Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε αναμφίβολα η σημαντικότερη πολιτική προσωπικότητα της Ελλάδας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Άνθρωπος ισχυρών πεποιθήσεων, περιείχε ό,τι προηγήθηκε και τον περιέχει ό,τι τον ακολούθησε. Περιείχε την συντήρηση και την πρόοδο, την δεξιά και την όποια αριστερά. Το φιλελεύθερο όραμα του Βενιζέλου και την φοβική του κατάληξη. Την μεταξική δικτατορία, την κατοχή και τον Εμφύλιο, όσο και την Αντίσταση, την αποδόμηση των πόλεων και της προπολεμικής αστικής τάξης αλλά και την αναζήτηση ενός ευρωπαϊκού δρόμου για την χώρα.
Άνθρωπος αρχοντικής ιδιοσυγκρασίας από επαρχιώτικη οικογένεια αντιλήφθηκε γρήγορα στο πετσί του τον παρηκμασμένο και αβάσιμο σνομπισμό των πολιτικών της ατιμασμένης αστικής τάξης της μεταπολεμικής Ελλάδας, λόγω της στάσης τους απέναντι στους κατακτητές.
Μίλησε στους καιρούς με την ειλικρίνεια της καταγωγής του και οι έλληνες του το ανταπέδωσαν.
Του έλαχε να ηγηθεί των νικητών έχοντας κάπου στην καρδιά του τα νικημένα παιδιά τους. Εντός του φύτρωσε οτιδήποτε ακολούθησε: η Δημοκρατία και ο οριακός αυταρχισμός της, οι Παπανδρέου και οι Μητσοτάκηδες, ακόμη και οι διάφοροι Σαμαράδες, Παυλόπουλοι και ανηψιοί, η ανάπτυξη και η ανισότητα, η άναρχη βιομηχανική μεγέθυνση δίχως καμία περιβαλλοντική έγνοια και το αστικό χάος, αλλά και η μεταπολεμκή γρήγορη αύξηση του ΑΕΠ και του εθνικού πλούτου. Η καταστροφή του αστικού ιστού της Αθήνας και των παλαιών αστικών υποδομών της και η δημιουργία μιας ανάλαφρης και δίχως ρίζες μικροαστικής μεσαίας τάξης προερχόμενης από τα αγροτικά στρώματα.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αυτό το εντυπωσιακό και αψίθυμο επαρχιωτόπουλο με την βαριά προφορά και τα έντονα πάθη, με το παράστημα και τα όμορφα χέρια που εντυπωσίασαν την βασίλισσα Φρειδερίκη, έπρεπε στην δεκαετία του 50 να συμφιλιώσει εντός του τις δύο Ελλάδες. Από την μια μεριά την μειοψηφούσα και ατιμασμένη που νίκησε χωρίς να αντισταθεί στον κατακτητή και από την άλλη την περήφανη και βαθειά πλανημένη που έχασε ενώ αντιστάθηκε και πλήρωσε την αντίσταση με την ζωή της. Παράλληλα με την προσπάθειά του να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό μιας ρημαγμένης χώρας για την οποία έπρεπε να επινοήσει ένα αναπτυξιακό όραμα.
Έτσι ο Καραμανλής έγινε ένα μενίρ που στροβιλίζονταν στον μεταπολεμικό ανεμοστρόβιλο της ιστορίας, προσθέτοντας το κατάδικό του βάρος και γοητεία στο βάρος και την γοητεία της χώρας του.
Στην πρώτη του μεταπολεμική περίοδο ο Καραμανλής υπήρξε ο θεμελιωτής της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, όπως εναργώς και ευκρινέστατα την περιγράφει ο καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης στο βασικό έργο του «Η Ελληνική Βιομηχανία. Ανάπτυξη Και Κρίση» (Gutenberg, 1983), στις δύο περιόδους μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεων 1955-57 και 1961-1963. Τότε που μπήκαν οι βάσεις των σημαντικότερων βιομηχανιών της χώρας, μεταφέρθηκε, και σε κάποιες περιπτώσεις αναπτύχθηκε, η τεχνολογική βάση της νέας ελληνικής βιομηχανίας και φτιάχτηκαν τα μεγάλα σόγια της.
