ΤΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ
άρθρο του Πέτρου Βουρλή, πρώτη δημοσίευση: referendumsforgreece.wordpress.com
Πριν ημέρες μετάφρασα έναν πίνακα από ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το The Politics of Switzerland: Continuity and Change in a Consensus Democracy, των Hanspeter Kriesi και Alexander H. Trechse. Στην συνέχεια έκανα ένα print screen του πίνακα και άφησα την εικόνα του να ταξιδέψει στο διαδίκτυο και κυρίως στο Facebook. Η αίσθηση που έχω είναι ότι η εικόνα αυτή αναμεταδόθηκε και σχολιάσθηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και είναι φυσικό. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος είναι –δυστυχώς– άγνωστος στην ολιγαρχική μας κοινωνία. Είναι ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος θεσμός για ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο στην Ελλάδα και όχι μόνο (αλήθεια, θυμάστε την έκφραση της Μέρκελ αλλά κυρίως του Σαρκοζί όταν ο Παπανδρέου ψέλλισε την λέξη;). Καμιά από τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα δεν επιθυμεί την πολιτική χειραφέτηση του Έλληνα. Κανείς δεν θέλει τον Έλληνα πολίτη, ως υπήκοοι τους είμαστε απείρως χρησιμότεροι.
Με δύο λόγια: από το 1848 ως και το 2007, οι Ελβετοί πολίτες ψήφισαν σε 543 δημοψηφίσματα. Ο αριθμός αυτός δεν είναι οι ημέρες που χρειάσθηκε να προσέλθουν οι Ελβετοί στις κάλπες. Στην Ελβετία είναι σύνηθες να ψηφίζουν για περισσότερα από ένα θέματα την ίδια ημέρα. Σίγουρα όμως αποφάσισαν για 543 θέματα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω είναι μόνο τα ομοσπονδιακά δημοψηφίσματα. Εκτός αυτών, οι Ελβετοί ψηφίζουν για θέματα που αφορούν το καντόνι τους αλλά και τον δήμο τους. Εκτιμώ ότι ένας ενεργός πολίτης στην Ελβετία, συναποφασίζει (μαζί με τους συμπολίτες του) για περισσότερα από 15 θέματα τον χρόνο. Έτσι ένας Ελβετός στα πενήντα του έχει ψηφίσει για περίπου 500 θέματα! Από τα ίσως όχι και τόσο σημαντικά θέματα της πόλης του, ως το αν θα γίνει η Ελβετία μέλος της ΕΕ. Ας τα δούμε όμως ένα – ένα.
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Από το 1848 ως το 2007 διεξήχθησαν στην Ελβετία διακόσια είκοσι ένα (221) υποχρεωτικά δημοψηφίσματα. Λέγονται έτσι γιατί δεν χρειάζεται να συλλέξει κανείς υπογραφές για να τα καλέσει (θυμηθείτε, στην Ελβετία δημοψήφισμα καλούν ΜΟΝΟΝ οι πολίτες ΚΑΙ ΟΧΙ οι πολιτικοί). Οποιαδήποτε αλλαγή στο Σύνταγμα πρέπει να περάσει ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ από δημοψήφισμα. Το ίδιο και η συμμετοχή της Ελβετίας σε οποιαδήποτε υπερεθνική οντότητα (ΝΑΤΟ, ΕΕ, κ.α.). Στα δημοψηφίσματα αυτά πρέπει να επιτευχτεί διπλή πλειοψηφία, και πολιτών και καντονιών. Αυτό γίνεται έτσι ώστε να μην μπορούν τα πολυπληθή καντόνια (όπως αυτό της Ζυρίχης με 1,3 εκατομμύρια κατοίκους) να επιβάλουν την άποψη τους στα λιγότερο πυκνοκατοικημένα (το Appenzell Innerrhoden έχει μόλις 15.000 κατοίκους). Έτσι λοιπόν οι Ελβετοί πολίτες αποφασίζουν κατά μέσο όρο 1,4 φορές τον χρόνο για ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα. Την δεκαετία του 70 ο μέσος όρος των υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων ήταν 5 ανά έτος! Η ουσία του υποχρεωτικού δημοψηφίσματος είναι ότι τόσο το Σύνταγμα (και ό,τι αυτό προβλέπει) όσο και η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς δεν μπορεί παρά να απολαμβάνει την σύμφωνη γνώμη των πολιτών. Μόνο τότε, τα προηγούμενα, είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένα. Μην διανοηθείτε σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα. Εδώ το Σύνταγμα και η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς, γράφεται και αποφασίζεται αντίστοιχα από μια δεκάδα οικογενειών. Όπως σε κάθε ολιγαρχία………
ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟ – ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Αντίστοιχα από τον 1874 ως το 2007 διεξήχθησαν εκατόν εξήντα (160) προαιρετικά – ακυρωτικά δημοψηφίσματα. Έχουμε όλοι διδαχθεί και πιστέψει ένα ψέμα. Μας είπαν ότι δημοκρατία είναι να ψηφίζουμε τους αντιπροσώπους μας. Στην πραγματικότητα η έννοια της αντιπροσώπευσης είναι ασύμβατη με την δημοκρατία. Δημοκρατία σημαίνει ψηφίζω νόμους και όχι ψηφίζω αντιπροσώπους. Ο Αριστοτέλης (αλλά και αρκετοί άλλοι αργότερα) μας έχουν προειδοποιήσει : η ψήφος για την ανάδειξη πολιτικών προσώπων είναι ολιγαρχική πρακτική, δημοκρατική είναι η κλήρωση. Ας επιστρέψουμε όμως στους νόμους. Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ τρόπος (εννοώ θεσμικά) να επηρεάσουμε την ισχύ ενός νόμου ο οποίος ψηφίσθηκε από ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι μας αντιπροσωπεύουν. (Δηλαδή ο αντιπρόσωπος πολιτικός έχει απείρως μεγαλύτερη ισχύ από τον αντιπροσωπευόμενο λαό! Αλήθεια, τι είδους αντιπροσώπευση είναι αυτή;) Είμαστε λοιπόν στην απίστευτα δυσάρεστη θέση να μην υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ ΘΕΣΜΟΣ ο οποίος να μας επιτρέπει να ορίζουμε τις ζωές και το μέλλον μας. Ας δούμε τι συμβαίνει αντίστοιχα στην Ελβετία.
Μετά την ψήφιση ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ νόμου, οι πολίτες έχουν στην διάθεση τους 90 ημέρες για να συλλέξουν 50.000 υπογραφές ενάντια στο νόμο (αντιστοιχούν περίπου στο 1% του συνολικού αριθμού των ψηφοφόρων). Αν τα καταφέρουν, κηρύσσεται δημοψήφισμα στο οποίο οι Ελβετοί αποφασίζουν αν τελικά θα δεχθούν ή θα ακυρώσουν τον νόμο.
Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο θεσμός του ακυρωτικού δημοψηφίσματος επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη επάνω από τους Ελβετούς πολιτικούς – νομοθέτες. Αν δεν λάβουν σοβαρά υπόψη τους το τι πιστεύει και επιθυμεί ο Ελβετός πολίτης θα αντιμετωπίσουν ένα δημοψήφισμα και πιθανότατα μια ταπεινωτική ήττα – ακύρωση του νομοθετήματός τους.
Το μόνο πρόβλημα της παραπάνω διαδικασίας είναι ο ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος που απαιτείται προκειμένου να σχεδιασθεί και να ψηφισθεί ένα νόμος. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης το Ελβετικό Ομοσπονδιακό κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να ψηφίσει νόμο ο οποίος δεν μπορεί να δεχθεί «επίθεση» από δημοψήφισμα. Όταν κάποια στιγμή οι Ελβετοί πολιτικοί άρχισαν να ψηφίζουν το έναν νόμο μετά τον άλλο ως νόμους «έκτακτης ανάγκης», οι πολίτες αντέδρασαν με ένα δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών, και πρόσθεσαν στο Σύνταγμα τους έναν όρο σύμφωνα με τον οποίο οι νόμοι έκτακτης ανάγκης δεν μπορούν να δεχθούν «επίθεση» από δημοψήφισμα μόνο για ένα έτος. Μετά το έτος ισχύει για αυτούς ότι και για τους υπόλοιπους ομοσπονδιακούς νόμους. Τόσο απλά……
Βλέπουμε λοιπόν ότι στη διάρκεια των τελευταίων 133 ετών η ομοσπονδιακή βουλή των Ελβετών έχει ψηφίσει 2370 νόμους. Από αυτούς οι 160 (περίπου οι 7 στους 100) έχουν δεχθεί «επίθεση» από δημοψήφισμα και περίπου οι μισοί από αυτούς (87) ακυρώθηκαν.
Εδώ θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι δημοκρατία δεν σημαίνει «απλά ψηφίζω για κάτι». Το σημαντικότερο είναι ό,τι προηγείται του δημοψηφίσματος, δηλαδή, ο δημόσιος διάλογος που μετασχηματίζει τον αδρανή υπήκοο σε ενεργό πολίτη.
