Ενα οικοδομικό τετράγωνο με 17 κτίσματα, μια γειτονιά του 19ου αιώνα, θα στεγάσει το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Είναι ο πιο μυστικός θησαυρός της Αθήνας. Ουσιαστικά αθέατος από τους χιλιάδες Αθηναίους και τουρίστες που διασχίζουν ανυποψίαστοι τους πολυσύχναστους δρόμους της Πλάκας και του Μοναστηρακίου, δέχεται εδώ και λίγες ημέρες τη φροντίδα συνεργείων καθαρισμού που θα προετοιμάσουν το έδαφος για το έργο της αποκατάστασης και ανάδειξής του. Ο λόγος για τα 17 κτίσματα της λεγόμενης «Αυλής των Θαυμάτων» που καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, δύο βήματα από τον σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι. Εκεί θα στεγαστεί το
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Περισσότερο από τη σύσταση ενός ιστορικού μουσείου με πλούσιες συλλογές πρόκειται για την ανασύσταση τμήματος της αθηναϊκής πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής και οικονομικής ιστορίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Παρά την εγκατάλειψη, παρά τις δυσκολίες και τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις, έχουμε τη μοναδική τύχη να μας κληρονομείται σχεδόν αναλλοίωτη μια χαρακτηριστική γειτονιά της Αθήνας του 19ου αιώνα με συγκεκριμένα φυσικά όρια, κοινωνική και πολιτισμική ομοιογένεια. Στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης πιστεύουν ότι καθώς η Αθήνα, παρά τη μακρότατη ιστορία της, παρουσιάζει επώδυνα για την έρευνα κενά ως προς το νεώτερο πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό της παρελθόν, η διατήρηση του συγκεκριμένου χώρου θα αποτελέσει μοναδικό τεκμήριο αστικής μνήμης, μελέτης και ιστορικότητας. Το έργο ανάπλασης εξελίσσεται σε δύο φάσεις: μέχρι τον Ιούνιο ο καθαρισμός, οι αποχωματώσεις και στη δεύτερη φάση η αποκατάσταση των κτιρίων.
Οταν η «Αυλή» άλλαξε «κατηγορία»
Μετά την Ανεξαρτησία παρατηρείται σταδιακή διαφοροποίηση του χαρακτήρα της περιοχής. Το εμπορικό κέντρο διαμορφώθηκε γύρω από την πλατεία του Μοναστηρακίου. Εκεί συγκεντρώνονταν τα υπαίθρια κουρεία και εκατέρωθεν της εξόδου της Αγοράς προς την Πανδρόσου εμπορικά καταστήματα, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν βιοτεχνίες με κύρια δραστηριότητα τη βυρσοδεψία. Η οδός Αδριανού εξακολουθούσε να συγκεντρώνει καφενεία, η οδός Αρεως φιλοξενούσε εργαστήρια και καταστήματα και η οδός Ηφαίστου χαλκουργεία. Ενας τόπος, που άλλοτε συγκέντρωνε λόγω υγιεινών συνθηκών τα αρχοντικά των πλουσιότερων οικογενειών, σταδιακά διαμορφώθηκε σε μια περιοχή για τα χαμηλά στρώματα και το εργατικό δυναμικό που απασχολείτο στις βιοτεχνίες που λειτουργούσαν εκεί.
Καμάρες, λιθόστρωτα, πηγάδι και χαγιάτια δίπλα στο ρωμαϊκό τείχος
Πυρήνας της «Αυλής» ήταν η οικία Χωματιανού–Λογοθέτη, μιας από τις σημαντικότερες αθηναϊκές οικογένειες την περίοδο της Τουρκοκρατίας με ρίζες στο Βυζάντιο. Τι σώζεται σήμερα; Η ατμοσφαιρική πύλη που οδηγούσε στην κεντρική λιθόστρωτη αυλή (σώζεται σχεδόν αυτούσια), τοξοτή εσοχή με βρύση δίπλα της, μια λίθινη σκάλα, ένα καμαροσκεπές κατώι προσαρμοσμένο σε νεότερη οικία και το πηγάδι της κεντρικής αυλής. Ο Αγιος Ελισαίος ήταν η εκκλησία της οικογένειας. Εδώ έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Λόγω του Παπαδιαμάντη ο Αγιος Ελισαίος εξελίχθηκε σε πνευματικό «στέκι» της εποχής. Εδώ εκκλησιάζονταν οι Παύλος Νιρβάνας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Γιάννης Βλαχογιάννης, Γεράσιμος Βώκος κ.ά., ενώ ιερουργούσε και ο νεοανακηρυχθείς άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς.
