(ΣΗΜ: Ο Στέφανος Μάνος είχε ήδη αποχωρήσει από την προεδρία της Δράσης, μετά το απογοητευτικό 1,6% του συνασπισμού της ΔΡΑΣΗΣ και της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΞΑΝΑ στις εκλογές του Ιουνίου του 2012.)
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
“Μην είμεθα εριστικοί δεν έχομεν οφέλη, ας είμεθα ελαστικοί ως λάστιχα Πιρέλλι” έλεγε ο αξέχαστος Μποστ, πριν η Πιρέλλι καεί στην άσφαλτο από την έλλειψη ελαστικότητας των συνδικαλιστών. Έτσι λοιπόν, κυρίως γιατί μας αρέσει ο Μποστ, και… δευτερευόντως επειδή είμαστε οι εκλογικοί συνεργάτες της Δράσης και της Φιλελεύθερης Συμμαχίας στις εκλογές του Ιουνίου, ανταποκριθήκαμε στην πρόσκληση της Δράσης, και ως “Δημιουργία, ξανά!” παρευρισκόμαστε σ’ αυτό το συνέδριο.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος: από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής μας στο πολιτικό σκηνικό, εδώ κι έναν περίπου χρόνο, δεν πάψαμε να μιλάμε και κυρίως να πράττουμε για τη συνένωση των φιλοευρωπαϊκών, μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Στις 23 Οκτωβρίου του ’11 στην ομιλία μου στον Δαναό, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ιδρωμένος, αμήχανος, αλλά αποφασισμένος να κάνω το μεγάλο βήμα, αναφέρθηκα στα ρυάκια που θα ενωθούν και θα σχηματίσουν το ποτάμι που θα ορμήσει στους σταύλους της πολιτικής για να τους καθαρίσει από την κόπρο της μεταπολίτευσης. Είχα μάλιστα από τότε υπογραμμίσει ότι αυτή η προσπάθεια χρειάζεται πανστρατιά όλων των σκεπτόμενων Ελλήνων, και δεν περισσεύει κανένας. Αυτό υποστήριζα, από τότε. Και δεν έχανα ευκαιρία να το αναφέρω. Ταυτόχρονα η θέση μας αλλά και η εντολή από μεγάλο μέρος της βάσης μας ήταν για μια πολιτική χωρίς πολιτικούς παλαιάς κοπής.
Την πορεία της Δημιουργίας, έκτοτε, την ξέρετε. Χωρίς οργάνωση, (πού να προφτάσουμε), χωρίς χρήματα, πληρώνοντας από την τσέπη μας και εισιτήρια και βενζίνες και ξενοδοχεία και εκτυπώσεις και παράβολα, με άπειρο όμως πάθος και άπειρες ώρες δουλειάς, περνώντας κάτω από την μύτη των μέσων μαζικής εξαπάτησης που δεν μας έδωσαν σημασία, κάναμε την έκπληξη με τις 136.000 ψήφους που πήραμε τον Μάιο.
Κι ύστερα… ήρθαν οι μέλισσες. Έπρεπε να αποφασίσουμε. Ή θα πορευόμασταν μόνοι μας ή το ποτάμι που είχε γίνει η “Δημιουργία, ξανά” θα ένωνε τη ροή του, έστω και προεκλογικά, με το άλλο ποτάμι του χώρου, τη Δράση που ήδη είχε δεχτεί στους κόλπους της το μικρό αλλά παφλάζον ποταμάκι της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Όλοι μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα πιεστικό δίλημμα. Κι εγώ ακόμα περισσότερο. Μέσα μου, ο επαγγελματίας της επικοινωνίας προειδοποιούσε: μην το κάνεις! Θα σε παρεξηγήσουν, θα χάσεις την καθαρότητά σου, θα φανεί σαν συνταύτιση με το παλιό”. Από την άλλη ο πολιτικός ρόλος που ξαφνικά όλοι αναλάβαμε, ήταν βαρύς και απαιτητικός. Ζητούσε ρήξεις - όχι μόνο με το παρελθόν αλλά και με τις δικές μας αγκυλώσεις, τις φοβίες, τη μιζέρια, το σύνδρομο της κατακερματισμένης κοινωνίας, που μας κάνει να υποβλέπουμε ο ένας τον άλλον και να φοβόμαστε και τη σκιά μας.
