Καθώς μετά την Ιρλανδία και η Ισπανία βγαίνει από την ανάγκη του προγράμματος στήριξης έχει ενδιαφέρον η συνέντευξη του Ολι Ρεν στην El Pais.
Η χώρα έχοντας αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα στο κόστος λειτουργίας του Δημοσίου και ειδικά των περιφερειών της και ανακεφαλαιοποιήσει επιτυχώς τον τραπεζικό της τομέα ώστε να ανακάμψει από την κατάρρευση της φούσκας των ακινήτων, μπορεί να ελπίζει ότι η ροή πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία θα αρχίσει πλέον να παρέχει ρευστότητα στην αγορά και στην παραγωγική οικονομία.
Προβλέπεται ότι θα επιστρέψει από φέτος σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης 0,5% , μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστεί σταδιακά το μεγάλο προβλήμα της ανεργίας στη χώρα (δεύτερης μεγαλύτερης μετά την Ελληνική στην Ε.Ε.). Γράφει σε αλλο άρθρο η El Pais "...τα καλά λόγια προς μία χώρα που μόλις πριν από ένα χρόνο ήταν στο χείλος του γκρεμού - με τα spread στα σύννεφα, όταν πολλές φωνές θεωρούσαν την επιχείρηση διάσωσης αναπόφευκτη - ... από τον Πρόεδρο του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem: "Η Ιρλανδία και η Ισπανία τα κατάφεραν πολύ καλά με τα αντίστοιχα προγράμματά τους. Εχουν ήδη επιδείξει σημαντικά θετικά σημάδια οικονομικής προόδου, και γι αυτό είμαι πολύ αισιόδοξος".
Από την άλλη πλευρά ο 'Ολι Ρεν προσγειώνει στον ρεαλισμό. Η εξέλιξη προς το καλύτερο είναι σταδιακή κι επίπονη. Οσο μεγαλύτερη η αντιπαραγωγική φούσκα, τόσο μακρύτερο το μονοπάτι της ανάκαμψης. "Η διαδικασία της δομικής προσαρμογής είναι σε εξέλιξη, αλλά θα χρειαστεί χρόνο για να υποκατασταθεί ένας τομέας με τόσο βάρος στην οικονομία (ο κατασκευαστικός) από άλλες παραγωγικές δραστηριότητες ... ώστε να επανέλθει η απασχόληση στα προγενέστερα επίπεδα.... η φούσκα υπήρξε τεράστια... "
Τι συμπεραίνει κανείς από την ισπανική περίπτωση: σε μια μεγάλη οικονομία μια εξίσου μεγάλη φούσκα είναι πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη, εαν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Στην περίπτωση της Ισπανίας η φούσκα των ακινήτων έπληξε τον τραπεζικό της τομέα, διογκώνοντας έμμεσα όλα τα άλλα δομικά προβλήματα της οικονομίας, που υπό την πίεση της έλλειψης ρευστότητας πήραν οριακό χαρακτήρα. Το χαμηλό δημόσιο χρέος της χώρας και η σχετική αποφασιστικότητα και συναίνεση του πολιτικού της συστήματος να αντιμετωπίσει και κάποιες από τις δομικές αδυναμίες, επέτρεψε στη χώρα να αντεπεξέλθει μόνο με την στήριξη του τραπεζικού της τομέα χωρίς να χρειαστεί να μπει σε μακροχρόνιο πρόγραμμα προσαρμογής και εποπτείας.
Η ελληνική περίπτωση είναι καθόλα διαφορετική: η φούσκα των ακινήτων ήταν ένα μόνο από τα προβλήματα της οικονομίας μας. Μικρής αρχικά βαρύτητας συγκριτικά με την Ισπανία, καθώς το ιδιωτικό χρέος στην χώρα ήταν πολύ χαμηλό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Η πιστωτική επέκταση του τραπεζικού συστήματος στον ιδιωτικό τομέα ήταν σχετικά περιορισμένη. 139% του ΑΕΠ στην Ελλάδα τον πρώτο χρόνο της κρίσης το 2010 έναντι 287% στην Ισπανία την ίδια χρονιά. 68% για την Ισπανία και 157% για την Ελλάδα τα αντίστοιχα νούμερα για το δημόσιο χρέος (πηγή OECD). Η δραματική κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει εντελώς διαφορετικά αίτια, όπως αναλύσαμε στο σχετικό άρθρο "Θαύμα, θαύμα στις τράπεζες". Κι έτσι οι τράπεζες της Ισπανίας βγαίνουν επίσημα από τον μηχανισμό στήριξης, ενώ οι δικές μας ετοιμάζονται να βουλιάξουν παραμέσα, μαζί με τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων.
