Άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη
«Η δημόσια διοίκηση- και οι δημόσιοι υπάλληλοι- πρέπει να μειωθούν/καρατομηθούν/εξαφανιστούν». Για πολλά χρόνια –κι όχι μόνο επί κρίσεως- ο μέσος Έλληνας βομβαρδίζεται από τέτοιου τύπου φληναφήματα (περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένα). Τούτο συμβαίνει και σήμερα, όπου το πελατειακό σύστημα έχοντας- κατά τα φαινόμενα- κερδίσει μια ακόμη μάχη με τους μεταρρυθμιστές, κι έχοντας πλέον διασφαλίσει έναν ευρύτατο χώρο ανάπτυξής του από την αριστερά μέχρι την δεξιά, «κλείνει το μάτι» σε όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες, υποσχόμενο τα πάντα: Η «Αριστερά» του υπόσχεται επανορθώσεις και ανάκτηση των «χειμερινών ανακτόρων», ενώ η «Δεξιά» επιδόματα κι ελαφρύνσεις για διαλυμένους και παροπλισμένους, την κατανόησή της ομού με βαθείς αναστεναγμούς για την κατάσταση που «δεν θα μπορούσε να ‘ταν διαφορετική».
Οι «σίγουρες» θέσεις και «καριέρες» εξακολουθούν να αποτελούν το λάφυρο στο οποίο μπορούν να προσβλέπουν όσοι έλκονται από τα κελεύσματα των πατρόνων. «Και, ποιοί, άραγε, έλκονται περισσότερο»; θα μπορούσε να είναι η απλοϊκή ερώτηση. Μα, αυτονοήτως, οι πιο αδύναμοι, οι έχοντες τα λιγότερα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα να εισέλθουν στην αγορά εργασίας (δημόσια/ιδιωτική), να παραμείνουν και να διακριθούν.
Το 39% των δημοσίων υπαλλήλων των Υπουργείων ανήκει, δυστυχώς ακόμη, σ’ αυτή την κατηγορία. Η ομάδα αυτή των συνελλήνων, σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας στρατηγικής δημόσιας διοίκησης. Σίγουρα επίσης το ποσοστό 12% υπαλλήλων «άνευ κατηγορίας εκπαίδευσης»[1] που την επικουρεί δεν την καθιστά περισσότερο ελκυστική...
Αλλά το, κατά πολύ, δυσκολώτερο πρόβλημα, είναι το επόμενο: Τι κάνουν αυτοί οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι με τον έναν η τον άλλον τρόπο σιτίζονται από τον δημόσιο κορβανά; Τι παράγουν; Σήμερα έχουμε, για πρώτη φορά, αποτυπωμένο σε αριθμούς εκείνο το οποίο αποτελεί κοινό μυστικό εντός των διοικητικών τειχών: Παράγουν «χαρτάκια»!
214.561 υπηρεσιακά σημειώματα ή, με την αργκό των δημοσίων υπαλλήλων, 214,561 χαρτάκια. Το «χαρτάκι» είναι μέσα στα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ο Έλληνας δημόσιος υπάλληλος. Παραλάσσοντας τον κανόνα των Big Houses[2], “Watch your back” στο «αν δεν θες να βρεις τον μπελά σου» πρέπει να «κάνεις ένα χαρτάκι» προς τον προϊστάμενό σου, προκειμένου κι αυτός να λάβει «γνώση» του θέματος που ασχολείσαι. Άπαξ και λάβει γνώση, τότε παύει η δική σου ευθύνη.... Στις πλείστες των περιπτώσεων, ο Προϊστάμενος κάνει κι αυτός με την σειρά του ένα «χαρτάκι» προς τον ανώτερό του, κι εκείνος στον ανώτερό του, μέχρις εξαντλήσεως της ιεραρχίας. Εν τέλει, ο μόνος που μπορεί να «φταίει» (ή, να είναι αρμόδιος) δεν είναι κανένας άλλος παρά ο Υπουργός. Αλλά, ως δια μαγείας, η ευθύνη στο επίπεδο αυτό δεν είναι, πλέον, διοικητική αλλά πολιτική. Εάν, δηλαδή, εκ πράξεων ή παραλείψεών του ο Υπουργός ζημίωσε τον τόπο ή συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες δεν οφείλει αποζημίωση (όπως ισχύει για όλους τους άλλους Έλληνες) αλλά νομιμοποίηση η οποία επέρχεται μέσω των εκλογών. Η επανεκλογή του ισοδυναμεί με κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αφού μ’ αυτήν παύει κάθε έννοια διοικητικής ή αστικής ευθύνης (ακόμη και για την ποινική του ευθύνη το σύστημα παρεμβάλλει προσκόμματα αντί διευκολύνσεων...)
Τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία και πολιτεία, στο σύνολό της: Για παράδειγμα, απέναντι στον ρυθμιστικό καταιγισμό των εκατοντάδων χιλιάδων ρυθμίσεων που καταπνίγουν το κράτος δικαίου, το ελληνικό Σύνταγμα «αντιπαραθέτει» την δέσμια αρμοδιότητα των οργάνων της διοικήσεως, εντέλλοντάς τα να μεριμνούν για την «ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία» των πράξεών τους. Η υποτιθέμενη αυστηρότητα καταλήγει, στην ακώλυτη τροφοδοσία της πολυνομίας/κακονομίας. Μutatis mutandis, τα ίδια ισχύουν και για το προσωπικό μειωμένων προσόντων που αναφέραμε προηγουμένως. Aφού άφρονες και καιροσκόποι πολιτικοί τους προσέλαβαν, κι αφού, επί σειρά δεκαετιών, τους υπόσχονταν ισονομία και αμοιβές, τουλάχιστον ίδιες με εκείνες των υπολοίπων (μέσω των διάτρητων «ενιαίων» μισθολογίων) τώρα επισύρουν εναντίον τους τον πέλεκυ της απολύσεως.
Θύτες πολιτικοί και θύματα της συναλλαγής συμμετέχουν, μαζί με τον τροϊκανό Προκρούστη, σ’ ένα ανοσιούργημα το οποίο, κατά τα φαινόμενα, κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει. Μια μικρή κατηγορία μεταρρυθμιστών εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν θα πρέπει, πάραυτα, να προωθηθούν, διότι μόνον αυτές μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη της «σφαγής των νηπίων». Δίνουν κι αυτοί τη μάχη τους ελπίζοντας στην συμπαράταξη των θυτών είτε των θυμάτων που θα μεταστραφούν, οδηγώντας την ελληνική δημόσια διοίκηση εκεί που της αξίζει: Στην υποστήριξη ενός καλύτερου μέλλοντος όχι μόνον για τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά και για το σύνολο των πολιτών.
[1] Άνευ κατηγορίας είναι συνήθως (αλλά όχι μόνο) οι σύμβουλοι των Υπουργών, ΓΓ, τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων κ.λπ, οι θέσεις των οποίων αναφέρονται στους εκάστοτε οργανισμούς έτσι ακριβώς: «άνευ κατηγορίας εκπαίδευσης». Αυτό συμβαίνει όχι επειδή για τις συγκεκριμένες θέσεις δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση αλλά για να είναι δυνατή η κατάληψη των θέσεων αυτών από όποιον να ‘ναι και σύμφωνα με τις βουλές του επιλέγοντος.
[2] Big houses ονομάζονται οι φυλακές στις ΗΠΑ. Ο όρος επικράτησε στην λαϊκή Αμερικανική κουλτούρα πριν την δεκαετία ’50 και σύμφωνα με την ιδέα αυτή περί φυλακών, αυτές θα πρέπει να είναι τεράστια, σκληρά και επιδεικτικά καταπιεστικά κτίρια, τα οποία βρίθουν από κανόνες και τιμωρίες και έχουν σκοπό να εκφοβίσουν τους έγκλειστους σε αυτά ακόμα και με το μέγεθός τους. Βλ. «The Big House: Image and Reality of the American Prison»
Πηγή: inerp.gr