Στις 10 του περασμένου Νοεμβρίου, το ένστικτο επιβίωσης, χάρη στο οποίο η Ελλάδα σώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, αρκετές φορές στη νεότερη Ιστορία της, λειτούργησε και πάλι. Με αντανακλαστικά που εξέπληξαν ακόμη και τους πιο αισιόδοξους παρατηρητές των πολιτικών μας πραγμάτων, βουλευτές όλων των παρατάξεων -αλλά κυρίως της πλειοψηφίας- επέβαλαν τη «λύση Παπαδήμου». Μια λύση που, όπως φαίνεται, απεύχονταν οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, για δικούς της λόγους η καθεμιά. Ετσι, με διόλου αμελητέο κόστος τη συμμετοχή στην κυβέρνηση εκπροσώπων του ΛΑΟΣ, απετράπη το μοιραίο. Δηλαδή η άτακτη χρεοκοπία, στην οποία είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε τη χώρα η
διεξαγωγή εκλογών στις αρχές Δεκεμβρίου, ή ο εκ των ενόντων σχηματισμός άλλης μονοκομματικής κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ.
Ο κ. Λουκάς Παπαδήμος συμπλήρωσε προχθές δύο μήνες στην πρωθυπουργία. Αν και τα δύσκολα βρίσκονται ακόμη μπροστά του, το διάστημα αυτό είναι αρκετό για να βγάλει κανείς μερικά πρώτα συμπεράσματα:
Από τη μια, επικράτησε ένα αίσθημα καταλλαγής, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και στις άλλες πόλεις της χώρας. Αν και δεν βρήκε ακόμη τον κανονικό ρυθμό της, η ζωή αρχίζει δειλά δειλά να επανέρχεται στο πολύπαθο Κέντρο. Και θέλω να πιστεύω ότι τα φιλόδοξα μέτρα που ανήγγειλε πρόσφατα ο δήμαρχος Αθηναίων δεν θα αργήσουν να αποδώσουν.
Με την καταλλαγή κατέβηκαν κάπως και οι τόνοι. Ο κόσμος, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες παρέες, άρχισε να αναστοχάζεται και να κουβεντιάζει για τα βασικά. Ποτέ άλλοτε, τα τελευταία χρόνια, δεν μπήκαν στο τραπέζι τόσο βαθιά ριζωμένα στερεότυπα και αντιλήψεις. Παλιοί και νέοι έχουν χάσει τις βεβαιότητες άλλων εποχών και, φαινόμενο μοναδικό, ακόμη και οι πολιτικοί διαλέγονται.
Η στροφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια ψυχραιμότερη αντιμετώπιση της κρίσης και των δεινών της. Η δικαιολογημένη αγανάκτηση την οποία προκάλεσε η μέγιστη αδικία της καλπάζουσας ανεργίας, και η λαίλαπα των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, δεν οδηγούν όπως πέρυσι σε μια καθολική απόρριψη των μέτρων του Μνημονίου. Γιατί συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο ότι πολλά από αυτά έπρεπε να έχουν ληφθεί εδώ και χρόνια. Οδηγεί αντίθετα σε κινήσεις αλληλεγγύης για την ανακούφιση αυτών που πάσχουν πραγματικά (απολυμένοι, άστεγοι, άνεργοι προπάντων νέοι) και που, με την κρίση, ο αριθμός τους έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη. Για πρώτη φορά από το 2004, το εθελοντικό κίνημα, με τόνο πατριωτικό και όχι ελεημοσύνης, έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις.
Σε όλα αυτά, όπως σημείωνε προ ημερών ο Αντώνης Τριφύλλης, ο «δωρικός» λόγος του «αντιπολιτικού» Παπαδήμου, συνέτεινε θετικά, αφού «υπονόμευσε» τον συναισθηματικό και εν τέλει «διχαστικό» λόγο των επαγγελματιών της πολιτικής. Αρκεί βέβαια να αρχίσει να φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ.
Η τελευταία αυτή παρατήρηση οδηγεί στο ζήτημα της νομιμοποίησης της κυβέρνησης Παπαδήμου. Ως σήμερα, ήταν δεδομένη για τους παραπάνω λόγους. Τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τα «αντισυστηματικά» άκρα του πολιτικού φάσματος δεν ευσταθούν. Δείχνουν, αντίθετα, κραυγαλέα αποκοπή από την πραγματικότητα (για να μην πω και έλλειψη στοιχειώδους συνταγματικής παιδείας). Από εδώ και πέρα, ωστόσο, η νομιμοποίηση της κυβέρνησης Παπαδήμου θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να φέρει σε πέρας την κύρια αποστολή της: δηλαδή, να συμφωνήσει με τους δανειστές της χώρας για περικοπή του δημόσιου χρέους (PSI) και να συνάψει τη νέα δανειακή σύμβαση. Συνάρτηση της πρώτης, η δεύτερη είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να παραμείνουμε στο ευρώ. Και αυτό, την ύστατη τούτη ώρα, αποτελεί τον κεντρικό στόχο του έθνους.