Η φούσκα του Δημοσίου τομέα ήταν και παραμένει το κεντρικό πρόβλημα που τροφοδότησε, μεγέθυνε και συνεχίζει να τροφοδοτεί όλα τα υπόλοιπα στην χώρα μας.
Η φούσκα αυτή έχει διπλή όψη, γι' αυτό είναι απατηλή και η φύση της είναι δυσδιάκριτη: δεν είναι τόσο το μεγάλο ύψος των δαπανών του Δημοσίου στο σύνολό του, εκτός από κάποιους ιδιαίτερους τομείς όπως η άμυνα για λόγους που πλέον γίνονται προφανείς με τρόπο σκανδαλώδη ή όπως το άδικο, αντιπαραγωγικό και μη-βιώσιμο ασφαλιστικό / συνταξιοδοτικό σύστημα.
Είναι κυρίως η στρεβλή και αντιπαραγωγική δομή των δαπανών του Δημοσίου, ο τρόπος χρήσης τους, σε συνδυασμό με την στρεβλή δομή των εσόδων που στηρίζουν τις δαπάνες αυτές. Η διπλή πηγή της φούσκας εστιάζεται στην απόσταση μεταξύ δαπανών και παρεχόμενων υπηρεσιών από το κράτος προς τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και τους πολίτες, αλλά και στο ότι η χρηματοδότηση των δαπανών αυτών προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από άτυπη και στρεβλωτική φορολογία μέσω των φόρων υπέρ τρίτων, κρυφές επιβαρύνσεις και αναπόδραστα τέλη-κρυφοφόρους.
Εχει βαρύτητα ότι η Commission σύμφωνα με τον Ολι Ρεν έχει αντιληφθεί μετά την εσφαλμένη αρχική ακαμψία, πως δεν είναι το ονομαστικό ύψος του ελλείμματος ο δείκτης που έχει σημασία αλλά το δομικό έλλειμμα.
Από αυτή την άποψη η Ελληνική περίπτωση διαφέρει. Είναι ευκολότερο να φτωχοποιηθεί ή να αφεθεί να καταρρεύσει πλήρως (προς τα εκεί κατευθυνόμαστε ολοταχώς) εαν δεν αντιμετωπίσει την πηγή του προβλήματός της, αλλά μπορεί και ευκολότερα να στηριχθεί και να ανακάμψει γρήγορα, εαν αποφασίσει να αντιμετωπίσει την δομική αδυναμία της. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προκαλέσουν μια ροή κεφαλαίων προς την οικονομία που θα οδηγούσε σε σχετικά ταχεία ανάκαμψη.
Η αξιοποίηση των υποαπασχολούμενων πόρων και υποδομών της χώρας θα έμοιαζε με τη ροή του κόκκινου συστατικού της ζωής σε έναν οργανισμό που χειμάζεται, γιατί έχει στερέψει από αίμα ενώ οι αρτηρίες του είναι φρακαρισμένες. Σαν ένα ον σε χειμερία νάρκη που ταλαντεύεται ανάμεσα στο να ξυπνήσει από το βαθύ λήθαργο ή να χαθεί για πάντα στον ύπνο του.
Η επίλυση των τριών-τεσσάρων βασικών δομικών προβλημάτων της χώρας, η οποία θα μεταβάλει την αντιπαραγωγική της κατάσταση περνάει από το προσωρινό ξεβόλεμα από την έτσι κι αλλιώς φθίνουσα κατάσταση στην οποία βρίσκονται, περίπου ενός εκατομμυρίου από τα δέκα ετατομμύρια των κατοίκων της. Αυτή μπορεί πολύ σύντομα να φέρει θεαματικά αποτελέσματα.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο τομέα. Ούτε φυσικά είναι όλος ο Δημόσιος τομέας. Είναι ένα μείγμα από αντιπαραγωγικούς ή άχρηστους δημόσιους υπαλλήλους (ένα μέρος του Δημόσιου τομέα το οποίο απαξιώνει, δυσφημεί και αποθαρρύνει το υπόλοιπο σημαντικό παραγωγικό δυναμικό του) και ένα άλλο μέρος του λεγόμενου «ιδιωτικού» τομέα που αποτελείται από συντεχνίες θεσμοθετημένων προσοδούχων, ή ομάδων που παρασιτούν το Δημόσιο. Και αυτοί επίσης είναι ένα μικρό υποσύνολο των παραγωγικών και δημιουργικών συναδέλφων τους, που εμποδίζονται κι εκείνοι από την στρέβλωση να ανοίξουν τα δικά τους φτερά.