Ε, λοιπόν όχι! Ο επικοινωνιολόγος αυτή τη φορά δεν θα υπερίσχυε του πολιτικού. Όταν μιλάμε για την ανάγκη συναίνεσης και για την κουλτούρα συνεργασιών, οφείλουμε να μην μένουμε στα λόγια. Ναι, ο χρόνος ήταν λίγος. Ναι, τα γεράκια των media τρόχιζαν τα νύχια τους. Ναι, τα εργοστάσια λάσπης έβαζαν τις μηχανές στο φουλ. Ναι, η βάση δεν θα πρόφταινε να ενημερωθεί, θα το παρεξηγούσε, θα αντιδρούσε. Ναι! Αλλά το είδος της πολιτικής που υπηρετούμε δεν είναι για τσάι και συμπάθεια. Οι δυνάμεις της λογικής έπρεπε να συμπράξουν για να δείξουν σε όλους εντός και εκτός της Ελλάδας ότι υπάρχουν Έλληνες που συνεννοούνται που προτάσσουν το μείζον, που, επιτέλους, σ΄ αυτή τη χώρα, με μεγάλη προσπάθεια και με μεγάλο, δυστυχώς, κόστος, εγκαθιδρύουν έναν διαφορετικό πολιτικό πολιτισμό.
Η συνέχεια μάς έδειξε τι σημαίνει πολιτικό κόστος. Η “Δημιουργία, ξανά!” κόντεψε να διαλυθεί. Βαρύγδουπες αποχωρήσεις, που κατήγγειλαν αυτή τη συνεργασία ως παρέκκλιση από τις αρχές μας, διότι δήθεν τα βρήκαμε με το “παλιό”, έδιναν συνεχώς τροφή στις ύαινες της εξωνημένης δημοσιογραφίας για να χτυπήσουν αυτό, που το σύστημα για πρώτη φορά αισθάνθηκε ως απειλή. Και τα κατάφεραν. Δεδομένης και της ακραίας πόλωσης, το εκλογικό ποσοστό του Ιουνίου δεν ήταν εκείνο που περιμέναμε. Τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε συνεργαστεί; Πολλοί πιστεύουν ότι η “Δημιουργία, ξανά!” μόνη της θα είχε μεγαλύτερο ποσοστό και μπορεί να έμπαινε στη Βουλή. Κανείς δεν ξέρει. Όλοι όμως μάθαμε πολλά από αυτή την ιστορία και ο λόγος που την αναφέρω είναι για να βγάλουμε συμπεράσματα, χρήσιμα για το μέλλον του σημερινού εγχειρήματος.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο Έλληνας ψηφίζει με συναίσθημα. Ακόμα και οι ορθολογιστές. Και μάλιστα σε συνθήκες εκφοβισμού, απελπισίας ή κατάθλιψης, το συναίσθημα γίνεται πάθος, και αν κάτι πάει στραβά το πάθος εύκολα μεταλλάσσεται σε εμπάθεια, και μπορεί να καταλήξει και έγκλημα πάθους. Από πού τροφοδοτείται το πάθος; Από τα σύμβολα! Όχι από την ουσία. Όχι από τη γνώση. Όχι από την κατανόηση των θέσεων. Από τα σύμβολα! Αν λοιπόν θέλουμε αυτό που συμβαίνει εδώ μέσα να έχει αντίκτυπο στο εκλογικό σώμα, πρέπει να δείξουμε μεγάλη προσοχή στη διαχείριση των συμβόλων. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστικό. Μέχρι τις εκλογές του 2009 ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Πιστεύει κανείς ότι από το 4,6% του 2009 πήγε στο 27% του 2012 επειδή οι ψηφοφόροι διάβασαν τις θέσεις του ή τους έπεισε ο Στρατούλης με τον… διεισδυτικό και βαθυστόχαστο λόγο του; Ο μόνος λόγος της εκτόξευσης αυτού του γελοίου μορφώματος ήταν το ότι ο αρχηγός του θύμισε στον βαθύ ΠΑΣΟΚο τον Ανδρέα, που του έκανε όλα τα χατήρια. Και στον απελπισμένο άνεργο, στον υπάλληλο που φοβάται για τη δουλειά του, όπως και στον εθνικοπαράφρονα και τον “ψεκασμένο”, έγινε