Ακούμε συχνά κάποιους συνανθρώπους μας να αναρωτιούνται: έχει όμως την γνώση και την επάρκεια ο ελληνικός λαός να αποφασίζει για το μέλλον του; Το ερώτημα αυτό και η συχνά αρνητική του απάντηση, περιγράφουν με ακρίβεια την ΑΠΟΛΥΤΑ ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ μας. Το ερώτημα αυτό δεν υφίσταται στην δημοκρατία. Το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν ξέρουμε ή όχι ως κοινωνία τί πρέπει να κάνουμε. Το ερώτημα είναι: ποιός νομιμοποιείται και δικαιούται να αποφασίζει για το μέλλον των πολιτών και της κοινωνίας τους; Για την δημοκρατία και τους δημοκράτες, η απάντηση είναι μόνο μία: ΜΟΝΟ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ. Αν βέβαια μιλήσετε με έναν Έλληνα πολιτικό (προσπαθήστε το) θα σας απαντήσει ότι το καίριο ερώτημα είναι άλλο: θέλουν οι έλληνες να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους; Εμείς θα του απαντούσαμε: Ρωτήστε τους, κάντε δηλαδή ό,τι έκαναν και στην Ισλανδία. Κηρύξτε ένα δημοψήφισμα και ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ.
Υπάρχει τέλος ο αντίλογος ότι ακόμα και η Ελβετία (και το πολιτικό της μοντέλο) δεν αποτελούν μια αυτόνομη κοινωνία, εφόσον ακόμα και εκεί, οι νόμοι δημιουργούνται από το κοινοβούλιο και όχι τους πολίτες. Είναι αλήθεια. Η σημαντική διαφορά είναι όμως ότι ο Ελβετός έχει κατακτήσει τον ΘΕΣΜΟ (το προαιρετικό – ακυρωτικό δημοψήφισμα) ο οποίος του επιτρέπει να έχει τον ΤΕΛΙΚΟ ΛΟΓΟ για όλους τους νόμους. Αυτός, ως πολίτης, και κανένας άλλος.
ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ
Τέλος, λίγα χρόνια αργότερα (το 1891), οι Ελβετοί πολίτες απέκτησαν ένα ακόμα δημοκρατικό «εργαλείο», το δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών (popular initiative). Από το 1891 ως και το 2007 οι Ελβετοί προσπάθησαν διακόσιες πενήντα τέσσερις (254) φορές να ορίσουν αυτοί την πολιτική ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ιδανικά, σε μια αυτόνομη κοινωνία, θα έπρεπε να προτείνουμε και να επικυρώνουμε εμείς, ως πολίτες, όλους τους νόμους. Αυτό συνέβαινε στην αρχαία Αθήνα και θα μπορούσε να συμβεί και σήμερα αν το επιθυμούσαμε. Σαν έναν πρώτο βήμα προς την δημοκρατία, ή απλά αν δεν επιθυμούμε να ψηφίζουμε εμείς για τον κάθε νόμο, μπορούμε να αφήσουμε την νομοθετική διαδικασία στους πολιτικούς και εμείς να ελέγχουμε την «εργασία» τους μέσω των προαιρετικών – ακυρωτικών δημοψηφισμάτων. Παρόλα αυτά, θα υπάρχουν πάντα οι στιγμές που οι πολιτικοί δεν θα θελήσουν (από άγνοια ή δόλο) να ανοίξουν τον δημόσιο διάλογο για κάποια θέματα. Το δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών έρχεται εκεί να καλύψει το κενό.
Έτσι οι Ελβετοί μπορούν να ζητήσουν να προστεθεί στο Σύνταγμα τους οποιαδήποτε θέση – πρόταση επιθυμούν. Αρκεί να συλλέξουν 100.000 υπογραφές σε διάρκεια 18 μηνών και στην συνέχεια να «κερδίσουν» το δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να αντιπροτείνει μια δική της θέση και ο Ελβετός πολίτης μπορεί να επιλέξει την πρόταση των συμπολιτών του, την πρόταση της κυβέρνησης, και τις δύο ή και καμία από αυτές.
Συχνά η ομάδα που καλεί το δημοψήφισμα γνωρίζει ότι έχει ελάχιστες ή ακόμα και μηδενικές πιθανότητες να κερδίσει το δημοψήφισμα. Παρόλα αυτά, ο θεσμός τούς επιτρέπει να ρίξουν τα φώτα της δημοσιότητας σε ένα θέμα το οποίο θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό και για το οποίο δεν υπάρχει δημόσιος διάλογος. Επίσης, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η κυβέρνηση να ικανοποιήσει κάποια ή ακόμα και όλα από τα αιτήματα των πολιτών που κάλεσαν το δημοψήφισμα, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να το αποσύρουν. Στην στήλη «αποσυρθέντα» του πίνακα, βλέπουμε ότι περίπου ένα στα τρία δημοψηφίσματα τελικά δεν έφθασε στις κάλπες.