Το πολιτικό σύστημα ψευδολογώντας ασύστολα επιτρέπει να αναπτύσσονται ανυπόστατες ελπίδες, από εντελώς γελοίες, όπως τα δισεκατομμύρια των Κινέζων και των Ρώσων (και κάποιων άλλων απίθανων τύπων) που ψάχνουν ευκαιρία να τα πετάξουν στην ελληνική μαύρη τρύπα κι εμείς δεν τους αφήνουμε, ως τις πολεμικές αποζημιώσεις από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και γιατί όχι και από τους Περσικούς πολέμους. Αλλά περιλαμβάνουν και άλλες που φαντάζουν πιο αληθοφανείς αλλά είναι εξίσου φρούδες, σαν τα πετρέλαια-φάντασμα του Αιγαίου που περιμένουν εκεί εύκολα κι ακίνητα τόσους αιώνες να μας λύσουν το πρόβλημα ότι δεν είμαστε ικανοί να παράγουμε ανταγωνιστικά τίποτε άλλο.
Ποτέ όμως δεν ανοίγει το βασικό θέμα: τι θα παράγουμε και τι θα εξάγουμε σε τιμή και ποιότητα ανταγωνιστική, για να μπορούμε να αγοράσουμε τα αγαθά και τις υπηρεσίες που επιθυμούμε.
Το πολιτικό μας σύστημα επιχειρεί να κρύψει πίσω από φαντασιώσεις και ιδεολογήματα το πραγματικό αυτό ζήτημα, ώστε να συνεχίσει να εξαπατά τα υπόλοιπα εννέα εκατομμύρια των κατοίκων της χώρας. Αλλά εξαπατά ακόμη και αυτό το ένα εκατομμύριο (των οποίων λειτουργεί ως υπεργολάβος με καλό ποσοστό κέρδους) καθώς τους αφήνει να πιστεύουν πως η κατάστασή τους μπορεί να παραμείνει βιώσιμη για μεγάλο διάστημα ακόμη. Ενώ στην πραγματικότητα και αυτών ακόμη η θέση θα χειροτερεύει διαρκώς στο δρόμο προς την συλλογική φτώχεια, καθώς πριονίζουν συστηματικά το κλαδί επάνω στο οποίο κάθονται.
Κανείς από τους υφιστάμενους καθεστωτικούς πολιτικούς φορείς και τους ανθρώπους τους, δεν φαίνεται να διαθέτει τα απαιτούμενα εφόδια, τη θέληση, τη γνώση, τη δυνατότητα, την πειθώ, το κύρος, το τσαγανό, τα α@@α (επιτρέψτε μου να υπονοήσω τη λέξη) ώστε να επιχειρήσει και να επιτύχει να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις των άλλων.
Μάλλον διότι σε αυτό τον τόπο οι περισσότεροι (ίσως και οι ίδιοι ακόμη οι παραγωγοί των ψευδαισθήσεων) ζουν σε μια ατομική και κάπως οικογενειακή ψευδαίσθηση που μετατρέπεται αυτόματα σε συλλογική. Ετσι η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, χώρες με μικρότερο περιθώριο βελτίωσης από το δικό μας, πορεύονται τον δικό τους δύσκολο, μακρύ, αλλά τουλάχιστον, συντομότερα ή αργότερα, ανοδικό δρόμο.
Ενώ εμείς συνεχίζουμε μες την μιζέρια και τη γκρίνια, το δικό μας, τον κατάδικό μας, πολύ πιο δύσκολο αλλά κυρίως αενάως κατηφορικό δρόμο, όσο η αληθινή φούσκα δεν σκάει: η φούσκα του μυαλού μας.
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού και καινοτομίας. Είναι Αντιπρόεδρος πολιτικού συντονισμού της πολιτικής κίνησης "Δημιουργία, ξανά!"