Το ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι απλώς μια διαφορά περί ιστορικών γεγονότων ή συμβόλων. Πρόκειται για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς έννομης τάξης, και πιο συγκεκριμένα τον σεβασμό της καλής γειτονίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.
Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του ονόματος είναι ένα πρόβλημα με περιφερειακή και διεθνή διάσταση, το οποίο συνίσταται στην προώθηση αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ μέρους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Το ζήτημα του ονόματος προέκυψε το 1991, όταν η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος, σημειωτέον, είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διάφόρων βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα μικρότερα τμήματά της στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Ο κύριος κορμός της ιστορικής Μακεδονίας κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που διαχρονικά ονομάζεται Μακεδονία, με σημερινό πληθυσμό περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες υπηκόους.
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του State Department προς αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του τότε αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: « Η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».
Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας.
Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του [817(1993) και 845(1993)] συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.
Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.
Το 1995, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Επί τη βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Κατά το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραβιάζει συστηματικά το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας και, βεβαίως, τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από αυτήν:
• προβάλλοντας μεγαλοϊδεατικές εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας, μέσω της απεικόνισης σε χάρτες, σχολικά εγχειρίδια, βιβλία ιστορίας κλπ. ελληνικών εδαφών στην εδαφική επικράτεια μιας «μεγάλης» Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4 και 7.1,
• ενισχύοντας αλυτρωτικές διεκδικήσεις και υποδαυλίζοντας εθνικιστικά αισθήματα εντός της ελληνικής επικράτειας, κατά παράβαση του άρθρου 6.2,
• χρησιμοποιώντας την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Εθνών, στους οποίους έχει προσχωρήσει υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιεί την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, κατά παράβαση της σχετικής δεσμεύσεως που προβλέπει το άρθρο 11.1 (ακόμα και από το βήμα της 62ης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ο τότε Πρόεδρος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Branko Crvenkovski, είχε δηλώσει ότι «το όνομα της χώρας μου είναι και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας»),
• χρησιμοποιώντας σύμβολα, όπως ο Ήλιος της Βεργίνας, η χρήση των οποίων απαγορεύεται από την Ενδιάμεση Συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 7.2, καθώς και άλλα σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά (μετονομασία αεροδρομίου Σκοπίων σε «Αλέξανδρος Μακεδών», έγερση αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, ονομασία οδικού άξονα Χ, στο τμήμα που διέρχεται από την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως «Αλέξανδρος ο Μακεδών», έγερση στα Σκόπια αψίδας «Πόρτα Μακεδονία» με αποτυπωμένες μορφές της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, του Ήλιου της Βεργίνας και επί της οποίας υπάρχει ρητή αναφορά σε «Μακεδονία του Αιγαίου», ανέγερση μνημείων στο Κατλάνοβο και στο Τέτοβο διακοσμημένων με τον Ήλιο της Βεργίνας, ανέγερση μνημείων στη Γευγελή, στον δήμο Γκαζί Μπαμπά των Σκοπίων με απεικονίσεις του Ήλιου της Βεργίνας και χάρτες της «Μεγάλης Μακεδονίας», κ.λπ.),
• προβαίνοντας ή ανεχόμενη προκλητικές ενέργειες, οι οποίες υποδαυλίζουν εχθρότητα και φανατισμό, όπως η παραποίηση της ελληνικής σημαίας και η αντικατάσταση του χριστιανικού σταυρού με τη ναζιστική σβάστικα, οι προπηλακισμοί κατά ελληνικών επιχειρήσεων, επιχειρηματιών και τουριστών, αλυτρωτικά συνθήματα από σκοπιανούς οπαδούς σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, προκλητικές και προσβλητικές σε βάρος της Ελλάδας ενέργειες στο καρναβάλι της πόλης Βέβτσανι, το οποίο επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κ.ά.
Βασική αρχή κάθε διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών είναι ότι τα εμπλεκόμενα μέρη πρέπει να διαπραγματεύονται με καλή πίστη και εποικοδομητικό πνεύμα και να εξαντλούν κάθε δυνατότητα προκειμένου να καταλήξουν σε συμβιβαστική λύση.
Η Ελλάδα είναι σταθερή στην ειλικρινή επιθυμία της για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης, το οποίο στοχεύει στην εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η θέση μας είναι σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή,
Η ελληνική Κυβέρνηση πήρε τον Οκτώβριο 2012 μία σημαντική πρωτοβουλία προκειμένου να δώσει ώθηση στη διαπραγματευτική διαδικασία για την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος. Ο Ελληνας Υπουργός Εξωτερικών απέστειλε επιστολή προς τον ομόλογό του της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με την οποία πρότεινε την υπογραφή μεταξύ των δύο χωρών Μνημονίου Κατανόησης, που θα θέσει το πλαίσιο και τις βασικές παραμέτρους για την οριστική επίλυση του ζητήματος της ονομασίας. Συγκεκριμένα, η επιστολή αυτή πρότεινε ότι, προκειμένου να παρασχεθεί νέα ώθηση στην ουσία των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, είναι απαραίτητο οι δύο πλευρές να προχωρήσουν επί τη βάσει ενός συμφωνημένου πλαισίου για τις βασικές παραμέτρους μιας λύσης. Η λύση πρέπει να περιλαμβάνει συμφωνία επί του γεγονότος ότι οποιαδήποτε πρόταση οφείλει να εμπεριέχει σαφή και οριστικό προσδιορισμό του ονόματος που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφιβολιών σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του εδάφους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και περιοχών σε γειτονικές χώρες, ειδικότερα, της περιοχής της Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα και ότι το συμφωνημένο όνομα θα χρησιμοποιείται έναντι όλων (erga omnes) και για όλους τους σκοπούς.Η ανταπόκριση διεθνώς υπήρξε θετική.
