Τι είναι Τέχνη; Δεν υπάρχει απάντηση, μολονότι θα μπορούσα να σου μιλάω με τις ώρες για το τι είναι Τέχνη. Αλλά θα σου έλεγα τη δική μου οπτική. Που, μάλλον, δεν θα είχε καμία σχέση με την οπτική του ζωγράφου που έβαψε ένα τελάρο μισό κίτρινο μισό μπλε, αλλά ούτε και του φιλότεχνου που πλήρωσε προχθές 45 εκατομμύρια δολλάρια για να το αγοράσει. Τέχνη λοιπόν είναι αυτό για το οποίο τουλάχιστον δύο άνθρωποι συμφωνούν ότι είναι Τέχνη. Μπορεί ο ορισμός να είναι ευρύς, αλλά δεν υπάρχει στενότερος. Γι’ αυτό και η Τέχνη έχει τις φυλές της, που σχεδόν πάντα αντιμάχονται. Ακόμα και δημιουργοί που η ιστορία έχει τοποθετήσει δίπλα-δίπλα στο πάνθεον των Μεγάλων, δεν αποδέχονταν ο ένας τον άλλον.
Υπάρχει στρατευμένη Τέχνη; Φυσικά! Ουσιαστικά, δεν υπάρχει μη στρατευμένη Τέχνη. Διότι κάθε Τέχνη προβάλλει το όραμα του καλλιτέχνη για τη ζωή και τον κόσμο. Οι σφιγμένες γροθιές των εργατών του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι εξίσου στρατευμένη Τέχνη με τις νωχελικές ηδύπαθες Ταϊτινές του Γκωγκέν. Η Τέχνη είναι κωδικοποιημένη –σε χρώματα, σε ήχους, σε λέξεις, σε εικόνες– φιλοσοφία ζωής. Οι αποδέκτες του μηνύματος μπορεί να μην έχουν τον ίδιο κώδικα αποκρυπτογράφησης. Κι έτσι το μήνυμα ανα- και μετα- πλάθεται στο μυαλό του παραλήπτη με διαφορετικό τρόπο. Αυτό είναι το πρόβλημα αλλά και η μαγεία της Τέχνης. Το γνωστό ερώτημα: «τι εννοεί ο ποιητής» είναι η εκλαϊκευμένη συμπύκνωση άπειρων θεωρητικών συζητήσεων, που κρατούν από τότε που ο άνθρωπος έφτιαξε Τέχνη, για τη σχέση του δημιουργού με το έργο του και με το κοινό του.
Έχει όρια η Τέχνη; Κανένα! Μπορεί να είναι ανατρεπτική, επαναστατική, εικονοκλαστική, βλάσφημη, όσο θέλει ο δημιουργός της. Μπορεί να προκαλέσει τα πιο θετικά και τα πιο αρνητικά συναισθήματα. Αυτός είναι ο ρόλος της. Και τι γίνεται όταν ο κόσμος ενοχλείται; Να μείνει με την ενόχληση. Να μάθει ότι υπάρχουν στη ζωή πράγματα που άλλον τον ενοχλούν κι άλλον τον ενθουσιάζουν. Στο κάτω – κάτω η Τέχνη δεν έρχεται σε σένα. Εσύ πας σ’ αυτή. Αν ενοχλείσαι, μην πας.
Μα εσύ δεν ήσουν, θα πεις, που έγραφες κατά της παράστασης του Εθνικού και ζητούσες να κατέβει; Ναι. Διαπρυσίως. Και χάρηκα πολύ που κατέβηκε. Διότι, σε αυτή την περίπτωση, το θέμα ήταν 100% πολιτικό! Εντελώς λανθασμένα (από πρόθεση; από κακή στάθμιση;) οι σχετικές συζητήσεις εστίασαν στην Τέχνη και στα όριά της. Πολιτικό ήταν το ανέβασμα, πολιτικό και το κατέβασμα.
Διευκρινίζω: η κρατική Τέχνη είναι Τέχνη κάτω από συγκεκριμένη σύμβαση. (Το αν πρέπει να υπάρχει κρατικά επιχορηγούμενη Τέχνη είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση…) Ακόμα κι αν ο ιδρυτής του Εθνικού Θεάτρου είχε τις αγνότερες των προθέσεων για την προαγωγή της δραματουργίας και μόνο, ένα Κρατικό Θέατρο, και μάλιστα στη χώρα όπου το κομματικό Κράτος δυναστεύει το σύνολο της δημόσιας και το μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής ζωής, προάγει ευθέως την κρατούσα αντίληψη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό δεν γίνεται, προφανώς, με υπουργικές εγκυκλίους. Γίνεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με την επιλογή των ανθρώπων, των διευθυντών, των συμβούλων, των παρατρεχάμενων, με το γενικότερο κλίμα που οδηγεί στην επιλογή του κειμένου του Ξηρού και όχι του Γκατζογιάννη, για παράδειγμα.