το σύμβολο της αντίστασης κατά των “κακών ξένων”, στους οποίους η λαϊκίστικη προπαγάνδα των κυβερνητικών εταίρων χρεώνει τις δικές τους αστοχίες. Ή μήπως πιστεύει κανείς ότι το 10% ή το 15% των Ελλήνων - δεν ξέρουμε πού θα “κάτσει η μπίλλια” - έγιναν ξαφνικά Ναζιστές; Οι ψήφοι στη Χρυσή Αυγή είναι από αυτούς που θέλουν νομιμότητα, τάξη και ασφάλεια. Και έχουν απελπιστεί από τη σάπια πλέον Δημοκρατία μας. Μέσα στην απελπισία τους δεν σκέφτονται ότι το ρόπαλο θα φέρει κι άλλο ρόπαλο κι όταν ο ροπαλοφόρος εθιστεί, θα χτυπάει αδιακρίτως και για χόμπυ. Η ανασφάλεια και ο φόβος όμως που οδηγεί στην λάθος ψήφο δεν προέκυψε με μαθηματική ανάλυση. Συναίσθημα είναι.
Η συναισθηματική προσέγγιση πρέπει να είναι έκδηλη σε κάθε επαφή μας με το κοινό. Μας θεωρούν λίγο – πολύ βολεμένους, κάτι που είναι πέρα για πέρα λάθος. Ανάμεσά μας διακρίνω πολλούς που ξέρω ότι είναι άνεργοι, απολυμένοι, κατεστραμένοι από την κρίση. Ναι, αλλά έτσι μας θεωρούν. Πρέπει αυτή την εικόνα να την αλλάξουμε. Αν λοιπόν τους πεις ότι πρέπει να απολυθούν 400.000 δημόσιοι υπάλληλοι αμέσως, θα σε δουν ως δήμιο και θα σε μισήσουν και οι δημόσιοι υπάλληλοι αλλά και οι άνεργοι διότι άλλοι 400.000 ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας μηδενίζουν τη δική τους πιθανότητα να βρουν δουλειά. Αν όμως μιλήσεις για τις τεράστιες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην παραγωγική μηχανή της Ελλάδας, κι ότι αυτό περιλαμβάνει τους πάντες – και του ιδιωτικού και του δημοσίου – και ότι σε μια Ελλάδα που αναπτύσσεται δεν θα μιλάμε για απώλεια εργασίας αλλά για αλλαγή εργασίας, και το πιθανότερο είναι αυτή η καινούργια εργασία να είναι πιο ενδιαφέρουσα και πιο καλοπληρωμένη από το να μουτζουρώνει κάποιος αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία, θα σε ακούσουν περισσότεροι. Έχουμε περισσότερους συμβούλους επιχειρησεων απ’ όσους χρειζόμαστε περισσότερους διαφημιστές, περισσότερους δημοσιογράφους, δικηγόρους, στελέχη επιχειρήσεων, ηθοποιούς, γιατρούς, και πάει λέγοντας. Οι περισσότεροι από μας θα πρέπει να αλλάξουμε σενάριο ζωής τα επόμενα χρόνια κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό, μπορεί να είναι ευκαιρία για ανανέωση. Ναι, σε μια αγορά όμως, που να μπορεί να λειτουργήσει. Αλλιώς όλοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι θα καταλήξουμε στο μηδέν. Αυτή δεν είναι απλώς πιο επικοινωνιακή εικόνα είναι και πιο αληθινή διότι καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος αλλά και της λύσης. Η διαχείριση λοιπόν της επικονωνίας μας, ο τρόπος με τον οποίο θα μιλήσουμε για τις αναγκαίες βαθειές αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος έχει μεγάλη σημασία για τον βαθμό ανταπόκρισης που μπορούμε να πετύχουμε από το κοινό, δεδομένου ότι οι λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων εξακολουθούν να “τάζουν”.