Μια βιομηχανική ανάπτυξη όμως δίχως όρια, σχεδιασμό και επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου σε μια διαλυμένη χώρα, η οποία κατέστρεψε σε ορισμένες περιπτώσεις ολάκερες ιστορικές περιοχές του τόπου. Οι μειωμένες άμυνες και οι μάλλον λιγοστές γνώσεις στα θέματα αυτά του Καραμανλή τον οδήγησαν σε επιλογές που είχαν δραματικές συνέπειες. Αντί να χωροθετηθεί η βιομηχανική ζώνη της Αθήνας προς την πλευρά του Νότιου Ευβοϊκού, γύρω από το Λαύριο, με την μεγάλη βιομηχανική παράδοση και ελλείψει των αναγκαίων υποδομών (επαρκές λιμάνι και τραίνο), επιβεβαιώθηκε η τοποθέτησή της σε έναν κλειστό κόλπο, σε ένα ιστορικό χώρο εξαιρετικού φυσικού κάλλους και αρχαιολογικής σημασίας. Στην φυσική έξοδο της πόλης προς την Κόρινθο, πλάι στην Ιερά Οδό.
Ετσι συνέβη αυτό που όλοι γνωρίζουμε εκεί που κάποτε «φύτρωνε φλισκούνι και άγρια μέντα» αλλά και δημιουργούνταν καλαίσθητες τουριστικές ζώνες και ζώνες οικιστικής ανάπτυξης την δεκαετία του 50 και του 60, από την Ελευσίνα ως τους Αγίους Θεοδώρους στο πανέμορφο Αττικό τοπίο.
Ταυτόχρονα οι έλληνες βιομήχανοι εκμεταλλεύθηκαν αδίστακτα την ανάγκη της χώρας για επενδύσεις και το άφθονο εργατικό δυναμικό που συνέρρεε στην πρωτεύουσα πόλη από την διαλυμένη από τον εμφύλιο επαρχία της ανέχειας και του χωροφύλακα. Επέβαλαν οι ίδιοι νόμους και κανόνες αρκετά ελαστικούς σε βάρος του μέλλοντος της χώρας και του ίδιου αυτού του ανθρώπινου δυναμικού. Από τις εγκαταστάσεις της ΛΑΡΚΟ ως το Στρατώνι, διαπράχθηκαν περιβαλλοντικά εγκλήματα μεγάλης έκτασης. Οι βιομηχανίες ενός από τους παλαιότερους βιομηχάνους της χώρας, του Πρόδρομου Μποδοσάκη, ήταν αναμφίβολα ανάμεσα σε αυτές οι οποίες προκάλεσαν την μεγαλύτερη περιβαλλοντική ζημιά.
Στην δεύτερη περίοδο εκβιομηχάνισης της χώρας τα πράγματα είχαν κάπως βελτιωθεί αλλά όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Παρέμεναν πολύ μακριά από τις τότε πολιτικές των άλλων βιομηχανικών χωρών καθώς η τεχνολογία που μεταφέρθηκε ήταν επί το πλείστον η φθηνότερη, που βέβαια άφηνε μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Το χειρότερο από τα αποτελέσματα αυτής της τυχοδιωκτικής συμπεριφοράς είναι ότι συνέβαλε στην δημιουργία μια γενικευμένης, άδικης και εντελώς οπισθοδρομικής καχυποψίας απέναντι σε κάθε βιομηχανική επένδυση, κάτι που επεκτάθηκε σε κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Η υπερβολή και η απληστία έθρεψαν στο γόνιμο έδαφος της εθνικής καχυποψίας την άλογη και οπισθοδρομική αντίδραση και τον γενικευμένο ψευτοαριστερό λαϊκισμό, πάνω στον οποίο θέριεψε στην συνέχεια η απέχθεια για την παραγωγική εργασία, η διαφθορά και η συναλλαγή.
