Όλοι φαντάζομαι θα έχετε διαβάσει ή θα έχετε ακούσει τη χιλιοειπωμένη ατάκα ότι σαν χώρα έχουμε πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν ένα πλήθος αρνητικών χαρακτηριστικών, από τη φοροδιαφυγή μέχρι τη μικρή εξελιξιμότητα. Στη θέση τους θα μπορούσαν να βρίσκονται μεγάλες οργανωμένες εταιρίες που θα ήταν δύσκολο να φοροδιαφύγουν και ταυτόχρονα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο ανταγωνιστικές.
Για να δούμε όμως πως είναι τα πράγματα για να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Είναι αλήθεια ότι η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα δεν είχε αποκτήσει ποτέ τη βαρύτητα που της άξιζε. Παρόλο που τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η χώρα εξελίχθηκε σε μια χώρα μεταποίησης, το γεγονός ότι ποτέ δεν επένδυσε στην έρευνα ή ας το πούμε καλύτερα στο συνδυασμό της μεταποίησης με την ανάπτυξη μηχανολογικού εξοπλισμού είχε ως αποτέλεσμα η μεταποίηση να σβήσει, η δε αγροτική παράγωγή που παραδοσιακά ήταν ένας σημαντικός κλάδος της οικονομίας να παραμένει ένας κλάδος με χαμηλή παραγωγικότητα.
Πάντα η μεταποίηση, αλλά πολύ περισσότερο η αγροτική οικονομία, υπέφερε από φτωχή προστασία των εργαζομένων, από χαμηλής ποιότητας εργοδότες και από φτωχές επιδόσεις παραγωγικότητας και εξέλιξης. Θεωρητικά, το κράτος ποτέ δεν άφησε στην τύχη κανέναν από αυτούς τους κλάδους της οικονομίας. Από τη βυρσοδεψία, που προπολεμικά θεωρούνταν ένας από τους βασικούς κλάδους μεταποίησης στη χώρα μας, μέχρι τη μεταλλουργία και τη παραγωγή σταφίδας, πάντα υπήρχαν νόμοι ή βασιλικά διατάγματα που ρύθμιζαν τη λειτουργία τους.
Στην πραγματικότητα η νομοθεσία που ρυθμίζει τις οικονομικές παραμέτρους της χώρας μας δε διαφέρει και πολύ από τον Κώδικά Οδικής Κυκλοφορίας, τόσο ως προς το πώς τον σέβονται οι πολίτες, όσο και προς το πώς τον αντιμετωπίζει η πολιτεία. Όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν όρια ταχύτητας που δε τα σέβεται κανένας, θέσεις στάθμευσης σε σημεία που υπάρχουν πινακίδες απαγόρευσης, διαγραμμίσεις που δεν λαμβάνονται ποτέ και από κανέναν υπόψη.
Το ίδιο συνέβαινε παντού! Αν δει τη νομοθεσία κάποιος που θέλει να να ξεκινήσει και να λειτουργήσει μια μεταποιητική επιχείρηση και θελήσει να ακολουθήσει το γράμμα του νόμου στο εκατό τοις εκατό, μάλλον δε θα το επιχειρούσε ποτέ. Ή και να το επιχειρούσε, δε θα κατέληγε πουθενά. Αυτή είναι η χώρα μας. Μια χώρα που είτε νομίζει ότι με το να νομοθετεί σαν να είμαστε Σουηδία θα γίνει Σουηδία, ή που νομίζει ότι η υποχρέωση του νομοθέτη σταματά σε ένα κείμενο. Να γραφεί ο νόμος και μετά ο καθένας ας κάνει του κεφαλιού του. Αυτή η αναντιστοιχία όμως λόγων και έργων είχε πολλές παρενέργειες που ουσιαστικά μας ταλανίζουν ακόμα και σήμερα.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαφθορά. Όταν έχεις νόμους πρακτικά ανεφάρμοστους, είναι στο χέρι της εξουσίας να επιτρέψει σε όποιον κρίνει αυτή να πάρει άδεια λειτουργίας. Μπορεί να αδιαφορήσει, μπορεί να εκβιάσει ή μπορεί και να απαγορεύσει. Έτσι λειτουργούσε το πλέγμα πολιτικό προσωπικό – δημόσια διοίκηση τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό είχε σαν επόμενο αποτέλεσμα (τη δεύτερη παρενέργεια) να αναδείξει ανθρώπους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ως επιχειρηματίες, ανθρώπους με θράσος που δίνουν περισσότερη βαρύτητα στις διαπροσωπικές σχέσεις (βλέπε διαπλοκή) παρά στην εργασία καθαυτή.
