Ήμουνα φοιτητής του 4ου έτους όταν παρακολουθούσα τις παραδόσεις του μαθήματος «Εφαρμογές δυναμικής μηχανών», ένα εξειδικευμένο μάθημα για αυτούς τους μηχανολόγους που είχαν πάρει κατεύθυνση σχετική με τη κατασκευή μηχανημάτων. Ο καθηγητής μιλώντας όπως πάντα σε μαθηματική γλώσσα κάποια στιγμή έκανε μια παρένθεση να μας πει ότι τα συγκεκριμένα μαθηματικά που διαβάζαμε έχουν εφαρμογή στις κλωστοϋφαντουργικές μηχανές υψηλών ταχυτήτων. «Το λέω, αν κάποιος από εσάς ασχοληθεί». Ήταν μέσα της δεκαετίας του 1990 και ο κατήφορος της κλωστοϋφαντουργίας δεν είχε σταματημό. Η συρρίκνωση του κλάδου ήταν οξεία και με άσχημες επιπτώσεις στην απασχόληση, στις επισφάλειες προς άλλες επιχειρήσεις και στο χρηματιστήριο. Έτσι το να μιλάς για τη κατασκευή μηχανημάτων ενός κλάδου στη δύση του, τουλάχιστον στη χώρα μας, αν προκαλούσε ένα συναίσθημα ήταν αυτό της μελαγχολίας.
Γιατί η κλωστοϋφαντουργία ήταν το τρίτο στάδιο παραγωγής σε ένα προϊόν που ξεκινά ως βαμβάκι, γίνεται νήμα, ύφασμα, ρούχο. Το σημαντικότερο είναι ότι σε κάθε στάδιο αυξάνεται η προστιθέμενη αξία, έτσι η προστιθέμενη αξία που απολαμβάνει ο παρασκευαστής του ρούχου είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του γεωργού, πολύ περισσότερο δε αν ο τελευταίος έχει κατορθώσει να γίνει αναγνωρίσιμη φίρμα στο κοινό. Στην Ελλάδα το τελευταίο στάδιο ποτέ δεν απέκτησε τη βαρύτητα που θα του άρμοζε, έτσι εξαντλήθηκε στη παραγωγή φασόν μέχρι και τη δεκαετία του 1980, ή σε παραγωγή αλλά για ξένες φίρμες επώνυμων ρούχων σε Ελληνικά εργοστάσια, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις επώνυμων Ελληνικών ρούχων.
Για όλα δε τα στάδια της παραγωγής χρειάζεται μηχανολογικός εξοπλισμός, από την αγροτική παραγωγή μέχρι τη ραφή του ρούχου. Στη συντριπτική του πλειοψηφία ήταν ξενόφερτος, συνεπώς η όποια υπεραξία δημιουργούνταν στην Ελλάδα διέρρεε στο εξωτερικό για την ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Στον αντίποδα η Ιταλία, μια χώρα με ισχυρή παραγωγική βάση βιομηχανικού εξοπλισμού, που εξοπλίζει όχι μόνο τα ντόπια εργοστάσια αλλά έχει και εξαγωγικό προσανατολισμό και ταυτόχρονα μια χώρα που είναι σύμβολο στο χώρο της μόδας. Γιατί η μόδα, αν το δει κανείς ψυχρά, είναι το στάδιο της κλωστοϋφαντουργίας με τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια επίσκεψη που κάναμε στα πλαίσια του μαθήματος «Οργάνωση παραγωγής» στο εργοστάσιο της Triumph, μιας πολύ γνωστής διεθνούς φίρμας εσωρούχων (πλέον έχει κλείσει το εργοστάσιο της Ελλάδος) και ο διευθυντής του εργοστασίου μας περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονταν οι μηχανικοί με τους σχεδιαστές μόδας. Η Triumph διέθετε γραφεία στις μεγάλες πρωτεύουσες της μόδας (Μιλάνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Τόκιο, κ.α.) και οι σχεδιαστές έβλεπαν τις τάσεις, σχεδίαζαν και έστελναν τα πατρόν στα εργοστάσια. Μας έλεγε με υπερηφάνεια ότι από τη στιγμή που θα προκύψει κάτι νέο στη μόδα χρειάζονταν μόλις δύο εβδομάδες μέχρι να αρχίσουν να προμηθεύουν τη λιανική με τη νέα σειρά, χάρη στην άψογη συνεργασία των σχεδιαστών με τους μηχανικούς. Αυτό λέγεται τεχνογνωσία.
