Τι σχέση έχουν ένας οδοντίατρος με τον ελληνικό τουρισμό; Ένας ιατροδικαστής με τις τουριστικές επενδύσεις;
Αυτός είναι ο νέος γρίφος που μας βάζει αυτή τη φορά η υπουργός Τουρισμού.
Η απάντηση είναι προφανής: έχουν κοινό γνωστό.
Τί και εάν η χώρα έχει ήδη χρεοκοπήσει;
Χρέος της Κυβέρνησης ήταν να «υποχρεώσει» τους δικούς της ανθρώπους. Και αυτό έκανε. Με απόφαση της κας Όλγας Κεφαλογιάννη, διορίστηκε το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΟΤ, το οποίο απαρτίζεται από 4 δικηγόρους, μία οδοντίατρο, έναν ιατροδικαστή, έναν επιχειρηματία και έναν πολιτικό επιστήμονα (υπεύθυνος πολιτικού σχεδιασμού της ΝΔ για την περίοδο 2000 - 2007, ο οποίος μέχρι χθες ήταν υπεύθυνος Δημ.Σχέσεων μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας).
Τα πρόσωπα αυτά, χωρίς να έχουν καμία φαινομενική σχέση με τον τουρισμό, έχουν ένα συγκεκριμένο προσόν: Είναι είτε πολιτευτές (μη εκλεγέντες) της Νέας Δημοκρατίας, είτε συμμετείχαν σε παραταξιακά ψηφοδέλτια των δημοτικών, περιφερειακών εκλογών, είτε είχαν στελεχώσει κομματικούς μηχανισμούς της. Αλήθεια, τί μπορούν να προσφέρουν στον βασικό φορέα άσκησης τουριστικής πολιτικής; Κομματική στήριξη, φυσικά.
Το πρόβλημα της χώρας δεν ήταν ποτέ η έλλειψη αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού, αλλά η μη αξιοποίησή του. Η κομματοκρατία τοποθετούσε πάντα τους λάθος ανθρώπους στις λάθος θέσεις.
Αυτό κάνει ακόμα και σήμερα που δεν υπάρχουν περιθώρια και για άλλους πειραματισμούς. Ειδικά στον τομέα του τουρισμού που αποτελεί τη μόνη “βαριά βιομηχανία” και έναν από τους κύριους τομείς του οικονομικού σχεδιασμού της Ελλάδας. Θα περίμενε κάποιος ότι η κομβική αυτή υπηρεσία θα στελεχωθεί από ανθρώπους που έχουν ανώτατες σπουδές στον τουρισμό, που έχουν δουλέψει στον τουρισμό και που γνωρίζουν από ανάπτυξη επιχειρήσεων και προϊόντων. Ή ακόμη, από ανθρώπους που έχουν ζήσει στο πετσί τους τις στρεβλές πολιτικές του ΕΟΤ και ξέρουν πώς να τον βελτιώσουν.
Αυτά βέβαια θα περίμενε κάποιος από μία Κυβέρνηση η οποία έχει σα στόχο της να κάνει τη χώρα να ορθοποδήσει και να ξαναφέρει την ανάπτυξη.
Όμως η κομματοκρατία βασιλεύει ακόμα και η Ελλάδα δεν αλλάζει. Συνεχίζει να βουλιάζει.
Και ο λαός, συνεχίζει να βλέπει -για μία ακόμη φορά- τις θυσίες του να μην πιάνουν τόπο. Στον τόπο τους.