Ετσι η χώρα έζησε βιαστικά και άτσαλα ένα μέρος από τον 19ο αιώνα της στην μετεμφυλιακή περίοδο του 20ου.
Ο Καραμανλής της πρώτης περιόδου ποτέ στ’αλήθεια δεν κατάλαβε την Αθήνα και το αστικό περιβάλλον γενικότερα. Παρέμεινε πάντα ένα παιδί από αρχοντική οικογένεια της Πρώτης Σερρών. Ετσι η καταστροφή της πολιτιστικής και αστικής κληρονομιάς της πόλης, με την ανεξέλεγκτη επεκτατική δόμηση σε βάρος των περιαστικών δασών και των ορεινών όγκων, η αδυναμία προστασίας των παραδοσιακών κτηρίων και της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής της προπολεμικής πόλης, η καταστροφή του τραμ εν ονόματι ενός βίαιου εκσυγχρονισμού στηριγμένου στο αυτοκίνητο και στα βρώμικα λεωφορεία που σύντομα μπούκωσαν τους ακατάλληλους δρόμους της πόλης και κυρίως αυτός ο (ήδη εξηκονταετής) οδοστρωτήρας, η αντιπαροχή, απαξίωσαν την πρωτεύουσα και κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση και τα άλλα αστικά κέντρα της χώρας. Μετέτρεψαν την Αθήνα σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με μεσανατολική αρχοντοχωριάικη μεγαλούπολη, παρά με σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη. Διαδικασία που επιτάχυνε με δραματικό τρόπο η ανερμάτιστη και καταστροφική δικτατορία των γελοίων συνταγματαρχών.
Ο Καραμανλής ανέχθηκε όταν δεν ενθάρρυνε την μαζική εισροή εσωτερικών μεταναστών στα αστικά κέντρα (στους οποίους πιθανότατα έβλεπε κάποια ομοιότητα με την δική του αστραφτερή πορεία). Το ίδιο αυτό ποτάμι που η πηγή του ερήμωσε την ύπαιθρο και η απορροή, το δέλτα του, έχτισε τις τερατουπόλεις σαρώνοντας τα στοιχεία της λειψής αστικής τάξης των περασμένων δεκαετιών, αυτής της ίδιας που τόσο απαξιωτικά αντιμετώπισε αρχικά τον ίδιο τον ηγέτη.
Η πρώτη περίοδος του Καραμανλή δείχνει έναν άνθρωπο που ακόμη προσπαθεί να επιβάλλει την αμφισβητούμενη ισχύ του και το ευρωπαϊκό του όραμα. Ένα όραμα το οποίο όμως δεν πολυκαταλαβαίνει ελλείψει αστικής κουλτούρας. Περισσότερο το διαισθάνεται. Αναγκάζεται να συμβιβαστεί σε αρκετά θέματα αλλά ταυτόχρονα δεν κατανοεί πλήρως τις συνέπειες των συμβιβασμών του.
Μ’αυτά και μ’εκείνα η χώρα ακολούθησε το γνωστό δρόμο ως την δικτατορία την οποία αφού κανείς άλλος δεν δέχτηκε να επιβάλλει, την επέβαλαν τα ανθρωπάκια που γνωρίζουμε, σπέρνοντας παράλληλα τρόμο και ιλαρότητα, μια ιδιαιτερότητα της φυλής κι αυτή.
Ο Καραμανλής που επέστρεψε επτά χρόνια μετά από το Παρίσι ήταν ένας άνθρωπος διαφορετικός.
