Ακούω από γύρω γύρω τη φράση που θέλει την ψήφο στις αυτοδιοικητικές εκλογές να είναι «χαλαρή». Με την πανελλαδική αποχή την προηγούμενη φορά να αγγίζει το 40%, οι προσπάθειες για ανασυγκρότηση σκοντάφτουν πάνω στην ασυγκινησία των πολιτών για τα τοπικά ζητήματα. Ας αποτολμήσουμε μια ψυχοκοινωνική ανάλυση της χαλαρότητας, καθώς πρόκειται για μια πραγματικότητα που επηρεάζει τη συνολική μας εκλογική συμπεριφορά, αυτή που, τελικά, καθορίζει την πορεία της χώρας και το μέλλον του συνόλου των πολιτών.
Ένας από τους λόγους της γενικευμένης χαλαρότητας, είναι το γεγονός ότι τα κόμματα δεν εμπλέκονται εμφανώς στη σύσταση κάθε εκλογικής λίστας, αν και υπάρχουν σαφείς κομματικές καταβολές σε όλους τους συνδυασμούς, όσο κι αν οι επικεφαλής των συνδυασμών, μερικούς μήνες πριν, αρχίζουν σιγά σιγά να πλασάρουν στους ψηφοφόρους το προφίλ του «ανεξάρτητου», κατά πώς τους συμβουλεύουν οι επικοινωνιολόγοι τους.
Στο Ηράκλειο Κρήτης όπου διαμένω, ας πούμε, το μόνο κόμμα που επιθυμεί διακαώς να στηριχτεί στο brand name του μέχρι στιγμής, είναι ο Σύριζα (ή τουλάχιστον έτσι διαβάζω), με όλους τους υπόλοιπους να παρουσιάζονται «τόσο-όσο», πρώην κομματικοποιημένοι με μια εσάνς αυτόβουλης δράσης, όσης απαιτείται προκειμένου να εκλεγούν για να μπορέσουν να συνεχίσουν να παίρνουν γραμμές από την κορυφή της πυραμίδας.
Όλες οι συλλογικότητες της πόλης, τα κινήματα των πολιτών, οι εθελοντικές οργανώσεις και οι δημιουργικοί πολίτες - αυτοί δηλαδή οι άνθρωποι που αποτελούν τη δυναμική της πόλης και που επηρεάζουν θετικά την καθημερινότητά της - παραμένουν εκτός κάδρου, από φόβο μήπως στιγματιστούν. Με αυτό τον τρόπο όμως, χάνουν την τεράστια ευκαιρία να επηρεάσουν τις εξελίξεις με τις προτάσεις τους και να ασκήσουν πίεση στο κράτος για λύσεις, σε κλίμακα που να ξεπερνάει τα ημίμετρα.
Αλλά το πιο περίεργο είναι ότι μόνο ο φανατισμός αποδεικνύεται ικανός να σηκώσει κάποιους ανθρώπους από τον καναπέ τους. Η κακή μίμηση, η οπαδοποίηση, η πόλωση, όλα τα συμπτώματα της ψυχοπαθολογίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς που κάνουν τους ψηφοφόρους να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους στις εθνικές εκλογές υπέρ ή κατά της κάθε παράταξης, βιώνονται (ευτυχώς) στις τοπικές εκλογές σε μικρότερο βαθμό.
Από την άλλη μεριά, οι πολίτες αποφεύγουν τη συμμετοχή, αποδεικνύονται αποστασιοποιημένοι από την πραγματική πολιτική δράση, αυτή που αφορά στα του οίκου τους. Έτσι, την ημέρα διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών, κάθονται με τις ώρες στις πλατείες των χωριών και των πόλεων πίνοντας φραπέδες, αλλά δεν φαίνεται να νοιάζονται για τη ρίζα του κακού: την απουσία προσωπικής εμπλοκής στα θέματα από τα οποία είμαστε όλοι αλληλοεξαρτώμενοι.
Όλο γκρίνια και ανάγκη για ετοιμοπαράδοτα.
Εδώ που τα λέμε, τα αρχοντόπουλα εκείνα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν το σεβασμό και την πίστη σε ιδανικά στην πόλη, σπανίζουν στις μέρες μας. Ωστόσο, αν το ενδιαφέρον δεν μπορεί να ξεκινήσει από τις μικρές μας κοινότητες, τότε δεν θα ‘πρεπε να έχουμε και παράπονα από την Πολιτεία.