Σήμερα ο κλάδος που φαίνεται να ακολουθεί παρόμοια πορεία εξαιρετικής επιτυχίας αλλά να αντιμετωπίζει τρομερά προβλήματα βιωσιμότητας είναι οι ιχθυοκαλλιέργειες. Οι περισσότερες εταιρίες, θύματα πλέον της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από το κράτος, βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωπες με την έλλειψη ρευστότητας και τα παράλογα επιτόκια δανεισμού. Αν υποθέσουμε ότι πρέπει να στηρίξουμε το κλάδο αυτό δε μπορεί και δε πρέπει να γίνει με επιδοτήσεις. Οι μελέτες ξένων οργανισμών αλλά και το ΥΠΟΚ συνέχεια αναφέρει τον κλάδο ως ένα κλάδο με μέλλον. Στη πραγματικότητα, για να έχει μέλλον χρειάζεται να εκπληρώσει δύο στόχους, πρώτον να καταφέρει να αναπτύξει νέα προϊόντα μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας, αξιοποιώντας τη τελευταία μόδα του κοινού να γεύεται συνταγές από σεφ και δεύτερον να επενδύσει σε Ελληνική τεχνολογία, ώστε ο μηχανολογικός εξοπλισμός να είναι Made in Greece.
Πολλές φορές διαβάζουμε για δράσεις του υπουργείου ανάπτυξης για την ενίσχυση της μεταποίησης. Αν τις αντιπαραβάλουμε με την πορεία της μεταποίησης ως οικονομικού κλάδου θα διαπιστώσουμε ότι η μεταποίηση φθίνει, κάνοντας την Ελλάδα να μένει με την απορία για το ποιο θα είναι το επόμενο παραγωγικό της μοντέλο. Πολλές φορές απορώ τι νόημα έχουν όλα αυτά όταν το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να μελετήσει πετυχημένες συνταγές από κλάδους ή επιχειρήσεις και πάνω σε αυτά να βασιστεί ώστε να εξαπλώσει τα διδάγματα της αριστείας.
Σαν ένα από αυτά θεωρώ το παράδειγμα του ομίλου ΣΙΔΕΝΟΡ, ενός ομίλου που ελέγχει εταιρίες εμπορίας σιδήρου, μεταλλουργεία σε Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ πριν λίγα χρόνια εξαγόρασε ένα σημαντικό ποσοστό μιας από τις βασικότερες Ιταλικές εταιρίες που κατασκευάζουν μηχανήματα για εργοστάσια επεξεργασίας σιδήρου. Ο όμιλος σκέφτηκε έξυπνα και οι όποιες υπεραξίες δημιουργούνται στα στάδια της παραγωγής από το λιώσιμο του σκραπ μέχρι να φορτωθεί ο «μανδύας» στο φορτηγό για να πάει στην οικοδομή ανακυκλώνονται μέσα στον όμιλο.
Αυτή είναι λοιπόν η φιλοσοφία. Δεν έχει σημασία αν το νέο παραγωγικό μας μοντέλο στηρίζεται στην ιχθυοκαλλιέργεια, στη φέτα, στο τουρισμό ή οπουδήποτε αλλού. Σημασία έχει σε όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερα στάδια της διαδικασίας παραγωγής του τελικού προϊόντος να υπάρχει Ελληνική προστιθέμενη αξία. Συνεπώς, να μια δράση για το Υπουργείο Ανάπτυξης, κάτι που έπρεπε να γίνει χθες! Να προωθήσει τις συνέργειες διαφόρων κλάδων της οικονομίας που μετέχουν στην ίδια παραγωγική αλυσίδα ώστε να αναπτύξουν νέα προϊόντα, νέες υπηρεσίες, νέα τεχνολογία, νέο μηχανολογικό εξοπλισμό.
Γράφοντας τα παραπάνω, με μια δόση πικρίας μιας που τα ζω από μέσα ως μηχανικός της βιομηχανίας, μου έρχονται οι στίχοι της Yael Naim. Φοβάμαι πως οποιοδήποτε λάθος μπορεί να υπάρξει, θα πρέπει να το κάνουμε. Σας αφήνω με τους στίχους, με την ελπίδα όποτε ακούτε αυτό το τραγούδι να σκέφτεστε ότι κάτι που πάει στραβά θα πάει και χειρότερα, αν δεν επέμβουμε για να το αλλάξουμε.
I'm a new soul
I came to this strange world
Hoping I could learn a bit but how to give and take
But since I came here, felt the joy and the fear
Finding myself making every possible mistake
Photo: Yael Naim