Η ιστορία της πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι ένα αφήγημα σχεδόν επικού χαρακτήρα, ένα όραμα με πηγές που μπορεί κανείς να τις αναζητήσει ακόμα και σε εποχές προ νεοτερικότητας.
Αν θέλουμε να μνημονεύσουμε και το νεοελληνικό της συστατικό θα πρέπει να θυμηθούμε έναν ιδιόμορφου χαρακτήρα Κερκυραίο με καταγωγή από τη σημερινή σλοβενική πόλη Capo d’Istria και την Κύπρο, του οποίου η συμβολή στο συνέδριο της Βιέννης, τη συνδιάσκεψη των Παρισίων και τη διαμόρφωση της μεταναπολεόντιας Ευρωπαϊκής Συμφωνίας του 1815 υπήρξε καθοριστική. Χώρια ο ρόλος του στο ελβετικό σύνταγμα, την ελληνική ανεξαρτησία και τη ρωσική ευρωπαϊκή πολιτική. Και παρά την κριτική που του άσκησε ο Μαρξ ήταν αναμφίβολα ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της Ευρώπης του 19ου αιώνα μαζί με τον Μέτερνιχ και τον Ταλεϋράνδο.
Ωστόσο αν θελήσουμε να δούμε που βρίσκεται πρακτικά η αρχή του παρόντος ευρωπαϊκού οράματος, έστω και αν σήμερα φαντάζει ιδιαίτερα ξεφτισμένο, θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το Μανιφέστο του Βεντοτένε, γραμμένο σε μια τυρρηνική φυλακή το 1941 από πολιτικούς κρατούμενους, με πρωτεργάτη κάποιον Αλτιέρο Σπινέλι. Οι μεγαλύτεροι ίσως τον θυμούνται ως ευρωβουλευτή, αξίωμα που κατείχε ως το θάνατό του το 1986, και «ένθερμο θιασώτη της ομοσπονδίας» όπως τον αποκαλεί ο Michael Burgess στο “Federalism and European Union: the Building of Europe, 1950–2000” (2000). Για τους περισσότερους ωστόσο μάλλον είναι απλώς το όνομα του κεντρικού κτηρίου του Ευρωκοινοβουλίου και μιας όχι ιδιαίτερα γνωστής πολιτικής πρωτοβουλίας που περιλαμβάνει ονόματα τρανταχτά, όπως οι Ζακ Ντελόρ, Γιόσκα Φίσερ, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, Μάριο Μόντι, Άντριου Νταφ και Γκυ Φέρχοφσταντ.
Ο Σπινέλι πάντως, που είχε υπάρξει κομμουνιστής αλλά είχε απομακρυνθεί από τη θεωρεία της ταξικής σύγκρουσης, στο μανιφέστο του ήταν έντονα κριτικός τόσο απέναντι στην ανικανότητα της Κοινωνίας των Εθνών να διαχειριστεί με όρους διεθνούς δικαίου τα προβλήματα της Ευρώπης, όσο και στην εμμονική εξιδανίκευση του κράτους από το φασισμό, καθώς διέβλεπε ήδη στην ισχυροποίηση του έθνους-κράτους μια απειλή για την ειρήνη.
