Αν κάπου φωλιάζει η πολύτροπος ψυχή της Ευρώπης είναι στην κοιλάδα του Σαράγιεβο. Ανάμεσα στους δασωμένους ορεινούς όγκους της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, που διατρέχονται από ποτάμια και δρόμους της ιστορίας που καταλήγουν από την ενδοχώρα στις πανέμορφες Δαλματικές ακτές, στο αρχιπέλαγος των νησιών που στολίζει την ίδια με την δική μας μεσόγειο θάλασσα, μόλις λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα σύνορα της χώρας μας.
Εδώ που οι συναγωγές διαδέχονται τα τεμένη και οι ορθόδοξες εκκλησιές τους καθολικούς καθεδρικούς. Στα αόρατα σύνορα όπου κάπου στην μέση της πόλης, λίγο πιο κει από την παλιά αγορά, τελείωνε η Αυστροουγγρική κι άρχιζε η Οθωμανική αυτοκρατορία της οποίας ο Σουλτάνος έφτασε μπροστά στα τείχη της Βιέννης. Με την Βιέννη συνδέθηκε επίσης ανεξίτηλα η πόλη ως μέρος της εκσυγχρονιστικής φουτουριστικής πρωτοπορίας της βιομηχανικής επανάστασης στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Μια συστάδα ανθρώπων στα μεταβαλλόμενα σταυροδρόμια των πολιτισμών και των φυλών, που έσμιξαν και χώρισαν και ενώθηκαν και πάλι, καθώς οι αόρατες γραμμές των φέουδων, των βασιλείων, των δεσποτάτων, των τιμαρίων, των κρατών, μετακινούνταν από εδώ και από εκεί, από κοιλάδα σε λόφο, από πόλη σε χωριό στην βαλκανική χερσόνησο, αναγκαίο πέρασμα από την Δύση στην Ανατολή και από τον βορά στον νότο και στην μεσόγεια θάλασσα.
Είμαστε όλοι απόγονοι των προσμίξεων των Βαλκανίων, πολύχρωμα και γι αυτό πλούσια και όμορφα σπέρματα των εμπόρων και των νομάδων, των ναυτικών και των γεωργών, των ευγενών και των κολλήγων, των κοινοτήτων μας που συνυπήρξαν και συνυπάρχουν για αιώνες, των αρχαίων Αιολών, των Μυκηναίων, των Δωριαίων, των Ερούλων, των Θρακών, των Ιλλύρων, των Ρωμαίων, των Ούννων, των Σελτζούκων και των Βενετσιάνων, των Αυστριακών και των Ούγγρων, των Ρομά και των Βλάχων, των Σλάβων και των Γραικών κι άλλων πολλών, καθένας με την γλώσσα του και με την μουσική του, που διατρέχει τις φλέβες μας και κάνει τα πόδια μας να κουνιούνται από μόνα τους μόλις τα ακουμπήσουν οι πρώτοι ήχοι του ρυθμού. Ο sevdah της βοσνιακής παράδοσης που δίχως να μιλώ την γλώσσα καταλαβαίνω τα λόγια, οι πολυφωνίες της Ηπείρου, τα χάλκινα της Μακεδονίας, οι πολυφωνίες των γυναικών της Βουλγαρίας, τα ταξίμια και τα γυρίσματα του ρεμπέτικου, οι μακρινοί ήχοι της Βιέννης και του Graz, μαζί με το ροκ του μέλλοντός μας.
Κοινότητες ελλήνων διάσπαρτες στην Βαλκανική ενδοχώρα, αρβανίτες στην ελλαδική χερσόνησο, πομάκοι, σλάβοι, βλάχοι και άλλοι πολλοί ων ουκ εστί αριθμός, μνήμες όλες που τρεμοπαίζουν στην χαλαρότητα και ομορφιά των νεαρών ζευγαριών που φιλιούνται αμέριμνα στους δρόμους του Σαράγιεβο κάτω από την λάμπα της φεγγαριού, στα μπαρ και τα πάρκα, ολόγυρα στην ιστορική Baščaršija, ανάμεσα στης παμπάλαιες εκκλησιές και στα τεμένη, στο παζάρι, και τους σύγχρονους δρόμους με τα κτήρια του Αυστριακού μοντερνισμού.