Το σημαντικότερο όμως, αλλά και το πλέον επικίνδυνο σύμβολο, λέγεται “ιδεολογική ταμπέλα”. Τι είστε; - μας ρωτούσαν. Και πολλοί “του χώρου” συνηθισμένοι σε ασκήσεις με πραγματικά πυρά, αν και φίλια…, εξανίσταντο: “μα να μην προσδιορίζουν το πολιτικό τους στίγμα”; Ε, λοιπόν δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος για τη σημερινή παρέα, αν αρχίσει τις ατέρμονες συζητήσεις περί πολιτικού στίγματος.
Κατ’ αρχήν διότι το στίγμα είναι… στίγμα και εμείς θέλουμε ο χώρος να αγκαλιάσει πολλά στίγματα που δεν προσδιορίζονται υποχρεωτικά με τις ίδιες συντεταγμένες. Ακόμα κι αν ο αυτοπροσδιορισμός είναι σημαντικός για τον ιδεολογικά “ψαγμένο”, είναι παντελώς αδιάφορος για τον ψηφοφόρο εκεί έξω. Δεν δίνει δυάρα τσακιστή για τις διαφορές μεταξύ κοινωνικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αλήθεια, ποιοι από δω μέσα ξέρουν τις διαφορές, σηκώστε χέρια!
Όταν υιοθετείς έναν -ισμό δεν βοηθάς τον άλλον να καταλάβει ποιος είσαι. Αντιθέτως, επιτείνεις την σύγχυση, διότι ο άλλος σε προβάλλει πάνω στην δική του εκδοχή του -ισμού, η οποία μπορεί να μην έχει καμιά σχέση με τη δική σου. Όλες οι πολιτικές ταμπέλες, όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα ήταν για “ξεκάρφωμα”. Ποτέ δεν είχαν ιδεολογικό περιεχόμενο. Ποτέ η αριστερά δεν ήταν προοδευτικό κόμμα, ποτέ η δεξιά δεν ήταν κόμμα της αστικής τάξης. Γιατί να πέσουμε σ’ αυτή την παγίδα; Ρωτήστε 100 άτομα στον δρόμο τι σημαίνει φιλελευθερισμός. Ούτε 5 δεν θα βρεθούν να σας δώσουν επαρκή απάντηση. Πόσο δε μάλλον, που τεχνηέντως το σύστημα βρήκε τον τρόπο του να καταστήσει αυτή τη λέξη συνώνυμο της αναλγησίας. “Φιλελεύθεροι είναι αυτοί που αφήνουν τις γριούλες να πεθαίνουν χωρίς σύνταξη και χωρίς φάρμακα” μου είπε ένας όταν εγώ έκανα ένα σχετικό τεστ. Άντε λοιπόν βγες να μιλήσεις για –ισμούς. Δεν θα καταλάβει κανένας και θα σε βαρεθούν όλοι. Μα δεν θα μιλήσουμε για τις πολιτικές μας θέσεις; Φυσικά! Χωρίς ταμπέλες. Θα μιλήσουμε για τις προτάσεις μας, για πρακτικές προτάσεις εφαρμόσιμες, που μπορούν αύριο να πυροδοτήσουν την ανάκαμψη, κι ο καθένας ας τις χαρακτηρίσει όπως θέλει. Ο καλοπροαίρετος θα βρει την αλήθεια του. Ο κακόβουλος, ή ο “σε διατεταγμένη αποστολή” θα σου κολλήσει την ταμπέλα που του έδωσε το αφεντικό του – δεν το γλυτώνεις. Άλλωστε όλες αυτές οι σχολές σκέψης έχουν ως κύρια διαφορά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τους μηχανισμούς παραγωγής και την αναδιανομή του πλούτου. Μα όταν δεν παράγεται πλούτος τι να αναδιανείμεις; Ας συμφωνήσουμε πρώτα στο ότι πρέπει να παραχθεί κάτι βρε αδερφέ σ’ αυτή τη χώρα και έχουμε όλον τον χρόνο αφού παραχθεί να συζητήσουμε και να διαφωνήσουμε, ενδεχομένως, για την αναδιανομή του. Τώρα με την παραγωγική μηχανή της χώρας κατεστραμένη, και την ελληνική κοινωνία διαλυμένη, οι μόνοι –ισμοί που μας ενδιαφέρουν είναι ο Ελληνισμός κι ο πολιτισμός μας που δεν θα τους αφήσουμε να καταστραφούν.