Είναι αστείο να περιμένουμε από επιχειρηματίες αυτής της κατηγορίας να οδηγήσουν τη χώρα έξω από τη κρίση, να είναι αυτοί οι φωτισμένος ιδιωτικός τομέας. Απλά δεν γίνεται.
Υπάρχει βέβαια και κάτι άλλο. Η Ελλάδα ποτέ δεν επένδυσε στον εγχώριο μηχανολογικό εξοπλισμό ως μέσο για την αύξηση της παραγωγικότητάς του. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός ήταν πάντα ξενόφερτος, ακριβός και επειδή ο υπόλοιπος κόσμος έτρεχε με ταχύτητες μεγαλύτερες από τη δική μας ικανότητα να είμαστε ανταγωνιστικοί, πάντα υπολείπονταν σε σχέση με τον αντίστοιχο των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Με άλλα λόγια, μπορεί τα μηχανήματα μας να ήταν γερμανικά, ποτέ όμως δεν έφτασαν στο σημείο να είναι του ίδιου επιπέδου με τα γερμανικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν στα γερμανικά εργοστάσια.
Αν ρωτήσει κανείς παλιούς μαστόρους ή και εργοστασιάρχες για τον τρόπο που επεξεργάζονταν το ξύλο ή το σίδερο τη δεκαετία του ’50, του ’60 ή και του ’70, ακόμα και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, θα ακούσει ιστορίες για μια ντουζίνα ανθρώπους που χρειάζονταν για να φορτωθεί ή να ξεφορτωθεί ένα φορτηγό, τη στιγμή που με ένα περονοφόρο όχημα ή μια γερανογέφυρα αυτή η εργασία γίνεται με δύο μόλις άτομα. Θα ακούσει για τρομερή σωματική κούραση και για αμφίβολους κανόνες ασφαλείας. Αυτά είχαν άλλη μια παρενέργεια. Άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου απέφευγαν τέτοιες εργασίες. Έτσι όταν ξαφνικά βρέθηκαν λεφτά με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν τα παλιά μαστόρια που εξελίχθηκαν σε εργοστασιάρχες, αφήνοντας τους μορφωμένους με την απορία το πώς γίνεται να μένουν εκτός αντικειμένου και να παρακαλάνε τα πρώην μαστόρια και μετέπειτα εργοστασιάρχες για ένα μεροκάματο.
Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στην αγροτική οικονομία, η οποία μαζί με τον τουρισμό θεωρούνταν τα τελευταία χρόνια πρωταθλήτριες στη μαύρη εργασία. Γιατί αν πάμε λίγο πιο παλιά, τα άτομα που απασχολούνταν στην ύπαιθρο πρακτικά δεν θεωρούνταν καν εργαζόμενοι. Χωρίς φυσικά να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές αλλά και χωρίς να περιμένουν κάποια ουσιαστική ανταπόδοση στα γεράματά τους πέρα από ένα μικρό βοήθημα, ήταν ουσιαστικά εξαρτημένοι από την ικανότητά τους να εργάζονται και από τη βοήθεια συγγενών – εφόσον υπήρχαν. Υπό αυτές τις συνθήκες το επίπεδο των ατόμων που απασχολούνταν σε τέτοιες εργασίες παρέμενε χαμηλό, αφού τα μορφωμένα παιδιά των αγροτών δεν επέστρεφαν στις εργασίες των γονιών τους.