Στη βόρεια πλευρά του κατεδαφισμένου Αγίου Θωμά σώζεται τμήμα του υστερορωμαϊκού τείχους που ανήγειραν οι Αθηναίοι μετά την καταστροφή της πόλης από τους Ερούλους, το 267 μ.Χ. Κατάλοιπα του τείχους εντοπίζονται σε διάφορα σημεία του οικοδομικού τετραγώνου, ενώ αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκονται εντοιχισμένα σε τοιχοποιίες κτισμάτων.
Τα υπόλοιπα κτίρια ομαδοποιούνται σε ποικίλους αρχιτεκτονικούς τύπους. Στην «Αυλή των Θαυμάτων» συνυπάρχουν έντονα στοιχεία οικιστικών χώρων (σπίτια, αρχοντικά), χώρων λατρείας και κοινωνικών εκδηλώσεων (εκκλησίες, πλατείες) και χώρων οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας (μαγαζιά, παλαιοπωλεία). Πού αλλού το βρίσκεις αυτό στη σύγχρονη Αθήνα; Ετσι έχουμε τον λεγόμενο «ανοικτό τύπο», με το λειτουργικό δέσιμο σπιτιού – αυλής και την επικοινωνία των δωματίων μέσω στεγασμένων διαδρόμων (τα γνωστά χαγιάτια), τον μεταβατικό τύπο στη διάρκεια της οθωνικής περιόδου, όπου το κύριο σώμα του κτίσματος εκτείνεται σε διώροφη διάταξη πάνω στην οικοδομική γραμμή και τη σύγκλιση παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και κλασικισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στα πιο πρόσφατα «αποκτήματα» της «Αυλής» η οικία Δραγούμη στην οδό Κλάδου 8. Οικοδομήθηκε το 1835, για λογαριασμό του Νικολάου Μ. Δραγούμη (1809-1879), εμβληματικής μορφής της περιόδου.
Aπό την ακμή στην εγκατάλειψη
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα oι οδοί Αρεως, Αδριανού και Κλάδου απέκτησαν συνεχή μέτωπα με πυκνή οριζόντια δόμηση, κυρίως εμπορικά - βιοτεχνικά καταστήματα και κατοικίες. Στενοί διάδρομοι που ορίζονται από μαντρότοιχους διακρίνουν τον ιδιωτικό χώρο της προαύλιας διαμόρφωσης από τον δημόσιο χώρο του δρόμου της πλατείας Βρυσακίου. Τα χαρακτηριστικά αυτά επιτρέπουν τον προσδιορισμό της «Αυλής» ως μιας χαρακτηριστικής «κοινότητας - γειτονιάς» στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, το τετράγωνο της «Αυλής» αρχίζει και παρακμάζει. Η κατοίκηση στο οικοδομικό τετράγωνο μειώνεται δραστικά. Παρά την απαλλοτρίωση των κτισμάτων του τετραγώνου, συνεχίζουν να λειτουργούν εμπορικά καταστήματα με τουριστική, κυρίως, χρήση.
Η οθωμανική Αθήνα ξαναζεί τον 21ο αιώνα
Η ανάπλαση της «Αυλής των θαυμάτων» θα δίνει την αίσθηση ζωντανής γειτονιάς
Οι ιδιοκτησίες, συνολικού εμβαδού δομημένου χώρου περίπου 3.700 τ.μ και ελεύθερων χώρων 1.600 τ.μ, αναπτύσσονται στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Αρεως, Αδριανού, Βρυσακίου και Κλάδου. Στο δυναμικό του νέου Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης εντάσσονται τρία επιπλέον κτίρια δίπλα ακριβώς στο τετράγωνο της «Αυλής», στο νούμερο 7 της οδού Αρεως, καθώς και στην οδό Κλάδου, στο 5 και στο 9.