Όμως, τρία προτάγματα πρέπει να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή των θέσεών μας.
Πρώτον: είμαστε ο χώρος που ούτε συζητάει έξοδο από το ευρώ.
Διότι αυτή η επιλογή θα σακατέψει τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας μας και θα μεταφέρει ληστρικά, πόρους από την μικρομεσαία τάξη στις τσέπες των επιτήδειων της κομματοκρατίας. Η δραχμή θα δώσει το φιλί της ζωής στους πραιτωριανούς της διαφθοράς και τη χαριστική βολή στους ασθενέστερους.
Δεύτερον: Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε κάθαρση. Κανένα έλεος απέναντι σε όσους έβαλαν το χέρι στο μέλι. Εκπροσωπουμε την παραγωγική τάξη και μόνο, - όχι τους πλούσιους και, πολύ περισσότερο, όσους πλούτισαν άνομα. Άλλωστε, αυτοί δεν έχουν ανάγκη από καμμία εκπροσώπηση. Παίρνουν τηλέφωνο τον υπουργό κατευθείαν και κλείνουν δουλειές. Σε μια Ελλάδα που όλα αυτά τα χρόνια είχε δαιμονοποιήσει την έννοια του κέρδους και θεωρούσε οποιονδήποτε επιτυχημένο εκ προοιμίου “ύποπτο”, έχουμε τη δύσκολη δουλειά να μιλήσουμε για το αυτονόητο – ότι χωρίς την προσδοκία του κέρδους δεν υπάρχει επιχειρηματικότητα, δεν υπάρχουν επενδύσεις, δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας. Αλλά δεν εκπροσωπούμε τους επιχειρηματίες, γενικώς και αορίστως, και πολύ περισσότερο δεν εκπροσωπούμε τους αεριτζήδες και τους διαπλεκόμενους. Ο μεσαίος χώρος δεν αποτελείται από βολεμένους. Αποτελείται από εργαζόμενους, από όσους πιστεύουν ότι τα λεφτά δεν τα φέρνουν οι διαδηλώσεις αλλά ο ιδρώτας. Από όσους ονειρεύονται μια αξιοπρεπή, παραγωγική Ελλάδα, με θεσμούς που να λειτουργούν. Είτε είναι μεγαλοεπιχειρηματίες, είτε τρώνε στα συσσίτια.
Και τρίτον: να προτάξουμε το αίτημα της ριζικής συνταγματικής αναθεώρησης με ουσιαστικό διαχωρισμό και μηχανισμούς ελέγχου των εξουσιών, καταδεικνύοντας την τραγική ανεπάρκεια του σημερινού συντάγματος και τη συμβολή του στην σημερινή μας κατάντια.
Χρειαζόμαστε και κάτι άλλο: λαϊκότητα, που δεν έχει καμμία σχέση με τον λαϊκισμό. Πρέπει ο ψηφοφόρος εκεί έξω να μας αισθανθεί δικούς του ανθρώπους, γιατί είμαστε! – γιατί κι εμείς εκεί έξω παλεύουμε για να επιβιώσουμε.