Στην απάντησή της, η πλευρά της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αν και ευχαριστεί για την ελληνική πρωτοβουλία, επαναλαμβάνει τις πάγιες θέσεις της και επί της ουσίας αντιπαρέρχεται πλήρως την ελληνική πρόταση.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν έχει, μέχρι στιγμής, ανταποκριθεί στις κινήσεις της Ελλάδας και εμμένει κατά τρόπο αδιάλλακτο στην αρχική θέση της, την οποία προσπαθεί να επιβάλει de facto διεθνώς, με αποτέλεσμα να μην έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται επί 19 χρόνια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Είναι προφανές ότι, με τη στάση της, η πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν σέβεται την αρχή της καλής γειτονίας.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος, κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους Κορυφής της Συμμαχίας στο Στρασβούργο (2009), στη Λισσαβώνα (2010) και στο Σικάγο (2012). Η Σύνοδος Κορυφής της Ουαλίας (2014) δεν είχε διευρυνσιακή χροιά.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας την 17η Νοεμβρίου 2008, ισχυριζόμενη ότι η χώρα μας πρόβαλε αντίρρηση στην ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία της ονοματολογικής διαφοράς, σημειώνοντας ότι δεν έχει τη σχετική δικαιοδοσία και ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο που ορίζουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Κάλεσε, επίσης, τα δύο μέρη να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των ΗΕ.
Η Απόφαση δεν αφορά και δεν θα μπορούσε να αφορά τη διαδικασία λήψης απόφασης στο ΝΑΤΟ, ούτε τα ουσιαστικά κριτήρια και τις απαιτήσεις που θέτει η Συμμαχία για την εισδοχή νέων μελών σε αυτή.
Από πλευράς ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2008, με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του, αποφάσισε ότι η λύση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό αποτελεί θεμελιώδη αναγκαιότητα προκειμένου να γίνουν περαιτέρω βήματα στην ενταξιακή πορεία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προς την ΕΕ.
Τον Δεκέμβριο 2012, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του αποφάσισε ότι η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας εξαρτάται από την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, την προώθηση και τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και την επίλυση του ονοματολογικού, στο πλαίσιο των υπό τον ΟΗΕ διαπραγματεύσεων. Με τον τρόπο αυτό, η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας τίθεται ως προϋπόθεση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ της ΕΕ και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και κριτήριο για τη διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο 2013 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απόδοση ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα επανεξετάσει την προοπτική αυτή εντός του 2014, στη βάση νέας ενημέρωσης από την Επιτροπή για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και την πραγματοποίηση απτών βημάτων, από τα Σκόπια, για την προώθηση των σχέσεων καλής γειτονίας και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος στο πλαίσιο των, υπό τον ΟΗΕ, διαπραγματεύσεων.
Η Ελλάδα όχι μόνον δεν αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή και ευρω-ατλαντική προοπτική της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αλλά αντιθέτως την υποστηρίζει. Με ελληνική συναίνεση η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας απέκτησε καθεστώς υποψήφιας χώρας στην ΕΕ και έφθασε στα πρόθυρα της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Επίσης με ελληνική συναίνεση καταργήθηκε το καθεστώς των θεωρήσεων για τους πολίτες της γειτονικής χώρας. Βασική αντικειμενική προϋπόθεση, όμως, για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής και ευρω-ατλαντικής πορείας κάθε υποψήφιου κράτους είναι να ασπάζεται και να σέβεται στην πράξη τις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται ο οργανισμός στον οποίο επιδιώκει την ένταξή του, και ιδίως την αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας που αποτελεί τη βάση μιας εταιρικής ή συμμαχικής σχέσης μεταξύ κρατών.
Αντί η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει την ελληνική υποστήριξη στην ευρωπαϊκή και ευρω-ατλαντική πορεία της, συνήθως απαντά στις ελληνικές υποστηρικτικές χειρονομίες με νέες προκλήσεις και σκλήρυνση της στάσης της.
Η Ελλάδα επιθυμεί και επιδιώκει την ταχύτερη δυνατή επίλυση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό, σαφή και οριστικό, ο οποίος δεν θα δημιουργεί εστίες μελλοντικών τριβών.
Η ελληνική Κυβέρνηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. H Ελλάδα παραμένει σταθερά προσηλωμένη στη διαπραγματευτική διαδικασία υπό τον Ειδικό Μεσολαβητή του ΟΗΕ, κ. Nimetz.
Παρά την ύπαρξη του σοβαρού αυτού ζητήματος που επηρεάζει τις σχέσεις των δύο χωρών, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει εξέχουσα οικονομική παρουσία στη γειτονική χώρα, η οποία συμβάλλει ουσιαστικά και σημαντικά στην ανάπτυξή της, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την κατασκευή υποδομών κ.λπ.
Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος θα άρει ένα σημαντικό σημείο τριβής στις σχέσεις των δύο χωρών και θα επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση του μεγάλου δυναμικού που ενέχει η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.