Ενας μοναδικός θύλακας του πολεοδομικού ιστού της Αθήνας των πρώιμων χρόνων μετά την Ανεξαρτησία έρχεται να αναβιώσει σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, περισσότερο ως ένα ζωντανό μουσείο της διαχρονικής εξέλιξης της Αθήνας. Αν υποθέσουμε ότι η Στοά του Αττάλου και η Αρχαία Αγορά, το φυσικό δυτικό όριο του οικοδομικού τετραγώνου, αφηγούνται την ιστορία της κλασικής Αθήνας, με την αναβίωση της «Αυλής» έχουμε αμέσως μετά ένα ταξίδι στην οθωμανική Αθήνα και στις πρώτες δεκαετίες της νεόκοπης πρωτεύουσας.
Ολο το 24ωρο
Με τη στέγαση του ΜΕΛΤ στην περιοχή αξιοποιείται και αποδίδεται στο κοινό μια από τις σημαντικότερες σωζόμενες γειτονιές της παλιάς Αθήνας. Η ανάπλασή της θα δίνει την αίσθηση ζωντανής γειτονιάς, ανοιχτής και εκτός των ωρών λειτουργίας του μουσείου. Ετσι, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς, χωροθετούνται χρήσεις (καφέ - εστιατόριο, χώροι εκδηλώσεων) που θα επιτρέπουν τη λειτουργία της «Αυλής» καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Ο στόχος είναι ακριβώς αυτός: η άμεση και ομαλή ένταξή της στη σύγχρονη πόλη, έτσι ώστε η επαφή του επισκέπτη ή του τουρίστα να μην εξαντλείται στην εμπειρία της επίσκεψης σε ένα μουσείο αλλά να πηγαίνει σε μεγαλύτερο βάθος, να εξελίσσεται σε βίωμα του χώρου και της διαχρονικής συνέχειας της περιοχής από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Ο χώρος της πλατείας επί της οδού Βρυσακίου θα διαμορφωθεί έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα οργάνωσης υπαίθριων εκδηλώσεων, όπως παραστάσεις θεάτρου σκιών, λαϊκών δρωμένων, παραδοσιακών ομαδικών παιχνιδιών κ.λπ., αλλά και εκπαιδευτικών προγραμμάτων με διαχρονικό χαρακτήρα, λόγω της άμεσης γειτνίασης με τη Στοά του Αττάλου και την Αρχαία Αγορά.
Στη μελέτη δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση του κελύφους και του περιγράμματος των κτισμάτων και με την αποκατάσταση του συγκροτήματος προβάλλεται η ιδιαιτερότητα της ρυμοτομίας του τετραγώνου που συνδέεται με την έννοια της «γειτονιάς» της παλιάς Αθήνας. Σε συνδυασμό με τα παραρτήματα του ΜΕΛΤ που λειτουργούν πολύ κοντά (το Τζαμί Τζισδαράκι, που στεγάζει μια πλούσια συλλογή νεοελληνικής κεραμικής, το Λουτρό των Αέρηδων και το σπίτι της οδού Πανός 22, όπου λειτουργεί μόνιμη έκθεση για τα παραδοσιακά επαγγέλματα), είναι σαφές ότι το μουσείο εισέρχεται σε μια νέα εποχή δυναμικής ανάπτυξης. Δημιουργείται έτσι ένα ανεπανάληπτο τετράπτυχο παρουσίασης του νεοελληνικού πολιτισμού σε αντίστοιχα κτίρια - μνημεία των νεωτέρων χρόνων.
