Υπάρχουν λέξεις που αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη από το νόημα που εκφράζουν. Είναι γνωστό και έχει εξηγηθεί από φιλοσόφους στο παρελθόν. Παρόλα αυτά υπάρχουν λέξεις που μας ταλαιπωρούν ακόμα και σήμερα, κάτι λογικό γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν και κάθε γενιά επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη. Στην χώρα μας σήμερα υπάρχουν δύο λέξεις που έχουν την πρωτοκαθεδρία της δύναμης, η λέξη «νεοφιλελεύθερος» και η λέξη «σοβιετία», και οι δύο με αρνητική έννοια.
Η αριστερά οτιδήποτε δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί επί τους ουσίας το βαφτίζει «νεοφιλελεύθερες πολιτικές» και ξεμπερδεύει, οι δε φιλελεύθεροι αντίστοιχα χρησιμοποιούν τη λέξη «σοβιετία». Υπερβάλουν και οι δύο.
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές οφείλουμε να βλέπουμε πέρα από τη δύναμη των λέξεων και να στεκόμαστε στην ουσία των πράξεων. Πέρα δε από τις συνθήκες πόλωσης που δημιουργούν αυτές οι κατηγορίες, ουσιαστικά περιορίζουν τις δυνατότητες εξεύρεσης λύσεων σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και εξόδου από τη κρίση. Πρακτικά όποιος και αν έχει την εξουσία σήμερα θα πρέπει να εφαρμοσει ένα μιγμα αριστερών και φιλελεύθερων πολιτικών χωρίς προαπαιτούμενα και προκαταλήψεις βάζοντας ως γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας. Δεν είναι δεδομένο ότι τέτοιου είδους πολιτική θα την ακολουθήσει η τρικομματική κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ ή ενδεχομένως κάποια τρίτη. Είναι θέμα πολιτικού ρεαλισμού.
Οι οπαδοί των κομμάτων προφανώς διαφωνούν, δεν είναι δυνατόν ούτε για τη ΝΔ να ασκήσει αριστερή πολιτική ούτε για το ΣΥΡΙΖΑ φιλελεύθερη. Κι όμως, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που δείχνουν το αντίθετο, θα σταθώ όμως σε ένα που είναι χαρακτηριστικό και σχετίζεται με άλλο κράτος. Σε άρθρο του στους New York Times ο Paul Krugman (Missing Richard Nixon, 30/08/2009) αναφέρεται στη πολιτικη του προέδρου Nixon - o οποίος έχει αφήσει κακή υστεροφημία για την προεδρία του - για το Αμερικάνικο Ασφαλιστικό και το σύστημα υγείας. Σύμφωνα με τον Krugman οι μεταρρυθμίσεις που πρότειναν τότε οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν όχι απλά παρόμοιες με αυτές που πρότείνει σήμερα ο πρόεδρος Ομπάμα αλλά στην ουσία πιο αριστερές! Ο Nixon είχε προτείνει η ασφάλιση των εργαζομένων να είναι υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες (κάτι δεδομένο στην Ευρώπη) όταν οι συζητήσεις αφορούσαν μόνο την υποχρεωτική ασφάλιση των εργαζομένων των μεγάλων επιχειρήσεων (σημ. Στις ΗΠΑ μέχρι 500 εργαζόμενοι θεωρείται μεσαία επιχειρηση!). Όταν κρίνουμε πολιτικές δεν έχει σημασία ποιος τις λέει ούτε τι πρεσβέυει αλλά ποια είναι η ουσία και το νόημα της πρότασης.