Από εκεί και πέρα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν, παράλληλα με την κρίσιμη αυτή διαπραγμάτευση και την τιτάνια προσπάθεια για την ανάκαμψη της οικονομίας, την ενίσχυση της απασχόλησης και την αποκατάσταση των δυσβάσταχτων αδικιών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, μπορούν να μπουν τα θεμέλια για ένα καινούργιο πολιτικό ξεκίνημα. Αν δηλαδή, μπορούμε, ήδη από σήμερα, να ξεπεράσουμε κάποιες αγκυλώσεις που όχι μόνο δεν απέτρεψαν, αλλά ίσως και να επιτάχυναν την πορεία προς την καταστροφή.
Οπως μου έχει δοθεί η ευκαιρία να υποστηρίξω και αλλού, για την πορεία προς τον γκρεμό φταίνε κυρίως οι άνθρωποι και δευτερευόντως το Σύνταγμα. Οι θεσμοί, όταν οι πολιτικοί μας είναι έτοιμοι να δανεισθούν αλόγιστα για να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, δεν μπορούν να αποσοβήσουν το κίνδυνο. Μπορούν εν τούτοις να προειδοποιήσουν, να αναβοσβήσουν τα προειδοποιητικά λαμπάκια, και να εκθέσουν στη χλεύη του εκλογικού σώματος όχι μόνο τους ασυνείδητους, αλλά και τους ανίκανους.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, το Σύνταγμα και οι θεσμοί της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας πάσχουν. Διότι, οι συντάκτες τους, αρχικοί και επιγενόμενοι, παρέβλεψαν την ανάγκη των αντιβάρων. Και για μεν τους πρώτους, τους συντάκτες δηλαδή του Συντάγματος του 1975, αυτό εξηγείται αφού, εκείνο που κυρίως μέτραγε τότε ήταν ο λαός να μπορεί να αναδείξει την κυβέρνηση που επιθυμεί και αυτή να κυβερνά απερίσπαστη, χωρίς τον φόβο ότι θα παρέμβουν στο έργο της εκείνοι που επί μισόν και πλέον αιώνα νόθευαν το κοινοβουλευτικό πολίτευμα (ανάκτορα, στρατός, «συμμαχικός» παράγοντας). Η ευθύνη, αντίθετα, όσων αναθεώρησαν χωρίς περίσκεψη το Σύνταγμα, το 1986, και κυρίως το 2001, είναι τεράστια. Διότι, αγνόησαν προκλητικά μια βασική αρχή της δημοκρατίας: ότι δηλαδή, για να ασκήσει υπεύθυνα την εξουσία, η κυβέρνηση της πλειοψηφίας, πρέπει να λογοδοτεί και να ελέγχεται αποτελεσματικά. Η ανιστορική αυτή άγνοια έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης για την καταστροφή που επήλθε. Και είναι τουλάχιστον οξύμωρο, όσοι έκαναν το μοιραίο αυτό λάθος να διεκδικούν σήμερα ρόλο μεγάλου μεταρρυθμιστή για τη θεσμική εξυγίανση της χώρας.
Οπως υποστήριξε στην «Καθημερινή» ο συνάδελφος Αντώνης Μανιτάκης (7/1/2012), μερικά μέτρα, όπως ο περιορισμός των βουλευτών σε 200, η κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών και ο έλεγχος του πολιτικού χρήματος, μπορούν να ληφθούν από τώρα, χωρίς προηγουμένως να χρειάζεται να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Οικονομικό κόστος κατ’ αρχήν δεν έχουν, η δε ανάγκη να παρθούν αμέσως υποστηρίζεται ευρύτατα. Ομως, αυτό που προπάντων μετρά είναι ο συμβολισμός τους. Γιατί η λήψη τους θα δείξει στον κόσμο ότι η αγανάκτησή του κάπου πιάνει τόπο. Και ότι υπάρχει τελικά ελπίδα.
Από την άποψη αυτή, η λήψη τέτοιων μέτρων, όσο και αν κινδυνεύει να αποσπάσει την κυβέρνηση Παπαδήμου από την κύρια αποστολή της, θα ενισχύσει τη νομιμοποίησή της. Δεν είναι λίγο πράγμα.
Tου Nικου K. Aλιβιζατου