Κατά τον Σπινέλι μόνο μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα μπορούσε να διαχειριστεί τα καυτά ζητήματα ανάμειξης εθνοτικών ομάδων, μεταβολής συνόρων, βίαιης μετακίνησης πληθυσμών, διαπολιτισμικής αλληλεπίδρασης και τόσα άλλα αντίστοιχα προβλήματα που προήλθαν από αιώνες θρησκευτικών, πολιτικών, ταξικών και εθνικών πολέμων, και που με τη σειρά τους γέννησαν τις δυο μεγάλες συρράξεις του 20ου αιώνα. Ο Σπινέλι πίστευε στην Κοινή Αγορά στο βαθμό που εκείνη διέθετε και τους κατάλληλους υπερεθνικούς θεσμούς για να μη γίνεται έρμαιο στη βούληση των ισχυρότερων κρατών. Θεωρούσε πως η οικονομική ενοποίηση θα φέρει αναπόφευκτα και την πολιτική, αν και αντιλαμβανόταν πόσο αργή γινόταν αυτή η διαδικασία. Και παρότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως λεγόταν τότε, ήταν μια εκ των άνω προς τα κάτω τρόπον τινά επιβεβλημένη επιλογή, πίστευε ότι σύντομα τα πλεονεκτήματά της θα γίνουν αντιληπτά από την Ευρώπη των λαών. Δυστυχώς έκανε λάθος. Και δεν ήταν ο μόνος. Στις 29 Μαΐου 2005 η Ευρώπη κατάλαβε πόσο άσχημα παιχνίδια μπορούν να παιχτούν στο όνομά της προς χάριν των μικροπολιτικών συμφερόντων εντός ενός εκάστου κράτους-μέλους. Και ο Ζακ Σιράκ συνέδεσε το όνομά του με την αποτυχία να αποτελέσει η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη την αρχή για μια καινούργια Ευρώπη.
Η γραφειοκρατική ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εδρεύει κυρίως στις Βρυξέλλες, συνεχίζει να αντιμετωπίζει την εθνική κυριαρχία ως ένα σοβαρό εμπόδιο που πρέπει να αρθεί. Όμως, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Mark Mazower στη μονογραφία του “Governing the World. The History of an Idea” (2012) η γραφειοκρατία αυτή δεν φαίνεται να διέπεται από την ίδια ευαισθησία για τον σχεδόν ολοκληρωτικό παραγκωνισμό της κοινωνικής αλληλεγγύης και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως τις οραματιζόταν ο Σπινέλι και οι σύντροφοί του στη φυλακή του Βεντοτένε. Η ομοσπονδία για τον Σπινέλι και το Μανιφέστο δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός, αλλά μόνο ένα εργαλείο για την άσκηση ελέγχου από τον άνθρωπο πάνω στις οικονομικές δυνάμεις, ένα μαντσινικής έμπνευσης όραμα για την ελευθερία. Πάνω σε αυτό το όραμα στηρίχθηκε ο διευθυνόμενος καπιταλισμός και η μεταπολεμική παλινόρθωση της Δυτικής Ευρώπης. Οι αρχές του Βεντοτένε ωστόσο, με τα κοινωνικά και ανθρωπιστικά συστατικά τους, εγκαταλείφθηκαν σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1970 και οριστικά πλέον στη διάρκεια της δεκαετίας 1990 υπό την πίεση της παγκόσμιας χρηματιστικοποίησης.
Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης ο Ζακ Ντελόρ, και μαζί του ολόκληρη η «γαλλική συμπαράταξη» (ο Μισέλ Καμντεσύ του ΔΝΤ και ο Ανρί Σαβρανσκί του ΟΟΣΑ) πόνταραν σε μιαν ανάπτυξη και ευημερία που θα ενεργοποιούταν από την απελευθέρωση των χρηματοροών. Και έχασαν! Κι εκείνοι, και η Ευρώπη και αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας.
Ο βασικός λόγος, για την Ευρώπη τουλάχιστον, δεν ήταν άλλος από την αδυναμία της να εγγυηθεί την προστασία των λιγότερο προνομιούχων μελών της και να καταστήσει καίριο τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα της. Αυτό ήταν αναμενόμενο, ιδίως μετά την ιστορικής σημασίας ειρηνική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεγάλου μέρους της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και από το γεγονός ότι η ΕΕ δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει φορολογία και έτσι επέλεξε ως πρωτεύοντα στόχο της τη δημοσιονομική σύγκλιση και τη δημιουργία κοινού νομίσματος. Αυτή την αγοραία Ευρώπη της ροής εμπορευμάτων και κεφαλαίων ήρθε να θεσμοθετήσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, στερούμενη όμως οποιωνδήποτε ρυθμιστικών δικλείδων ελέγχου.