Η λογική λέει ότι μια χώρα με κύρια οικονομικά στοιχεία τη μεταποίηση και την αγροτική οικονομία θα έστρεφε τη γνώση της πάνω σε αυτούς τους δύο τομείς. Λάθος. Η Ελλάδα θεώρησε καλύτερο να γεμίσει με πανεπιστήμια φιλολόγων, φυσικομαθηματικών, δικηγόρων, αρχιτεκτόνων… Αντί οι σπουδές αλλά και έρευνα των πανεπιστημίων να επικεντρωθεί σε τομείς όπως είναι η γεωργική παραγωγή, η αλιεία, η μεταποίηση του ξύλου, του σιδήρου ή η κλωστοϋφαντουργία, φτιάξαμε ένα πλέγμα πανεπιστημίων άσχετων με τη παραγωγή.
Μια μικρή σύγκριση με τη Γερμανία είναι αρκετή για να δείξει το μέγεθος της διαφοράς. Dr. Porsche, Dr. Krammer, Dr. Deutsch, μερικά από τα ονόματα που πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, επιστημόνων και ομώνυμων εταιριών που απέκτησαν διεθνή φήμη, στον τομέα τους η κάθε μια.
Αν θέλουμε λοιπόν ένα νέο ήθος στην ιδιωτική οικονομία της χώρας ας δούμε το πρόβλημα κατάματα. Το αν έχουμε πολλές ή λίγες, μικρές ή μεγάλες εταιρίες δεν είναι το ουσιαστικό θέμα. Το βασικότερο ζήτημα είναι η νομοθεσία αλλά και οι ελεγκτικές αρχές που καλύπτουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Μια νομοθεσία απλή και ξεκάθαρη που να μη ζητάει τον ουρανό με τα άστρα, που να μην επιδέχεται παρερμηνείες, με ελεγκτικές αρχές που θα ελέγχουν χωρίς να εκβιάζουν, θα δημιουργηθεί το πλαίσιο για να αναπτυχθεί μια νέα γενιά επιχειρηματιών. Ακόμα, πανεπιστήμια που θα βλέπουν το περιβάλλον γύρω τους ως πεδίο δράσης, αφού δε μπορεί ένα πολυτεχνείο σε μια περιοχή που δίπλα του υπάρχουν πχ ορυχεία να δίνει έμφαση στην έρευνα για το μποζόνιο. Λυπάμαι, αλλά σαν χώρα δεν έχουμε πλέον αυτή τη πολυτέλεια. Θα πρέπει να κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να βοηθήσει τη τοπική οικονομία να αναπτυχθεί. Να παράγει νέους επιστήμονες που από το πανεπιστήμιο θα μαθαίνουν για την επιχειρηματικότητα και θα έχουν βοήθεια, στα πρώτα τους βήματα, για να σταδιοδρομήσουν είτε ως νέοι επιχειρηματίες, είτε ως επιστημονικό προσωπικό μεγάλων επιχειρήσεων. Εποχές που σε συνέντευξη για είσοδο σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών προσέρχονταν οι υποψήφιοι με την ατάκα «θέλω το πτυχίο για τα μόρια ώστε να μπω στο δημόσιο» πρέπει να περάσουν ανεπιστρεπτί!
Επέλεξα ως τίτλο του άρθρου το ομώνυμο βιβλίο του πρώην υπουργού κου Λιάπη. Για να θυμόμαστε ότι δε πάσχουμε από λόγια, μια χαρά τα λέμε όλοι, και εγώ και ο πρώην υπουργός καλά τα έλεγε όταν ήταν στις δόξες του. Από πράξεις πάσχουμε και από κολλήματα σε στερεότυπα. Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι το πρόβλημα μας είναι το πλήθος των μικρών εταιριών. Αλλού είναι το πρόβλημα. Ας λύσουμε πρώτα το θέμα του πλαισίου λειτουργίας τους και η οικονομία θα βρει μόνη της την άκρη.
Φωτογραφία : Βοσκόπουλα στα Γιάννενα, δεκαετία 1930, Φωτογράφος: Nelly