Η κρατική Τέχνη, καλή ή κακή, κλασική ή μοντέρνα, είναι ο φερετζές. Ακόμα κι αν δεν έχει εμφανή πολιτική στόχευση, η Τέχνη που πληρώνεται από το κράτος έχει σκοπό να ενισχύσει το πλαίσιο αρχών και αξιών, το πολιτισμικό σύμπαν γενικότερα, της κυρίαρχης, πολιτικά, ιδεολογίας. Κυρίαρχη ιδεολογία σήμερα είναι οι συνοδοιπόροι των τρομοκρατών. Επόμενο ήταν να παρουσιάσουν έργο του Ξηρού. Αυτό δηλαδή που λανσάρεται ως τομή, πρωτοπορία και διάφορα άλλα ηχηρά παρόμοια, ήταν το κατοπτρικό ανάλογο αυτού που θα έκανε μια ακραιφνώς δεξιά κυβέρνηση ανεβάζοντας ένα ηθικοπλαστικό έργο. Ό,τι ήταν (πολιτικά μιλώντας, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική αξία, που είναι πάντα υποκειμενική) ο Φώτος Πολίτης για την κυβέρνηση Βενιζέλου είναι ο Λιβαθινός για την κυβέρνηση Τσίπρα.
Άρα και το επιχείρημα πως το έργο χρηματοδοτείται από την τσέπη των φορολογούμενων, μολονότι σωστό, έρχεται δεύτερο σε ισχύ. Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος ότι οι ίδιοι φορολογούμενοι υπερψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ που, νομίμως πλέον, ορίζει ποιος θα κάνει κουμάντο στο Εθνικό και τι έργα θα παίζονται.
Στο Εθνικό λοιπόν δόθηκε μια πολιτική μάχη. Συγκρούστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ή έστω η συνιστώσα του που θεωρεί τις δολοφονίες αναγκαίο κακό (ή μήπως καλό;) στην υπηρεσία του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας» και ενός «ανθρωπιστικού ιδεώδους» όπως είπε ο σύντροφος Μπαλαούρας και εμείς οι άλλοι που δεν διαχωρίζουμε τις δολοφονίες σε καλές και κακές. Το τι καλλιτεχνική αξία είχε από μόνο του το κείμενο, το έργο, η σκηνοθεσία είναι παντελώς αδιάφορο. Το ίδιο θα κάναμε κι αν το έργο είχε ανεβεί από ιδιώτη. Δεν θα είχαμε τότε την απαίτηση να κατεβεί. Ούτε θα μπουκάραμε στην αίθουσα ωρυόμενοι όπως αρέσκονται να κάνουν οι… υπέρμαχοι της ελευθερίας της Τέχνης, με όσα έργα δεν είναι του γούστου τους. Θα γράφαμε, όμως, εναντίον του αδιαλείπτως, μέχρι το τέλος της σεζόν. Διότι όσο ελεύθερη είναι η Τέχνη να παρουσιάζει τις πολιτικές απόψεις της, άλλο τόσο ελεύθερος είμαι κι εγώ να τις αντικρούω. Είμαι περίεργος να δω τι θα έκαναν οι χειροκροτητές της Ξηριάδας αν ένας θίασος, πόσω δε μάλλον το Εθνικό Θέατρο, ανέβαζε έργο βασισμένο σε κείμενα του Ρουπακιά ή του Κορκονέα.
Στη μάχη αυτή η κυβέρνηση ηττήθηκε. Οι ομοϊδεάτες των δολοφόνων διαπίστωσαν ότι «δεν τους παίρνει». Και υποχώρησαν. Είναι η πρώτη μεγάλη ήττα τους. Έρχονται κι άλλες. Γιατί οι φερετζέδες κάποια στιγμή πέφτουν και τότε διαπιστώνουμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Δυστυχώς, και κάτι χειρότερο: εντελώς ξετσίπωτος.
Πηγή: athensvoice.gr