Σε επίπεδο θεσμών η απογοήτευση των ευρωπαϊκών λαών ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέστη άνευρη για να εξυπηρετεί τις εσωτερικές ισορροπίες ισχύος, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαξιώθηκε διπλά: και λόγω περιορισμένων αρμοδιοτήτων και λόγω αντιφατικού ρόλου των εθνικών αντιπροσώπων σε αυτό. Και λίγο λίγο όλα άρχισαν να κινούνται γύρω από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τις παράλογες ακαμψίες του και τις σουρεαλιστικές δεσμεύσεις σε σχέση με τα ελλείμματα και το χρέος, δεσμεύσεις που ως το 2010 -με δυο τρεις εξαιρέσεις- κανείς δεν τηρούσε.
Η αρπαγή της Ευρώπης από τους λαούς της άρχισε να υλοποιείται με διάφορους τρόπους και το όραμα μιας ελεύθερης αλλά ρυθμιζόμενης οικονομίας και μιας αναπτυσσόμενης και συνεκτικής κοινωνίας να αντικαθίσταται από τον εφιάλτη ανεξέλεγκτων και αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων.
Μια από αυτές τις όχι και τόσο διαφανείς δυνάμεις είναι η επιτροπολογία (comitology committees ή committee procedure). Πρόκειται για τις επιτροπές εμπειρογνωμόνων και ομάδες συμφερόντων που αναλαμβάνουν να εξειδικεύσουν τα πολύ γενικά νομοθετήματα του κοινοβουλίου, οι οποίες αριθμούν σε εκατοντάδες, είναι αρκετά αδιαφανείς ως προς τον τρόπο σύστασης, λειτουργίας και λήψης αποφάσεων, δεν εξασφαλίζουν αντιπροσωπευτικότητα, και δρουν συνήθως πρασκηνιακά όπως περιγράφουν αναλυτικά οι Alan Hardacre και Michael Kaeding στο “Delegated and Implementing Acts: The New Worlds of Comitology - Implications for European and National Public Administrations” (2011). Οι επιτροπές αυτές δεν εποπτεύονται ούτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και παρά την προσπάθεια να περιοριστεί η δράση τους με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, στην πραγματικότητα συνεχίζουν εντατικότερα. Το παράδοξο και αναμφίβολα αντιδημοκρατικό αποτέλεσμα είναι φορείς, των οποίων τη συμπεριφορά επιχειρεί να ρυθμίσει με νομοθετικές πράξεις η ΕΕ, να έχουν πολύ μεγαλύτερη ισχύ στη διατύπωση των κανονιστικών και περιοριστικών τους ρυθμίσεων από τα εθνικά κοινοβούλια, τις οργανώσεις πολιτών και εν τέλει κι από το ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο.
Αυτή η μεταβίβαση εξουσιών δεν περιορίστηκε σε αξιωματούχους που δεν είναι ουσιαστικά υπόλογοι σε κανένα ή σε ομάδες της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, αλλά και σε μηχανισμούς και ομάδες συμφερόντων εντελώς έξω από οποιονδήποτε ευρωπαϊκό ή εθνικό έλεγχο.
Τέτοια είναι η περίπτωση της Διεθνούς Ένωσης Συμφωνιών Ανταλλαγής και Παραγώγων (ISDA - International Swaps and Derivatives Association). Όταν το Μάρτιο του 2012 οι ευρωπαίοι πολιτικοί επιχειρούσαν να αποφύγουν να χαρακτηριστεί «πιστωτικό γεγονός» η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ώστε να μην κινδυνεύσει να βρεθεί η Ελλάδα εκτός ευρώ και το ευρώ σε βαθειά αστάθεια, είχαν να κάνουν με τη συγκεκριμένη επιτροπή, η οποία αποτελείται από τραπεζίτες που υποτίθεται δεν αποφασίζουν με γνώμονα τα συμφέροντα των δικών τους εταιρειών. Η πλήρης αδιαφάνεια των διαδικασιών εντούτοις δυσχεραίνει όποιον καλοπροαίρετο θα ήθελε να φανταστεί ότι αποφασίζουν πράγματι με αλτρουιστικά και αντικειμενικά κριτήρια, παρατηρεί σκωπτικά η A. Claire Cutler στο “Private transnational governance and the crisis of global leadership” (Gill St., ed. Global Crises and the Crisis of Global Leadership, 2012).
