Άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη
«Τι έκανε ο Μανιτάκης;» ή «τι θα κάνει ο Μητσοτάκης»; Είναι η ερώτηση με την οποία τα ΜΜΕ βομβαρδίζουν τον μέσο Έλληνα κάθε μέρα. Eλάχιστοι είναι εκείνοι που ασχολούνται με τη φύση των προβλημάτων οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους. Ο δρων «Μητσοτάκης»/ «Μανιτάκης»/ «....άκης» φαίνεται σαν να ελέγχει το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας- μάλιστα, φαίνεται, ως εάν αυτή η πραγματικότητα να μην υπάρχει παρά μόνον ως προϊόν της βούλησης του Υπουργού. Εάν δεχθούμε αυτή την υπόθεση εργασίας, τότε ως χρόνος κατανοείται το διάστημα που μεσολαβεί από την διάθεση των μέσων που έχει ο Υπουργός (στη διάθεσή του) μέχρι την επέλευση του σκοπού (τον οποίο και πάλι ο Υπουργός ορίζει). Όλα (δηλαδή, οι προθέσεις του Υπουργού), το εύρος του ορίζοντά του, η διαθεσιμότητά του να αναλάβει τις όποιες διακινδυνεύσεις, ακόμη και η διαθεσιμότητά του να εξυπηρετήσει τους όποιους πελάτες του), όλα, λοιπόν, κρίνονται με βάση τον χρόνο που ο Υπουργός «έχει». Παρ’ ημίν, ο λαϊκός αναλυτής προσθέτει το επίθετο «πολιτικός» στο ουσιαστικό «χρόνος» για να μην μένει καμία αμφιβολία για την εσωτερική συνάφεια των δύο μεγεθών (βλ. και το σύνηθες «ο πολιτικός χρόνος του x...... εξαντλείται»).
Μπορεί να αντιπαραβάλει κανείς, όμως, την χρονικότητα της πράξης στη δομή της βούλησης του δρώντος; Μπορεί να αποσυνδέσει την κατανόηση του χρόνου από την ένσκοπη παραδοχή του από έναν δρώντα («Zweckrationalitaet») – αντίθετα, δηλαδή, απ’ ότι οι Weber/Parsons ισχυρίστηκαν;
Μπορεί να υπάρξει ένας «χρόνος» και για εκείνες τις προσπάθειες που δεν τελεσφόρησαν; Μπορεί, δηλαδή ο χρόνος ο ίδιος να κεφαλαιοποιεί δράσεις, προθέσεις ή και επιδιώξεις που δεν κατάφεραν να πραγματωθούν/να ολοκληρωθούν αναλόγως; Ο χρόνος επιτρέπει, επίσης, την ανάπτυξη εναλλακτικών, την επιλογή και την ομαδοποίησή τους;
Εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε θα πρέπει το «υποκείμενο» της πράξης να εννοηθεί διαφορετικά απ’ ότι η παραδοσιακή αντίληψη ορίζει. Δεν αποτελεί το επίκεντρο μιας έλλογης δράσης- και προφανώς, δεν ελέγχει ντετερμινιστικά το περιβάλλον της. Σήμερα, η θεωρία των αυτο-αναφερομένων κοινωνικών συστημάτων έχει εισφέρει πολλά σε μια διαφοροποιημένη, περισσότερο ανοιχτή κατανόηση όλων των κεντρικών μεγεθών των κοινωνικών συναλλαγών, όπως είναι το υποκείμενο, το αντικείμενο, ο χρόνος, κλπ. Οι έννοιες του νοήματος, της περιπλοκότητας, της επικοινωνίας, του συστήματος και της εξέλιξης έχουν εδραιωθεί ως καμβάς ανάλυσης των κοινωνικών/διοικητικών προβλημάτων- αποστασιοποιούμενες από τετριμμένες αναλύσεις που επικεντρώνονται αποκλειστικά στο πολιτικό πρόσωπο. Ο χρόνος υπάρχει ως ένα μέγεθος για το σύστημα δράσεων/νοημάτων κι όχι μόνον για τον δρώντα. Η «χρονικοποίηση» της περιπλοκότητας μας επιτρέπει να αναζητήσουμε έναν άλλον χρόνο μέσα στον χρόνο. Μια ανακύπτουσα εξέλιξη, μια απρόβλεπτη, ούτως ειπείν, εξέλιξη, έχει τον δικό της χρόνο, το δικό της παρόν που δεν συμπίπτει με το παρόν του γεννήτορά της. Ο χρόνος είναι διαφορετικός με συνέχειες-ασυνέχειες-διατηρήσεις-αλλαγές: Κάθε μια έχει ένα άλλο παρόν, παρελθόν και μέλλον. Μπορούμε να διατυπώσουμε τρεις αρχές που οριοθετούν την μεταξύ τους σχέση:
Α) Η πράξη/η δράση δεν συνιστά κίνηση (προς την εκπλήρωση ενός σκοπού) αλλά συμβάν (που ολοκληρώνεται με το ενέργημά της). Υπό τη έννοια αυτή, μπορεί να υπόκειται σε πολλαπλούς συνδυασμούς και να ανταποκρίνεται σε ανοιχτές προσδοκίες.