Αυτή ήταν και η ειδοποιός διαφορά της “Δημιουργίας”. Είχαμε διαπιστώσει ότι ο χώρος, παρά τα εξαιρετικά στελέχη που διέθετε (ίσως και εξ αιτίας τους) έπασχε από έντονη αυτοαναφορικότητα - το μήνυμα δεν περνούσε παραπέρα. Σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα, στο προηγούμενο συνέδριο της Δράσης, πριν τις εκλογές του Μαΐου, είχα πει ότι οι κοινές μας ιδέες έχουν την ευγένεια αλλά, πολύ φοβάμαι, και τον ασθενικό όγκο φωνής ενός κουαρτέτου εγχόρδων. Ποιος θα αναλάβει να μεταγράψει το μουσικό θέμα, για φιλαρμονική για να παιανίσει ένα σάλπισμα εθνεγερσίας, ένα θριαμβικό εμβατήριο από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη; Η “Δημιουργία, ξανά!” το έκανε. Και ας δέχεται, μέχρι και σήμερα το πρωί(!), τα πυρά όσων ενοχλούνται από τον αγυαλοχάρτιστο λόγο μας και αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να βρίσκονται σ’ αυτή την αίθουσα μαζί μας, για να μην μολυνθούν!
Η πολιτική που μιλάει στις καρδιές σήμερα δεν είναι το ευχολόγιο του παρελθόντος που όλα τα χάιδευε και όλα τα κουκούλωνε. Ο κόσμος ζητάει επιτέλους να ακούσει “αυτό θα το κάνω - κι αυτό θα το απαγορεύσω”. Τέλος. Κι όποιος περιφρονεί τους νόμους θα βρεθεί στη φυλακή. Όσο ψηλά κι αν βρίσκεται. Μόνο έτσι, για παραδειγμα, μπορεί να πιστέψει ότι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο θα πάψει να είναι χωματερή: όταν ένας πρύτανης - σκουπίδι οδηγηθεί στον εισαγγελέα. Αν δεν μπορείτε να εκστομίσετε την έκφραση: πρύτανης – σκουπίδι, υπουργός - γκάγκστερ, μεγαλοδημοσιογράφος – νταβατζής, δεν θα πείσετε κανέναν ότι αύριο, αυτός ο ήπιος, ο έλλογος χώρος θα μπορέσει να συγκρουσθεί με το πολιτικοσυνδικαλιστικό καρκίνωμα και να το ξεριζώσει από τα σπλάχνα της κοινωνίας μας.
Επειδή όμως όλα αυτά εγώ και αρκετοί άλλοι από δω μέσα τα έχουμε ξαναπεί και τα έχουμε ξαναζήσει πριν ένα χρόνο, όταν πάλι είχαν οργανωθεί σχετικές συζητήσεις που κατέληξαν σε πολύτιμες προσωπικές φιλίες αλλά όχι σε πολιτικές συνεργασίες, κι επειδή υποτίθεται ότι εκπροσωπούμε μια σύγχρονη αντίληψη για τη διοίκηση, επιτρέψτε μου να μιλήσω για βήματα, χρονοδιάγραμμα και δεσμεύσεις στις διαδικασίες σύγκλισης, αν θέλουμε να έχουν αποτέλεσμα.