Άλλη ανάλογη περίπτωση «αρπαγής» της εξουσίας εκτός ΕΕ είναι οι αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης. Η αρμοδιότητά τους συνίσταται στην αξιολόγηση των παγκόσμιων πιστωτικών κινδύνων και όσο και αν φαίνεται παράλογο το ρόλο αυτό τον ανέθεσαν οι ίδιοι στον εαυτό τους, με τη συνένοχη αποδοχή της αμερικανικής κυβέρνησης και την εκβιασμένη ανοχή της Ευρώπης. Πώς όμως φτάσαμε εδώ; Με αποτελεσματικές πιέσεις από τις κεφαλαιαγορές που διεκδικούσαν αυτορύθμιση και πολιτικές αποφάσεις που τους την παραχώρησαν επεξηγεί πειστικά η Alexandra Ouroussoff στο Wall Street at War: The Secret Struggle of the Global Economy (2010).
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2008 για να εξοργιστεί με τις χρηματοπιστωτικές αγορές ακόμα και ο πρόεδρος της Γερμανίας, Χορστ Κέλερ, και να τις αποκαλέσει «τέρας που πρέπει να δαμαστεί». Η Αγγλία όμως που υποκρύπτει την κατάρρευση της παραγωγικής οικονομίας της πίσω από τις εξαιρετικά επικερδείς χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες του Σίτυ, φαίνεται έτοιμη να θεωρήσει οποιαδήποτε ρυθμιστική πρωτοβουλία ως casus belli. Oι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν μια εξαιρετική ικανότητα, όπως λέει ο Mazower, «να διαφυλάσσουν τα ιδιωτικά κέρδη και να κοινωνικοποιούν τις ζημίες τους».
Οι απόψεις του Σπινέλι αν και εκπροσωπούνται σήμερα από σημαντικούς παράγοντες της ευρωπαϊκής πολιτικής συναντούν απίστευτη αντίσταση, καθώς ο λόγος των χρηματοπιστωτικών αγορών έχει βρει τρόπους να επιβάλλεται ενώ ο λόγος των πολιτών χάνεται σε «ατέρμονες σκιαμαχίες της δημοκρατίας». Για τους συντάκτες του Μανιφέστου του Βεντοτένε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έπρεπε να ελέγχεται και οι κερδοσκόποι είχαν θεωρηθεί εν μέρει υπεύθυνοι για την ύφεση της δεκαετίας του 1930. Η σημερινή χρηματοπιστωτική ενοποίηση και η ύπαρξη του κοινού νομίσματος παράγουν πλούτο, τη συσσώρευση ή διάθεση του οποίου δε μπορεί να ελέγξει η Ευρώπη και συνεπώς ευτελίζονται οι θεσμοί της και συρρικνώνεται η αξιοπιστία του ευρωπαϊκού οράματος.
Δυστυχώς δεν υπάρχει αύριο για την Ευρώπη των εθνών και των λαών, για την Ευρώπη του βορρά και του νότου, της ανατολής και της δύσης, για την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, χωρίς αποφασιστική βούληση και δράση της πολιτικής της τάξης ώστε να ανακαταλάβει την εξουσία που σφετερίζεται σήμερα ο χρηματοπιστωτικός τομέας και μια σειρά παρένθετων και μη νομιμοποιημένων κέντρων εξουσίας.
* Giovanni Battista Piranesi (1720-1778), Η αρπαγή της Ευρώπης