Β) Η χρονικότητα μιας πράξης είναι πάντα ένα κοινωνικό παρόν. Το παρελθόν και το μέλλον της συναρτώνται προς μια κοινωνική επικοινωνία η οποία οργανώνεται γύρω απ’ αυτήν (Με τα λόγια του Λούμαν «όταν λέω τώρα, το παρόν είναι ήδη παρελθόν»).
Γ) Ο ενεστώς χρόνος μιας πράξης που όπως αναφέραμε αποτελεί την διελκυνστίνδα για τον προσδιορισμό ενός παρελθόντος κι ενός παρόντος, συνοδεύεται απο διαδικασίες ευθύνης.
Σε κρίσιμες κυβερνητικές λειτουργίες, όπως, για παράδειγμα, εκείνη του συντονισμού, αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο. Το πότε θα τεθεί ένα όριο μη υπέρβασης/συμμόρφωσης ή πότε θα οριστεί μια προθεσμία εκπλήρωσης δεν είναι (πια) προαποφασισμένα.
Αποτελεί εδραία πεποίθησή μας, μετά από δεκαετίες ενασχόλησης με το διοικητικό φαινόμενο ότι χρειαζόμαστε ιδιαιτέρως σύνθετα εργαλεία ανάλυσης της διοικητικής/οργανωσιακής πραγματικότητας, εάν φιλοδοξούμε να δρομολογήσουμε επιτυχείς διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Για το 2014, για παράδειγμα, υπάρχει κανείς που ελπίζει ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας θα δρομολογήσει αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, οι οποίες θα είναι μοιραίες για την επικυριαρχία του τόσο επί του κράτους όσο και επί της κοινωνίας; Υπάρχει κανείς που ακόμη αμφιβάλλει ότι θα ξανακούσουμε τις πάγιες εξαγγελίες, θα ξαναδούμε μεταρρυθμίσεις να «ολοκληρώνονται» με την ψήφιση νόμων που δεν εφαρμόζονται ποτέ, ακόμη και ότι θα παρακολουθήσουμε το κακοστημένο «μεταρρυθμιστικό» θέατρο, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια;
Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι υπάρχουν πολλοί περισσότεροι, που θέλουν και εργάζονται σκληρά για να αλλάξουν τα πράγματα στη δημόσια διοίκηση. Νέοι άνθρωποι μέσα κι έξω από το δημόσιο με προτάσεις και έργα πολλά εκ των οποίων δεν ολοκληρώθηκαν, πολλά που επίσης τορπιλλίστηκαν για την προώθηση οικείων συμφερόντων. Αυτές οι παρακαταθήκες, αυτοί οι αγώνες ακόμη κι αν δεν τελεσφόρησαν δεν χάθηκαν. Ποτέ δεν χάνονται. Αποκτούν μια άλλη δυναμική είτε ενωνόμενα με άλλα κομμάτια σε νέους συνδυασμούς που εκπλήσσουν είτε και με την χρονικοποιησή τους. Αλλά, ακόμη και ως ατυπικότητες αντιστέκονται στην απαξίωση και τον αφελληνισμό της δημόσιας διοίκησης.
Σήμερα πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι στηρίζουν έμπρακτα άλλους απολυμένους συναδέλφους τους δημιουργώντας μια de facto αλληλλεγγύη μεταξύ μας, η οποία δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή η αλληλλεγγύη μας επιτρέπει να αναπτύξουμε πρωτοβουλίες που δεν φαλκιδεύονται, πια, από εγκάθετους «προϊσταμένους» και τους αντι-μεταρρυθμιστές εχθρούς μας. Αυτές οι πρωτοβουλίες συνέχονται με άλλες δημιουργώντας νέες πραγματικότητες –πραγματικές ή ηλεκτρονικές- οι οποίες ανθούν.
Το 2014 μπορεί να είναι ο ενεστώς χρόνος της διοικητικής μεταρρύθμισης. Μπορεί να είναι το όριο εκδήλωσης νεών συναινέσεων και συμπράξεων στο Κέντρο και την Περιφέρεια σε όλα τα πεδία πολιτικής. Το μέλλον «μπορεί ν’ αρχίσει»[1] όσο εμείς κατανοούμε την αναγκαιότητα και το πρόταγμα: Την αντικειμενική αναγκαιότητα αλλαγών και την υποκειμενική δέσμευσή μας σ’ αυτές.
[1] Niklas Luhmann, 1976, The future cannot begin: Temporal structures in Modern Society, Social research, Vol. 43. No 1, pp 130 - 152
Πηγή: inerp.gr