Μια άλλη εξήγηση για την αδιαφορία, είναι η αναγωγή των τοπικών προβλημάτων σε προβλήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθεί το κράτος: οι ίδιοι δηλαδή οι υποψήφιοι άρχοντες σηκώνουν τα χέρια ψηλά και δηλώνουν ανικανότητα να διαχειριστούν το θησαυροφυλάκιό τους, χωρίς την αρωγή του Κράτους, εκπαιδεύουν δε τους συμπολίτες τους να σκέφτονται τοιουτοτρόπως, επειδή είναι πολύ βολικό. Έννοιες όπως η ανταποδοτικότητα χρεώσεων και φόρων ή η επικουρικότητα, περνάνε στα ψιλά του σχεδιασμού των προγραμμάτων τους, ίσως επειδή πρόκειται για σοβαρότατα θέματα οργανωτικού και διοικητικού χαρακτήρα, για τα οποία δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν παράλληλα με τις κοινωνικές υποχρεώσεις παρουσίας τους σε γάμους και βαφτίσια.
Η έλλειψη αξιολόγησης, η απουσία μετρήσιμων συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα της τοπικής ηγεσίας, τα προβλήματα των Δήμων και της Περιφέρειας που δεν φτάνουν ποτέ να δουν το φως της δημοσιότητας, είναι θέματα που χρειάζεται να ληφθούν σοβαρά υπόψη πριν την προσφυγή στις κάλπες. Λέμε για παράδειγμα «υπερχρεωμένοι Δήμοι», αλλά δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για το τι οδήγησε σε αυτό το χάλι.
Τη θέση της πειθούς και των επιχειρημάτων έχει πάρει το ρουσφέτι: κάνει τη δουλειά μερικών υποψηφίων γρήγορα κι αποτελεσματικά.
Εντωμεταξύ, την ανάπλαση περιοχών (γειτονιές) στις οποίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί επαγγελματική δραστηριότητα ή να δημιουργηθούν στέκια πολιτισμού και ανταλλαγής απόψεων και τεχνογνωσίας, την έχουν αναλάβει εθελοντές. Αυτό είναι άξιον θαυμασμού για τους εθελοντές και κατάντια για τις αρχές, το έχουμε καταλάβει; Όλοι εξαίρουν το έργο των εθελοντικών ομάδων (και καλά κάνουν) αλλά κανείς δεν κάνει μια παύση να σκεφτεί ότι όσο πολλαπλασιάζονται αυτές, τόσο περισσότερο οι απαιτήσεις που θα έπρεπε να έχουμε από τους υποψήφιους του τόπου, χαλαρώνουν.
Μόνο ενόψει εκλογών γίνονται αναγγελίες για έργα, όλο τον υπόλοιπο καιρό, οι πλατείες, οι παιδικές χαρές και τα πάρκα είναι αφημένα στην τύχη τους.
Δεν θα πιάσω καθόλου στην πένα μου την αναρχία που είναι ο πραγματικός κυβερνήτης του λαού. Θα πω μόνο τούτο: επιτέλους, δώστε στους δημιουργούς graffiti λόγο ύπαρξης. Βασανίζομαι να βλέπω τα σκαριφήματά τους και το αναμάσημα ανούσιων συνθημάτων στους τοίχους και τις προσόψεις νεοκλασικών κτηρίων. Πιστεύω ότι μπορούν να κάνουν κάτι καλύτερο από αυτό.
Αν η πόλη (μου) είχε πολιτιστική δραστηριότητα και όχι μόνο καφετέριες για να σαπίζει μέσα η νεολαία, τότε ίσως τα ανήσυχα παιδιά της να την αγαπούσαν στο σημείο που να τη στόλιζαν με την τέχνη που μια χαρά ξέρουν να κάνουν.
Και τι να πούμε για την ένταξη: αναγνωρίζεται η ταυτότητα του δημότη με προβλήματα στην κίνηση ή οι πόλεις μας είναι εχθρικές και απαγορευτικές για ανθρώπους με κάθε λογής ιδιαιτερότητες;
Βουλιάζουμε στην αβοηθησία, αφήνοντας καταληψίες να μπλοκάρουν τα μονοπάτια και το μυαλό με τον τσαμπουκά και την προπαγάνδα τους.
Γιατί λοιπόν να πάει κανείς να ψηφίσει;
Προσβασιμότητα, ισότητα ευκαιριών, αναγνώριση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της πόλης, ανάδειξη μεγαλύτερων ή μικρότερων χώρων που θα φέρνουν τους ανθρώπους κοντά σε επαγγελματικές ζυμώσεις και εμπορικές συνδιοργανώσεις αντί να τους απομακρύνουν από την ουσία, είναι μερικές από τις προτεραιότητες που θα δώσουν φιλί ζωής στην «ωραία κοιμωμένη», την πόλη μας.
Οι πολίτες μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα ασκείται η πολιτική στον τόπο τους και η μέθοδος για να το πετύχουν δεν είναι άλλη από τη συμμετοχή.
Οι πόλεις δεν χρειάζονται μόνο προστασία από εξωτερικούς μνηστήρες, αλλά κυρίως από την αδιαφορία αυτών που παραμένουν εντός των τειχών.
Πηγή: MarketNews