Ας δούμε ένα παράδειγμα των παραπάνω. Κάποια στιγμή, την δεκαετία του 80, μια ριζοσπαστική ομάδα της αριστεράς προκάλεσε δημοψήφισμα με αίτημα την κατάργηση του ελβετικού στρατού. Το δόγμα της Ελβετίας όσο αφορά την ουδετερότητα της είναι αυτό της ένοπλης ουδετερότητας. Ο ελβετικός στρατός είναι ιερή αγελάδα για τους Ελβετούς και αυτός είναι ο λόγος που σχεδόν όλος ο πολιτικός κόσμος θεώρησε ότι το αίτημα δεν θα υποστηριχθεί ούτε από ένα 10% των πολιτών. Ένα από τα αιτήματα των πολιτών ήταν και η καθιέρωση εναλλακτικής – ως προς την υποχρεωτική στρατιωτική – κοινωνικής θητείας. Όταν το δημοψήφισμα διεξήχθη το 1989 το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη για όλους. Η συμμετοχή ανήλθε στο 70% και το ποσοστό των Ελβετών οι οποίοι υποστήριξαν την κατάργηση του ελβετικού στρατού έφτασε το 35,6%! Όταν μετά από δύο χρόνια διεξήχθη νέο δημοψήφισμα το οποίο ζητούσε το δικαίωμα να μπορεί να επιλέξει κανείς εναλλακτική κοινωνική θητεία, το αποτέλεσμα ήταν υπέρ της πρότασης με ποσοστό 82,5%! Στην συνέχεια, η ίδια ομάδα, ζήτησε και κατάφερε να καλέσει νέο δημοψήφισμα με αίτημα και πάλι την κατάργηση του στρατού. Το ποσοστό των Ελβετών που τους υποστήριξε αυτή την φορά μειώθηκε στο 21,9%. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο θεσμοί των δημοψηφισμάτων είναι σημαντικός πυλώνας της δημοκρατία.
Ένα δεύτερο αλλά αντίστοιχα απαραίτητο στοιχείο είναι η ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΠΟΙΗΣΗ. Ο μόνος τρόπος να μην επιτρέπουμε στην εξουσία (κρατική, κομματική, ολιγαρχική) να μας δυναστεύει, είναι να διασπάσουμε την ισχύ της σε μικρότερους – και σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους – πόλους εξουσίας. Έτσι, το κάθε καντόνι στην Ελβετία έχει την δική του Βουλή, το δικό του Σύνταγμα, ελέγχει σχεδόν απόλυτα την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την αστυνομία και την δικαιοσύνη. Μέσω της ομοσπονδοποίησης αφαιρείται εξουσία από το απρόσωπο και απάνθρωπο κεντρικό κράτος για να μεταφερθεί στην ίδια την κοινωνία, στους ίδιους τους πολίτες.
Και κάποια σχόλια …επί του πιεστηρίου.
Οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην Ελβετία έχουν ιστορία από τον δωδέκατο αιώνα. Η δημοκρατία άνθησε πρώτα σε τοπικό επίπεδο και στην συνέχεια κατέκτησε τα καντόνια και τελικά ολόκληρη την ομοσπονδία.
Το ποσοστό συμμετοχής των Ελβετών στα δημοψηφίσματα είναι σταθερά μεγαλύτερο από αυτό που απολαμβάνουν οι εκλογές των αντιπροσώπων τους. Αν αυτό το δούμε σε μια λογική ορίου (με την μαθηματική έννοια) θα μπορούσε να καταλήξει ακόμα και στην ΚΛΗΡΩΣΗ των Ελβετών βουλευτών. Ο Ελβετός ψηφοφόρος δεν δείχνει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα άτομα που θα τον αντιπροσωπεύσουν, εφόσον ξέρει ότι υπάρχουν θεσμοί για να ανακαλέσει τον οποιονδήποτε πίσω στην δημοκρατική τάξη.
Τα δημοψηφίσματα και η ομοσπονδοποίηση είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές ως συνθήκες για την ύπαρξη της δημοκρατίας. Με απλά λόγια, τα παραπάνω δεν αρκούν για να μας εξασφαλίσουν την δημοκρατία αλλά σίγουρα, η απουσία τους σημαίνει και απουσία της δημοκρατίας.