«Αν σκέφτεσαι με προοπτική ενός χρόνου, φύτεψε ένα σπόρο.
Αν σκέφτεσαι με προοπτική δέκα χρόνων, φύτεψε ένα δέντρο.
Αν σκέφτεσαι με προοπτική 100 χρόνων, δίδαξε ανθρώπους.» (Κομφούκιος)
Παρότι η Παιδεία, ως έννοια, έχει συσχετιστεί με την πνευματική υπεροχή της Φυλής μας, σε σημείο που να πείσει τον Έλληνα φιλόσοφο Πλήθωνα Γεμιστό να υπερηφανευτεί ότι «Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», εμείς –οι θλιβεροί απόγονοι– αγνοούμε ή σνομπάρουμε τη σημασία της, και –από “ειδοποιό διαφορά” του Έθνους μας– την μετατρέψαμε σε γνώρισμα πνευματικής παρακμής. Κι αφήσαμε έκθετον τον Λέοντα Τολστόι, ο οποίος –ανύποπτος για την επερχόμενη κατάντια μας– ομολογούσε με θαυμασμό ότι «χωρίς ελληνομάθεια δεν υπάρχει παιδεία».
Τολμάμε, βέβαια, να θεωρούμε και σήμερα την Παιδεία μας “εθνική υπόθεση”, όχι τόσο για να αναδεικνύουμε το κύρος και την αξιακή της προτεραιότητα, αλλά για να την προβάλλουμε ως άλλοθι, προκειμένου να καλύπτουμε την ιδεοληψία, τον κομματισμό και τον ρεμβασισμό, πίσω από δήθεν μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις ή ανατροπές συστημικών δομών.
Δυστυχώς, στις μέρες μας, η Εκπαίδευση (δηλαδή, η παροχή γνώσεων για να φτάσουμε στην Παιδεία), αποτελεί χώρο άσκησης εξουσίας και εφαρμογής εμμονικών σχεδιασμών, που καταστρέφουν ό,τι έχει επιτευχθεί, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο όσες προσπάθειες καταβάλλονται, κατά καιρούς, για τον επαναπροσανατολισμό της. Αντί να έχει ορίζοντα δεκαετιών, ώστε να προλάβει να “καρπίσει”, εξυπηρετεί τη μικροπολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, που στοχεύουν –κοντόφθαλμα– στις επόμενες, κάθε φορά, εκλογές.
Με εξαίρεση τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες των υπουργών Μαριέττας Γιαννάκου και Άννας Διαμαντοπούλου, που υπόσχονταν εκσυγχρονισμό της Εκπαίδευσης, αλλά, στη συνέχεια, αναθεωρήθηκαν υπό την πίεση της οργανωμένης αντίδρασης, ο σχεδιασμός του Υπουργείου Παιδείας έχει περιοριστεί στην απλή διαχείριση μιας συγκεχυμένης εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Μοναδικός γνώμονας, η σύμπλευση με τις απαιτήσεις των συνδικαλιστών, ώστε να εξασφαλιστεί η εργασιακή ειρήνη στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ασχέτως αν αυτή η τακτική απονεκρώνει και τους τελευταίους υγιείς ιστούς της Εκπαίδευσης, καταδικάζοντας τις επόμενες γενιές.
Εκπαίδευση και Συνδικαλισμός, λοιπόν: «Τι ζητάει η αλεπού στο παζάρι;» Ας ακολουθήσουμε τα βήματά της.
Η ασύστολη εκχώρηση δικαιωμάτων στους συνδικαλιστές –από το 1982 και μετά– με σκοπό τον κομματικό προσεταιρισμό τους, αλλοτρίωσε την αποστολή τους, και τους επέτρεψε να εξελιχθούν σε εκβιαστές των κυβερνήσεων, μέσω του πολιτικού κόστους, χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης την κοινωνική ανωμαλία. Κι ενώ θα περίμενε κανείς οι κυβερνήσεις να παρέμβουν νομοθετικά στην παρεκτροπή του Συνδικαλισμού, αυτές, απλώς, αναχαιτίζουν την επικινδυνότητά του περιστασιακά, παραχωρώντας θύλακες εξουσίας στα ηγετικά του στελέχη. Οπότε ο Συνδικαλισμός, από θεματοφύλακας των εργασιακών δικαιωμάτων, έχει μεταβληθεί σε βραχνά της δημόσιας διοίκησης, καθώς διεκδικεί τη θεσμοθέτησή του ως «πέμπτης εξουσίας» (δεδομένου ότι η τέταρτη θέση, ήδη ανήκει στον Τύπο).
Για να μη θεωρηθεί αυθαιρεσία (και, φυσικά, αντισυνταγματική πράξη) η εξαίρεση των εκπαιδευτικών από τον Συνδικαλισμό, ο οποίος, ασφαλώς, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα όλων των εργαζομένων, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τον ορισμό της Εκπαίδευσης ως χώρου εργασίας.