Ευτυχώς ΕΣΠΑ
Η έναρξη της πρώτης φάσης ανάπλασης του τετραγώνου της «Αυλής» σηματοδοτεί το αίσιο τέλος μιας «περιπέτειας» που διήρκεσε 22 ολόκληρα χρόνια. Το έργο εντάχθηκε τον Αύγουστο του 2011 στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αττική 2007 - 2013» (ΕΣΠΑ) με συνολικό προϋπολογισμό 12.060.647 ευρώ. Σε εξέλιξη βρίσκεται η πρώτη εργολαβία με την οποία θα γίνουν ο καθαρισμός του χώρου και οι αποχωματώσεις, ο καθαρισμός των ερειπίων και στη δεύτερη φάση η αποκατάσταση των κτιρίων. Ηδη, εδώ και μήνες έχει ξεκινήσει το έργο της μελέτης για τα αντικείμενα και τις συλλογές του μουσείου, που θα εκτεθούν στη συνέχεια στους νέους χώρους.
Οπως μας εξηγεί η γενική γραμματέας του ΥΠΟΤ Λένα Μενδώνη, ο δεύτερος εργολάβος δεν έχει ακόμη αναδειχθεί, καθώς στην προκήρυξη χρειάζεται να συμπεριληφθούν στοιχεία που θα προκύψουν στην πρώτη φάση.
Δημοφιλής, φιλικός χώρος για ντόπιους και ξένους
Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (ΜΕΛΤ), το κεντρικό κρατικό λαογραφικό μουσείο της χώρας, ιδρύθηκε το 1918 από τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη και τον αρχαιολόγο Γιώργο Κουρουνιώτη με την επωνυμία «Μουσείον Ελληνικών Χειροτεχνημάτων». Περιλαμβάνει στις συλλογές του περισσότερα από 25.000 αντικείμενα, πολύτιμα δείγματα του νεοελληνικού πολιτισμού. Στεγάζεται από το 1973 σε ενοικιαζόμενο (!) κτίριο στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα, ενώ λειτουργούν τρία παραρτήματα του μουσείου σε σημαντικούς χώρους της Πλάκας.
Σύμφωνα με το μουσειολογικό πρόγραμμα που εκπονήθηκε από το ΜΕΛΤ, οι έννοιες καθημερινή ζωή, κοινωνική διαστρωμάτωση, οικονομία, θρησκεία - λατρεία θα λειτουργούν και θα παρουσιάζονται όχι ως «ψυχρές», «μουσειακές» έννοιες, αλλά ως μεταφορές ζωντανών παρουσιάσεων στον χώρο του μουσείου.
Προβλέπονται πέντε διαφορετικές ενότητες: α. Κατοικία και Περιβάλλον, β. Εθνική Ταυτότητα και Ιστορία του ΜΕΛΤ, γ. Θέατρο Σκιών και Ψυχαγωγία, δ. Ντύσιμο και Στολισμός, ε. Επίσημη και Εθιμική Λατρεία, με αναφορές σε έργα γυναικών, στον κύκλο της ζωής και στον κύκλο του χρόνου. Σε ειδική θεματική ενότητα θα παρουσιάζεται η «ιστορία της Πλάκας» όπου φυσικά ξεχωριστή θέση θα κατέχει η ιστορική διαδρομή της «Αυλής των Θαυμάτων».
Αλλά, επαναλαμβάνουν οι άνθρωποι του ΜΕΛΤ, ένα καλό μουσείο δεν αρκεί. «Ο σχεδιασμός και η οργάνωση ενός μουσείου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή ένταξή του στην πόλη. Εάν αυτό δεν αποτελεί οργανικό κομμάτι του ιστού της πόλης και δεν αναπτύσσεται ή διαμορφώνεται μαζί με την πόλη και τους ανθρώπους της, θα περιέλθει σε αφάνεια. Επιδίωξή μας είναι να δημιουργηθεί ένας χώρος φιλικός, με πραγματικό ενδιαφέρον για τους ντόπιους και τους αλλοδαπούς επισκέπτες, ένας χώρος που θα σηματοδοτεί τον ρυθμό του “Κάτω Παζαριού” και θα είναι “δημοφιλής” με την κυριολεκτική έννοια του όρου».
Του Δημητρη Pηγοπουλου