Και ερχόμαστε στα δικά μας. Θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό του πως αγνοούμε την ουσία των πραγμάτων επικεντρώνοντας στις λέξεις. Αναγνωρίζοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που βιώνει σήμερα η χώρα μας είναι η ανεργία και η φτώχεια θα περίμενε κανείς ότι προτεραιότητα όλων των κομμάτων θα ήταν η εφαρμογή του «Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος». Όλα τα κόμματα από τη φιλελεύθερη Δράση και τη Νέα Δημοκρατία μέχρι το αριστερό ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ αλλά και την ΔΗΜΑΡ (βλέπε την ανάλυση του Μάνου Ματσαγιάννη, υποψηφιου βουλευτή της ΔΗΜΑΡ πάνω στο θέμα «Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: δημοσιονομικές και διανεμητικές επιδράσεις») που συμμετέχει στην κυβέρνηση περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους την υιοθέτηση αυτού του μέτρου (Επι κυβερνήσεως Σιμήτη έγινε η πρώτη απόπειρα για την εφαρμογή του μέτρου με κατάθεση σχεδίου νόμου που υπογράφονταν από 70 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ αλλά δεν προχώρησε, ακολούθως η κυβέρνηση Καραμανλή επανέφερε ανεπιτυχώς το θέμα) . Η ΓΣΕΕ έχει στο παρελθόν μελετήσει το θέμα αναλυτικά («Το Βασικό Εγγυημένο Εισόδημα και οι πολιτικές του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος στην ΕΕ-15», Γιάννης Μαραγκός, Νίκος Αστρουλάκης, Δεκέμβριος 2010) ενώ το ΔΝΤ στην έκθεσή του για το Μνημόνιο ΙΙ έγραφε: «Η μεγαλύτερη εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση των περισσοτέρων επιδομάτων και την αντικατάστασή τους από ένα ενιαίο πρόγραμμα ελάχιστου εισοδήματος - το οποίο θα λειτουργεί με εισοδηματικά κριτήρια και θα απευθύνεται στο χαμηλότερο 20% της κατανομής εισοδήματος (χρησιμοποιώντας αντικειμενικά κριτήρια για τον έλεγχο της φοροδιαφυγής και της απόκρυψης εισοδήματος). Μέρος της εξοικονόμησης (της τάξης του 0,5-1% του ΑΕΠ) θα μπορούσε να επανεπενδυθεί για την ενίσχυση των κύριων επιδομάτων (π.χ. των επιδομάτων ανεργίας) για την προστασία των πιο αδύναμων.»
Όλα σχεδόν τα κόμματα, το ΔΝΤ ως μέρος της τρόϊκας αλλά και η ΓΣΕΕ τάσσονται υπέρ ένός τέτοιου προγράμματος. Η καταπολέμιση της φτώχειας αυτή τη περίοδο δεν χωρά πολυτέλειες «αριστερής» ή «φιλελεύθερης» πολιτικής. Βλέποντας τη κατάσταση ψυχρά γίνεται αντιληπτό ότι αν κάτι εμποδίζει αυτή τη προφανή λύση είναι δύο παράγοντες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ικανότητα της εφορίας να αποτυπώνει σωστά το εισόδημα του κάθε πολίτη ώστε να μην αδικούνται όσοι δεν μπορούν να κρύψουν εισοδήματα από την εφορία και ο δεύτερος έχει να κάνει με την νοοτροπία όλων των συντεχνιών για τα «κεκτημένα» τους δικαιώματα. Σε εποχές απόλυτης ένδειας όμως είναι τουλάχιστον ύβρις η προστασία ανεξήγητων επιδομάτων εις βάρος των ανθρώπων που πραγματικά έχουν ανάγκη.
Είναι φανερό λοιπόν ότι σε αυτή τη μάχη που δίνουμε απέναντι στη κρίση αν κάτι απουσιάζει και πρέπει να το δείξουμε παραστατικά είναι αυτό που μας μάθαιναν στο στρατό όταν πρωτοπιάναμε το όπλο, το «μέτωπο προς τον εχθρό». Δημιουργώντας φανταστικούς εχθρούς και επιμένοντας σε ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Αντίθετα, όποιο κόμμα ή συνδυασμός κομμάτων αποφασίσει να στρέψει «το μέτωπό της στον εχθρό» και να εφαρμόσει πολιτικές ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης αλλά με σαφές όφελος προς το σύνολο της κοινωνίας, αυτό θα κυριαρχήσει πολιτικά στο μέλλον.