Η χαλαρή ανώνυμη ζωή του στην Γαλλική πρωτεύουσα με την μεγάλη αστική παράδοση, η επαφή με τον αληθινό Ντε Γκωλ (το πρότυπό του) που είδε επίσης τον κόσμο του να κλονίζεται και να σαρώνεται από την έλευση της νεωτερικότητας που έφερε η μεγάλη ανατροπή του Μάη του ’68, το αρχέτυπο της αστικής επανάστασης παρότι δήλωσε αρχικά εργατική, η έλευση της νέας εποχής, αυτής που ζεί ο κόσμος σήμερα, τότε που κλονίστηκαν όλες οι μεταπολεμικές βεβαιότητες, που ξανασχεδιάστηκε το σύμπαν, η συναναστροφή του έξω από τις πολιτικές υποχρεώσεις της προηγούμενης ζωής του με ανθρώπους σαν την Μελίνα, τον Χατζιδάκι, τον Χόρν, την ελληνική διανόηση της διασποράς, με σημαντικούς γάλλους και ευρωπαίους πολιτικούς, η ελευθεριότητα της καθημερινότητάς του, όλα αυτά δημιούργησαν έναν άλλο Καραμανλή. Κάτι αποκάλυψαν μέσα του.
Ειδωμένη από αυτή την οπτική η πολιτική του στην πρώτη επταετία της μεταπολίτευσης μπορεί να βρει και άλλες ερμηνείες πέρα από τις γενικότερες τάσεις της εποχής.
Η «σοσιαλμανία» του, όπως αποκλήθηκε ίσως δεν ήταν μόνον μια οικονομική επιλογή. Ίσως να έχει και μια άλλη συμπληρωματική εξήγηση. Έμοιαζε περισσότερο σαν ένα ξεκαθάρισμα με τα σόγια εκείνα που τον οδήγησαν στις ατυχείς επιλογές του των προηγούμενων περιόδων τις οποίες ποτέ δεν δικαιολόγησε στον εαυτό του. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά αυτούς που εξαφάνισε θα διαπιστώσει μια ενδιαφέρουσα ταύτιση με αυτούς που είχαν την μεγαλύτερη ευθύνη για τα ολισθήματά του.
Ταυτόχρονα έβαλε τις βάσεις της περιβαλλοντικής πολιτικής της χώρας. Χωροθέτησε εθνικούς δρυμούς. Είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που διέσωσε, ανάμεσα σε άλλα, με την παραίνεση της Νίκης Γουλανδρή το παρθένο δάσος του Φρακτού, ένα από τα πολυτιμότερα οικοσυστήματα της Ευρώπης. Ο ίδιος που προσπάθησε να περιορίσει την κατανάλωση καυσίμων, να εισάγει κάποιους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας στις ρυπαίνουσες βιομηχανίες, που εισήγαγε και ενίσχυσε την συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος.
Προσπάθησε επίσης, με την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, να διορθώσει με σαράντα χρόνια καθυστέρηση το μοιραίο λάθος του άλλου μεγάλου προκατόχου του, το ιδιώνυμο. Αυτό το οποίο οδήγησε στην κυριαρχία εντός της ελληνικής αριστεράς την εποχή που αυτή σχηματιζόνταν όπως σε όλο το δυτικό κόσμο, των σκληροπυρηνικών δουλοπάροικων και των απαίδευτων σταλινικών. Πιο συνηθισμένοι να ελίσσονται στην παρανομία εξόντωσαν συστηματικά τους σκεπτόμενους αριστερούς, τα πιο προοδευτικά και λαμπρά μυαλά της εποχής, παιδιά της αστικής τάξης κυρίως, και έσυραν την χώρα σε έναν εκ των προτέρων χαμένο εμφύλιο για να τους αποτελειώσουν.
Το 1974 ήταν όμως πια αργά για να γεμίσει το κενό με μια ευρωπαϊκή αριστερά, ένα ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Η αντίπερα όχθη είχε στεγνώσει, οι σπουδαίοι άνθρωποι είχαν σαρωθεί και εξοντωθεί ή αποδιωχθεί από τους δικούς τους κι έτσι ο χώρος ήταν ελεύθερος για το αυταρχικό όραμα του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος ο πραγματιστής Καραμανλής συνόψισε το μάταιο της προσπάθειας, το αδιέξοδο που μισοέβλεπε πως ερχόταν, λέγοντας με θλίψη στον Λεωνίδα Κύρκο το περίφημο: «Κύρκο, θα αποτύχεις! Είσαι σε λάθος τόπο, σε λάθος χρόνο, σε λάθος κόμμα».