Όλοι λέμε για τα πολλά που μας ενώνουν σε σχέση με τα λίγα που μας χωρίζουν. Ας ορίσουμε λοιπόν, ποια είναι τα πολλά και ποια είναι τα λίγα. Κι ας ορίσουμε τώρα τη στάση μας απέναντι στα μεν και στα δε. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην συνεννόηση μεταξύ μας αλλά και στην εικόνα μας προς τα έξω είναι οι θέσεις. Αν έχουμε κοινές θέσεις, η σύγκλιση είναι ευκολότερη, κι ο κόσμος ξέρει περί τίνος πρόκειται. Εμπρός λοιπόν να δεσμευθούμε όλοι οι παριστάμενοι και όσοι ενδιαφέρονται από άλλες ενδεχομένως φιλοευρωπαϊκές κινήσεις που είναι εκτός αιθούσης στα εξής:
Δημιουργούμε διακομματικές, να το πω έτσι, ομάδες επεξεργασίας θέσεων από επαΐοντες, που έχουμε αρκετούς, ή ακόμα κι από εμπειρογνώμονες που δεν ανήκουν σε κάποιον από τους πολιτικούς μας φορείς, αλλά τις γνώσεις και την άποψη των οποίων σεβόμαστε, και αυτές οι ομάδες καταλήγουν σε τελικές θέσεις σχεδόν υπό μορφήν νομοσχεδίων, προτάσεις που θα μπορούν να εφαρμοστούν αύριο και όχι ευχολόγια. Κι αυτά, από τώρα, εκ προοιμίου, δεσμευόμαστε να υιοθετήσουμε. Όλοι, όλα! Ακόμα κι αν διαφωνούμε με κάποιες παραγράφους. Αυτό δεν σημαίνει το “παραβλέπω τα λίγα που μας χωρίζουν”; Ξεχνάμε λοιπόν το “διαφωνώ και αποχωρώ”. Διαφωνώ και παραμένω! Γιατί είναι τόσα πολλά αυτά με τα οποία συμφωνώ! Διατηρώ την ανεξαρτησία της άποψής μου, δεν είμαι υποχρεωμένος να ασπαστώ κάτι που δεν με εκφράζει, αλλά διακηρύσσω παντού ότι αυτό που έχει αποφασίσει ο κοινός φορέας, τηρώντας τις αρχές της δημοκρατίας, θα το υπηρετήσω. Αν δεν αποκτήσουμε υψηλό βαθμό εσωτερικής και λειτουργικής δημοκρατίας, τι θα μεταγγίσουμε στο πολιτικό σύστημα;
Αυτό σημαίνει ότι από αυτή τη στιγμή:
Πρώτον: Απομονώνουμε τους εμπαθείς που από τη μια επιδιώκουν δήθεν τη συμπόρευση και από την άλλη αναλώνονται ολημερίς κι οληνυχτίς σε λιβέλλους διότι κάποιος επεσήμανε στο πρόγραμμα του άλλου μια υποπαράγραφο της υποπαραγράφου που του ξίνισε! Ή διότι τους ενοχλεί το ύφος! Τους συστήνουμε και έναν καλό ψυχίατρο.
Δεύτερον: τέρμα οι εξυπνάδες και η σχεδόν ενδημική ειρωνική διάθεση κάθε ομάδας προς τις υπόλοιπες. Τέρμα η εύκολη κριτική του πληκτρολογίου – ζεστός καφές και άνετη πολυθρόνα και καρφώματα ένθεν κακείθεν. Τέρμα. Ποτέ πια! Δεσμεύεστε;
Τρίτον: η πολιτική δεν είναι ασκήσεις ομαδικού αυτοερωτισμού με like στο facebook. Θέλει τρέξιμο, απίστευτο τρέξιμο! Θέλει να ξεχάσεις απογεύματα, σαββατοκύριακα, νύχτες, ξεκούραση, να οργώνεις την Ελλάδα, να οργώνεις τη γειτονιά σου, να μιλάς με τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας που συνηθίσαμε να τον χαρακτηρίζουμε απλό άνθρωπο αλλά δεν είναι καθόλου απλός - κουβαλάει μια καταστροφή ο καθένας και σε κοιτάει σαν την ομάδα της ΕΜΑΚ που ήρθε να τον απεγκλωβίσει από τα ερείπια. Αν γίνει κάτι, θα γίνει από ανθρώπους της πράξης, με τα μανίκια σηκωμένα, όχι από «αραχτούς».