Τολμώ, λοιπόν, να θέσω το ερώτημα: οι γνωστές μέθοδοι του Συνδικαλισμού είναι συμβατές με τον ιδεατό χαρακτήρα της Εκπαίδευσης; Διότι πρέπει να ξεχωρίσουμε τη διδασκαλία από την κοινώς εννοούμενη απασχόληση, καθότι αποτελεί λειτούργημα, κι ως τέτοιο δεν υπόκειται στους τυπικούς εργασιακούς κανόνες. Ο εκπαιδευτικός δεν παρέχει απλώς γνώσεις, αλλά διαμορφώνει προσωπικότητες και ενδιαφέρεται για την περαιτέρω πνευματική πορεία των μαθητών του. Ενώ ο κάθε εργαζόμενος δικαιούται να συναρτά τη δουλειά του με το ωράριό της, ο εκπαιδευτικός, αν έχει συναίσθηση της αποστολής του, δεν εντάσσει την υπηρεσία του σε χρονικά όρια (όπως αντιστοίχως ο γιατρός ή ο αστυνομικός, κατά την άσκηση του καθήκοντος). Θα αφιερώσει χρόνο για την αντιμετώπιση μιας ιδιαιτερότητας του μαθητή του –είτε αυτή αφορά μαθησιακή αδυναμία του είτε κάποιο προσωπικό του πρόβλημα. Διότι το λειτούργημα είναι περίσσευμα της τυπικής υποχρέωσης, έχει μια δόση εθελοντισμού, γι’ αυτό και ξεχωρίζει ουσιαστικά από το επάγγελμα, και η αμοιβή του υπερβαίνει τη συμβατική έννοια της μισθοδοσίας, αφού η επιβράβευση του αποτελέσματος τοκίζεται ισοβίως, μέσω της εκτίμησης των μαθητών του.
Δεν παραγνωρίζουμε ότι και στον χώρο της Εκπαίδευσης προκύπτουν προβλήματα, που πρέπει να αναδεικνύονται και να επιλύονται –όμως, όχι μέσω της συνδικαλιστικής τακτικής (αποχή ή παρεμπόδιση έργου), διότι, στην προκειμένη περίπτωση, τη ζημιά δεν την υφίσταται η εργοδοσία αλλά οι αποδέκτες των υπηρεσιών, που είναι οι μαθητές και, κατ’ επέκτασιν, οι γονείς τους. Γι’ αυτό και πρέπει να θεσμοθετηθεί ένα υποκατάστατο του Συνδικαλισμού –ένας Φορέας διακομματικός– που θα έχει ως έργο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων όσων εμπλέκονται στον χώρο της Εκπαίδευσης, ώστε να περιττεύει κάθε αγωνιστική διεκδίκηση.
Η εξαίρεση του Συνδικαλισμού από την Εκπαίδευση δεν έχει να κάνει με τη φοβική αντιμετώπιση ενός κοινωνικού μέσου πίεσης, που απειλεί το κατεστημένο. Απλώς, σε έναν χώρο όπου καλλιεργείται συστηματικά ο διάλογος, και οι στόχοι έχουν ξεκάθαρο ηθικό και πνευματικό υπόβαθρο, είναι –αν μη τι άλλο– ανακόλουθο να χρησιμοποιείται ο εξαναγκασμός για την επιβολή των αντίθετων απόψεων.
Ας δούμε τι συμβαίνει σήμερα.
Όταν η Διοίκηση Εκπαίδευσης σε έναν Νομό δεν έχει πολιτικά προσκείμενη την πλειοψηφία της τοπικής ΕΛΜΕ, εξαγοράζει την ανοχή ή τη στήριξη των αντιπάλων συνδικαλιστών, μέσω διευκολύνσεων ή και τακτοποίησής τους σε διευθυντικές θέσεις σχολικών μονάδων.
Η επίσκεψη συνδικαλιστών στα σχολεία είναι ισόκυρη –αν όχι και ανώτερη– με την επίσκεψη Προϊσταμένου. Ο δε διευθυντής σχολικής μονάδας, για να μη χρεωθεί τη “ρετσινιά” του άτεγκτου εκπροσώπου της Διοίκησης –με τη συνακόλουθη καταγγελία/διασυρμό– αναγκάζεται να ανέχεται τη θεληματική παρουσία τους.
Η όποια καινοτόμα πρωτοβουλία, που ταράζει την καθημερινότητα των διδασκόντων, πρέπει να περάσει από την έγκριση των συνδικαλιστών, για να μη μπει στο στόχαστρό τους.
Σε περίοδο εκλογών των κατά τόπους ΕΛΜΕ, τα σχολεία –επί μία σχεδόν εβδομάδα– ταλανίζονται από τις εναλλασσόμενες επισκέψεις εκπροσώπων των παρατάξεων, ενώ, την ημέρα των εκλογών, δεν λειτουργούν, παρότι αυτές θα μπορούσαν να διεξαχθούν μετά το πέρας των μαθημάτων, όπως συνέβαινε πριν από το 1982.
Υπάρχουν εκπαιδευτικοί, που, μετά από μια ελάχιστη περίοδο προσαρμογής στις αίθουσες διδασκαλίας, δεν εμφανίζονται στα σχολεία καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαλληλικής τους θητείας, απολαμβάνοντας –ως καριερίστες συνδικαλιστές– τη νόμιμη αποχή από τα διδακτικά τους καθήκοντα.