Τελικά ο Καραμανλής της μεταπολίτευσης επιχείρησε να εξαγόρασει κατά κάποιο τρόπο τις δικές του ατυχείς επιλογές με τον δικό του περήφανο τρόπο. Όπως έζησε την προσωπική και την πολιτική του ζωή. Σιωπηλά και χωρίς πολλές εξηγήσεις.
Η ιστορία όμως είναι μια παράξενη πόρνη.
Εκεί που νομίζεις ότι σου χαρίστηκε αποκαλύπτει μιαν άλλη εκδοχή της, ένα άλλο πρόσωπο. Δεν έχει μπέσα. Ξεπληρώνει ό,τι ποτέ δεν πληρώθηκε κι αγοράζει ότι ποτέ δεν πουλήθηκε.
Έτσι κι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο μεγάλος Σερραίος πολιτικός έζησε για να δει το όραμά του να διαστρέφεται από τον αυριανισμό, την μεγαλύτερη αποτυχία του: να δημιουργήσει την αριστερά που χρειάζονταν η χώρα για να εναλλάσσεται στην εξουσία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνήθιζε να λέει συχνά στον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου με τρόπο διφορούμενο: «Εγώ είμαι υπεύθυνος για σένα». Ισως δεν εννοούσε μόνο ότι χάρη σε αυτόν, με δική του παραίνεση και όχι με αίτημα του πατέρα του Ανδρέα, στην αρχή της δεκαετίας του 1960, ο οικονομολόγος από το Χάρβαρντ, γιος του βασικότερου πολιτικού αντιπάλου του εκείνη την εποχή, βρήκε μια θέση αντίστοιχη του κύρους του - σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος και διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, γνωστότερου ως ΚΕΠΕ - που του επέτρεψε να γυρίσει στην Ελλάδα.
Ο μοναχικός αυτός άνθρωπος κατάλαβε αργά αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ η άλλη μεγάλη προσωπικότητα της Ελλάδας του περασμένου αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος: ότι η διάρκεια του έργου ενός μεγάλου πολιτικού κρίνεται κυρίως από την ικανότητά του να δημιουργήσει τους αντιπάλους του, όχι να τους υποκαταστήσει. Οτι στην Δημοκρατία παραδίδεις στην άλλη παράταξη και όχι στα παιδιά και στα ανήψια σου - επομένως, η πρώτη έγνοια του μεγάλου πολιτικού είναι να εντοπίσει, να δημιουργήσει και να στηρίξει με γενναιοφροσύνη αυτή την άλλη παράταξη, που μπορεί να συνεχίσει το έργο του από μια άλλη θέση.
Ο φαύλος κύκλος της υποβάθμισης, της πορείας από το κακό στο χειρότερο έχει την ρίζα του σε αυτή την έλλειψη, σε αυτό το εγωϊστικό κενό.
Ο ίδιος σεβάστηκε πάντοτε τους αντιπάλους του. Δεν αντιλήφθηκε όμως έγκαιρα την σημασία να τους τοποθετήσει στο πεδίο της εναλλαγής. Συντήρησε ένα σύστημα κλειστό και αυτοαναφορικό. Έναν ατελή διάλογο χωρίς διαλεγόμενους. Κι όταν πια το επιχείρησε ήταν αργά. 'Η ίσως κάτι αντιλήφθηκε, αλλά έσφαλε. Μπορεί και να μην είχε τα περιθώρια.
Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο: Απέτυχε.