Τέταρτον: σύγκλιση διά της αποκλίσεως δεν γίνεται. Κι ακόμα περισσότερο διά του αποκλεισμού. Το να κάνει ο καθένας το δικό του μαγαζάκι και μετά να καλεί τους άλλους να συζητήσουν “υπό την σκέπην του”, όταν ήδη υπάρχει ένας πυρήνας οργανωμένων πολιτικών κινήσεων στον χώρο, που έχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν να συνεργάζονται, δεν καταλαβαίνω σε τι αποσκοπεί. (Ή, μάλλον, καταλαβαίνω…)
Αφήνω τελευταίο το θέμα του ηγέτη. Μια πολιτική κίνηση, χωρίς ηγέτη, είναι καταδικασμένη με το “καλημέρα”. Όσοι δεν το κατανοούν αυτό, απλώς χάνουν τον χρόνο τους. Η συλλογική ηγεσία επίσης είναι ένα ιδεολόγημα που θεωρητικοποιεί την αδυναμία. Πόσες εταιρείες ξέρετε με 5 διευθύνοντες συμβούλους; Όμως αυτό που χρειάζεται πραγματικά αλλαγή είναι η έννοια της ηγεσίας. Η ηγεσία είναι μια δουλειά. Μια θέση ευθύνης και τίποτε άλλο. Στη “Δημιουργία, ξανά!” αυτό το έχουμε κάνει πράξη με το να συμμετέχουμε όλοι σε ομάδες με διαφορετικό κάθε φορά υπεύθυνο. Εγώ, ας πούμε, συμμετέχω στην ομάδα των social media και στην ομάδα δημιουργίας του νέου site με άλλους επικεφαλής. Εκείνοι αποφασίζουν και αναθέτουν σε όλους εργασία - και σε μένα επίσης. Ξέρετε τι ωραία που λειτουργεί; Οι συνεργάτες, έτσι, αισθάνονται πραγματικά συνεργάτες, όμως όταν πρέπει να παρθεί μια απόφαση, εκείνος που θα την πάρει έχει όνομα και δεν είναι, υποχρεωτικά, ο πρόεδρος. Αυτός είναι ο νέος τύπος ηγεσίας. Ηγέτης δεν είναι αυτός που πιάνει πρώτος την καρέκλα, αλλά πρώτος τη σκούπα. Υπάρχει και κάτι ακόμα: όποιος εκτεθεί θα πρέπει να είναι έτοιμος να βλέπει τον εαυτό του “στα μανταλάκια” των περιπτέρων, να διασύρεται, να λοιδωρείται, να δέχεται τόνους λάσπης, ποταμούς ύβρεων, απειλές ακόμα και για τη ζωή του, χυδαίες, κατασκευασμένες ιστορίες, συκοφαντίες, μηνύσεις, επιθέσεις. Θα πρέπει να ξεχάσει τι σημαίνει ιδιωτικότητα, σεβασμός του προσωπικού χώρου, δεοντολογία. Το πολιτικό παιχνίδι, με τις ευλογίες του συστήματος, σ’ αυτή τη χώρα παίζεται με όρους απόλυτης χυδαιότητας και μέχρι να το αλλάξουμε, θα το “λουζόμαστε”.
Θέλουμε λοιπόν την συμπόρευση; Εν τω άμα και το θάμα! Μια επιτροπή αντιπροσώπων, που μπορούμε να ορίσουμε και σήμερα, θα συνθέσει μέσα στις επόμενες 15 μέρες ομάδες εργασίας και επεξεργασίας θέσεων, οι οποίες μέσα σε δύο μήνες το πολύ θα έχουν παραδώσει το υλικό. Το αναρτάμε στα site μας και το ενσωματώνουμε στα κείμενά μας. Και μέσα σε 3 μήνες πάμε σε ένα μεγάλο συνέδριο στο οποίο θα εκλεγούν τα όργανα του κοινού πλέον κόμμματος και εκεί θα ψηφιστεί και η ηγεσία και οι θέσεις ευθύνης. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Αρετή, έχουμε. Τόλμη;
Σας ευχαριστώ.