Η κατάσταση στην Εκπαίδευση επιδεινώθηκε, με την ενθάρρυνση και του Μαθητικού Συνδικαλισμού, που ανατρέπει την ιεραρχημένη πνευματική σχέση μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, αφού το όποιο κύρος του εκπαιδευτικού (κατά την ώρα του μαθήματος) εκμηδενίζεται, κατά την –επί ίσοις όροις– αντιπαράθεση με τους συνδικαλιστές μαθητές. Φτάσαμε στο σημείο η παραμικρή διαφωνία ή διεκδίκηση από μέρους των μαθητών να οδηγεί στην κατάληψη του σχολείου, παρότι η προάσπιση των δικαιωμάτων τους καλύπτεται από τη θεσμική παρουσία των συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων.
Γι’ αυτό, λοιπόν:
• επειδή δεν γίνεται να μιλάμε για ποιοτική εκπαίδευση και να αποφεύγουμε την αξιολόγηση, επιβραβεύοντας τον “ωχαδερφισμό”.
• επειδή δεν γίνεται να έχουμε ως πρότυπα εκπαιδευτικά συστήματα της Αλλοδαπής, και να μη θέλουμε να εφαρμοστούν στη χώρα μας.
• επειδή δεν γίνεται –ως πολιτικοί– να επιλέγουμε για τα παιδιά μας ιδιωτικά σχολεία, και συγχρόνως να δηλώνουμε αντιρρησίες της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης στη χώρα μας.
• επειδή δεν γίνεται να δηλώνουμε υπερασπιστές της Δημόσιας Εκπαίδευσης, και να την εγκαταλείπουμε στο έλεος των καταλήψεων, ανεχόμενοι την καταχρηστική ισχύ του «πανεπιστημιακού ασύλου».
Για όλα αυτά, θα πρέπει να πάψουμε να παριστάνουμε τους δουλοπρεπείς κόλακες του «βασιλιά» του παραμυθιού, περιμένοντας πότε θα φανεί ένα παιδί, για να αποκαλύψει –με αφελή αυθορμησία– ότι αυτός «είναι γυμνός»!
Είναι καιρός να αναληφθούν σοβαρές πρωτοβουλίες για την αναβάθμιση της Εκπαίδευσης, κι αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν:
• την απεξάρτησή της από τα κυβερνητικά σχήματα και την υπαγωγή της σε μόνιμη διακομματική Επιτροπή Παιδείας, που να ρυθμίζει τη λειτουργία της
• την ανάθεση του εκπαιδευτικού σχεδιασμού σε ομάδα πνευματικών προσωπικοτήτων, διεθνούς κύρους, οι οποίοι –υπό την τυπική προεδρία του υπουργού– να θέτουν μακροπρόθεσμους στόχους, που να διασφαλίζουν το μέλλον των παιδιών μας.
• την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών, και την αξιολόγησή τους, ώστε να κρατιέται ψηλά ο μέσος όρος των ικανών, να αναβαθμίζονται οι επιδιώξεις τους, και να κατοχυρώνεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
• την ανάδειξη της αριστείας μεταξύ των μαθητών, η οποία και τους ίδιους αμείβει ηθικά και στην κοινωνία παρέχει εγγυήσεις ως προς τα προσόντα των νέων, που θα αναλάβουν τις τύχες της.
• τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου των μαθητικών συμβουλίων, ο οποίος πρέπει να αρκείται στη διεκπεραίωση τυπικών συλλογικών υποχρεώσεών τους.
• την απαγόρευση των καταλήψεων σχολικών χώρων, οι οποίες –πέρα από την παρανομία τους– εμποδίζουν το έργο των επιμελών μαθητών, ενώ, συχνά, καταλήγουν σε βανδαλισμούς.
Τα όσα ανέπτυξα στην εισήγησή μου δεν έχουν χαρακτήρα καταγγελίας αλλά αυτοκριτικής, καθότι ο ομιλών έχει περάσει απ’ όλα τα στάδια της Δ/θμιας Εκπ/σης: ως διδάσκων, ως επικεφαλής συνδικαλιστικής παράταξης, ως μέλος ΕΛΜΕ, ως διευθυντής σχολικής μονάδας και ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος Γραφείου Δ/θμιας Εκπαίδευσης.
Θα ήθελα οι θέσεις μου να καταγραφούν ως εξουσιοδοτημένη απολογία από μέρους όλων όσοι –ηθελημένα ή όχι– αφήσαμε τις ευκαιρίες να χαθούν, διότι, όπως πετυχημένα επισημαίνει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Σύντεϋ Χάρις (1917-1986), «ο βασικός σκοπός της Εκπαίδευσης είναι να μετατρέψει τους καθρέφτες σε παράθυρα»! Κι εμείς, άβουλοι και μοιραίοι, ξεχαστήκαμε –αυτάρεσκα– στο καθρέφτισμα της επιπολαιότητάς μας και της ματαιοδοξίας μας.