Ας το πούμε λοιπόν ανοιχτά. Οι δύο μεγάλοι αστοί πολιτικοί άνδρες της νεώτερης Ελλάδας, ο φιλελεύθερος Ελευθέριος Βενιζέλος και ο συντηρητικός Κωνσταντίνος Καραμανλής απέτυχαν να παράγουν την εναλλακτική που τους άξιζε, την αριστερά που δικαιούνταν για να επιβιώσει το έργο τους. Ο πρώτος το απέτρεψε, ο δεύτερος καθυστέρησε δραματικά να το αντιληφθεί και δεν το κατόρθωσε. Η ωριμότητα που Ισπανού βασιλιά Juan Carlos και του Calvo Sotelo που διευκόλυναν την ανάδειξη του Felipe Gonzalez, η σωφροσύνη του μετρημένου Fernando Cardoso που διέκρινε το βάρος και το βάθος του χαρισματικού συνδικαλιστή ηγέτη Inacio Lula da Silva στην Βραζιλία, δίδυμα επάνω στα οποία κτίστηκε η ευμερία και ο εκσυγχρονισμός των χωρών τους, έλειψε από τους μεγάλους άνδρες του δικού μας τόπου τις κρίσιμες στιγμές.
Ο Κολοκοτρώνης αντιμάχεται ακόμη μέσα μας την μετάβαση, καταμαχεί τον Δράμαλη και κλαίει πάνω στα ερείπια της Τριπολιτσάς.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος. Συνόψισε εντός του τις αντιφάσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας και την οδήγησε με τον τρόπο του, το όραμα, την μεγαλοσύνη και την έμφυτη αρχοντιά του σε ό,τι έχουμε σήμερα. Είχε βαθειά αντίληψη της αξίας των ανθρώπων και την ικανότητα να διακρίνει κάτω από την επιφανειά τους. Είχε επίσης μια αδιαμφισβήτητη αμεσότητα στις αντιδράσεις όταν διαπίστωνε την μωροφιλοδοξία και την μικρότητα. Παροιμιώδης ήταν η ελευθεροστομία του (και όχι μόνο) όταν επέτρεπε σε καμιά ηλιθιότητα να διαπεράσει την βαρυκοϊα του. Ακόμη και στα ύστερα χρόνια του η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για την συνάντηση για το μακεδονικό υπό την προεδρία του είναι χαρακτηριστική. Οταν ο μωροφιλόδοξος νεαρός υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη (και σημερινός πρωθυπουργός) εξεστόμισε τις μπαρούφες της εποχής, ο μακεδόνας πολιτικός τον «στόλισε» κατάλληλα και τον πέταξε από την αίθουσα.
Οπου και να κοιτάξουμε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, όποια πέτρα και να σηκώσουμε, ο Καραμανλής θα μας καρτερεί μετατοπισμένος. Οικοδομούμε πάνω σε ό,τι δημιούργησε και προσπαθούμε ακόμη να διορθώσουμε και να ξαναβρούμε κάτι από ό,τι άφησε να καταστραφεί. Οι αντιφάσεις της μεγάλης αυτής προσωπικότητας έγιναν πλέον και δικές μας αντιφάσεις.
Στην τελευταία του ομιλία στο χωριό από όπου ξεκίνησε, η μιλιά του Καραμανλή κόπηκε από ένα λυγμό, ένα απρόβλεπτο δάκρυ. Μιαν ημιτελή φράση. Κάτι σαν πρόθεση που απόμεινε μετέωρη στον αέρα. Κάποιες λέξεις που δεν βρήκαν τον δρόμο να ειπωθούν.
Ισως να ήταν ο λυγμός της λειψής μας μεταπολίτευσης. Η γενναία συγγνώμη του μεγάλου αυτού άνδρα προς το μέλλον που ακόμη παλεύει απελπισμένα να γεννηθεί, αδύναμο να σκοτώσει ένα παρελθόν που έχει πια βρυκολακιάσει.
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού και καινοτομίας. Είναι Αντιπρόεδρος πολιτικού συντονισμού της πολιτικής κίνησης "Δημιουργία, ξανά!"