια είναι τα αναπτυξιακά μέτρα που προτείνουν; Επέμειναν – και πέτυχαν – να είναι οι ίδιοι εκείνοι που προτείνουν Μεταρρυθμίσεις. Οι Εταίροι το δέχτηκαν.
Οι «δικές μας» όμως Μεταρρυθμίσεις που θα έφερναν την Ανάπτυξη, πού είναι; Πόσο μπορούμε ακόμα να τις περιμένουμε ;
Θα πρέπει κάποτε, μάλλον σύντομα, σίγουρα ΑΜΕΣΑ (!) να πάψουμε να θεωρούμε ότι βρισκόμαστε σε μια θεατρική σκηνή και απαγγέλλουμε ρόλους. Δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Και ας αφήσουμε τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα». Χρειάζονται έργα, θάρρος να εγκαταλείψουμε ό,τι μας έβλαψε και εξακολουθεί να μας βλάπτει και κάποιες Καινοτόμες Ιδέες.
Αν κάνουμε όλα αυτά που απαιτούνται, δεν χρειάζεται να είμαστε «σκληροί» (!). Οι Εταίροι θα τα δεχτούν αμέσως και με ενθουσιασμό.
· «Αξιοπρεπής Συμφωνία»
Ο όρος Αξιοπρέπεια δεν ταιριάζει ιδιαίτερα σε εκείνον που έχει βρεθεί από δικά του λάθη σε ανάγκη και εκλιπαρεί για βοήθεια.
- Ωστόσο, έστω και έτσι, «αξιοπρεπής» ΔΕΝ είναι αυτός που ζητάει κάτι σημαντικό, χωρίς να είναι διατεθειμένος να δώσει και εκείνος κάτι άλλο ως αντάλλαγμα.
- «Αξιοπρεπής» ΔΕΝ είναι αυτός που θέλει να διατηρήσει σε κάποια κατηγορία πολιτών κάποια προνόμια που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον πολιτισμένο κόσμο.
- «Αξιοπρεπής» ΔΕΝ είναι αυτός που απειλεί (παραλογιζόμενος έως γελοιοποιούμενος) με καταστροφή τον άλλον, από τον οποίο ζητάει βοήθεια.
- «Αξιοπρεπής» ΔΕΝ είναι αυτός που κατηγορεί αυτόν, από τον οποίο ζητάει βοήθεια, ευθέως ή πλαγίως ως «εκβιαστή» ή «υπονομευτή» ή ως έχοντα «δόλιες και ανομολόγητες» επιδιώξεις (ότι θέλει π.χ. να μας υποκλέψει τον εθνικό μας πλούτο)…
- «Αξιοπρεπής» ΔΕΝ είναι αυτός που δεν τηρεί τις δεσμεύσεις του, ακόμη και αυτές των προκατόχων του, αφού έχει ευεργετηθεί προηγουμένως βάσει των δεσμεύσεων αυτών.
- «Αξιοπρεπής» ΔΕΝ είναι αυτός που προσπαθεί να κρύψει τη γύμνια των επιχειρημάτων του και την αδυναμία του για θαρραλέα αυτοκριτική και ουσιαστική Αλλαγή Πορείας, υποδυόμενος τον …αξιοπρεπή!
- …… …
Αξιοπρεπής ΕΙΝΑΙ αυτός που φθάνει σε ένα σημείο να μπορεί να στέκεται στα πόδια του χωρίς βοήθεια, που αποφασίζει μόνος του για την περαιτέρω πορεία του και που τηρεί τις Δεσμεύσεις του απέναντι σε όλους αυτούς, με τους οποίους ΕΛΕΥΘΕΡΑ συνασπίσθηκε και οι οποίοι τον βοήθησαν όταν αυτός τους είχε ανάγκη.
Και ακόμα πιο Αξιοπρεπής είναι αυτός που μπορεί πλέον να βοηθήσει άλλους, που ενδεχομένως θα τον χρειάζονται.
Οιαδήποτε Συμφωνία που θα υπογράψουμε και θα τηρήσουμε και η οποία θα μας επιτρέψει από σχεδόν Αναξιοπρεπείς να γίνουμε επιτέλους Αξιοπρεπείς, ΕΙΝΑΙ μια Αξιοπρεπής Συμφωνία.
Όλα αυτά για να είμαστε εξηγημένοι και να ξέρουμε επιτέλους τι λέμε.
Στην κατάσταση, στην οποία μας έχουν περιαγάγει, αυτό είναι μια ελάχιστη δική μας απαίτηση.
Το Άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο politicaldoubts.com