Εδώ που ολοκληρώθηκε η τελευταία πράξη του δράματος μιας ιδέας που έκανε τον κύκλο της διασχίζοντας κι αλλάζοντας την ιστορία ανάμεσα σε ποταμούς από αίμα και πεδιάδες σπαρμένες πτώματα αλλά και νέες αυτοκρατορίες, νέες μορφές οργάνωσης, την καθολική Παιδεία, τα Φώτα, πριν καταλήξει σε αναχρονιστικό ιδεολόγημα: το έθνος-κράτος που πριν τέσσερις αιώνες υπήρξε μοχλός προόδου στην εξέλιξη της ανθρωπότητας υπερισχύοντας σταδιακά της φεουδαρχίας στην Δυτική Ευρώπη. Αυτό που στα Βαλκάνια επιχείρησε να ολοκληρωθεί καθυστερημένα παράλληλα με την αποσύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τον 19ο και ως το τέλος του 20ου αιώνα, όταν πια το ίδιο αποτελούσε έναν αναχρονισμό, ένα παρωχημένο ιδεολόγημα στην εποχή των Ηπείρων, των Περιφερειών, των Πόλεων, των κοινοτήτων.
Κι όπως όλα τα ιδεολογήματα εκτός εποχής παράγει μίσος, πόνο κι αίμα, από την γενοκτονία των Αρμενίων, την άμετρη βία των εθνοκαθάρσεων στους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου και της Μικράς Ασίας, τους ξεριζωμούς των ελλήνων και των τούρκων από τους τόπους τους, τους μακεδονικούς πολέμους για να καταλήξει στο Μεγάλο Κακό του Ολοκαυτώματος.
Του χρόνου συμπληρώνονται 100 χρόνια από την δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου, διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, στο Σαράγιεβο από έναν σερβοβόσνιο έφηβο εθνικιστή στις 28 Ιουνίου του 1914. Εκδηλώσεις μνήμης προγραμματίζονται για το λόγο αυτό. Ο πυροβολισμός εκείνος αντήχησε παντού, από το Παρίσι ως την Σμύρνη, από την Αθήνα ως το Λονδίνο και τη Μόσχα, από την Αφρική ως την Ινδία, ανάβοντας τον σπινθήρα που κίνησε τους φοβερούς τροχούς της ιστορίας.
Ο ανθός των νέων της Ευρώπης άφησε την τελευταία του πνοή στα χαρακώματα, εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τις αρχαίες εστίες τους, γλώσσες χάθηκαν, κειμήλια καταστράφηκαν, πολύτιμα έργα του ανθρώπινου νου εξαφανίστηκαν για πάντα, χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν, οι αόρατες γραμμές που αποκαλούμε σύνορα μετακινήθηκαν. Άλλες, νέες ζωές χτίστηκαν πάνω στα συντρίμμια. Ζωές που κουβαλούν ό,τι επέζησε από την καταιγίδα.
Χρόνια μετά, αφού πέρασε και ο άλλος μεγάλος πόλεμος, με τις δικές του μεγαλύτερες ακόμη καταστροφές, ο οποίος απόκοψε την βαλκανική ενδοχώρα στο γκρίζο τοπίο του ολοκληρωτισμού, καθώς αυτός ο τελευταίος κατέρρεε υπό το βάρος της αδυναμίας του, οι δαίμονες του μίσους και των ιδεολογημάτων βγήκαν και πάλι από το σκοτεινό κλουβί τους. Ακροβολισμένοι σαν σνάιπερς στα υψώματα των λόφων γύρω από την πανέμορφη πόλη σημάδευαν τον άμαχο πληθυσμό που πρόβαλε στα σοκάκια και τις λεωφόρους της. Οβίδες έπεφταν σε σπίτια, πλατείες, μουσεία, μνημεία ναούς για 4 ολόκληρα χρόνια από το 1992 ως το 1995, στην καρδιά της Ευρώπης που κοίταζε αμήχανα πετρωμένη, μέχρι να πάρει την απόφαση να παρέμβει. Χρειάστηκε να γκρεμιστεί το Μεσαιωνικό γεφύρι του Μοστάρ, να βομβαρδιστεί και να καεί η μοναδική βιβλιοθήκη του Σαράγιεβο με τα πολύτιμα χειρόγραφα της Οθωμανικής και της Αυστροουγκρικής περιόδου ανάμεσα στα οποία αρκετά που αφορούν και την δική μας βαλκανική ιστορία και τις κοινότητες, να σφαγιαστούν από τους σερβοβόσνιους εγκληματίες 9.000 χιλιάδες νέοι άνθρωποι άμαχοι σε ομαδικούς τάφους στην Σρεμπρένιτσα, μια υπέροχη ευρωπαϊκή πόλη λίγα χιλιόμετρα από το Σαράγιεβο, να χαθούν από την μια και την άλλη πλευρά 100.000 ευρωπαίοι, να καταστραφούν πολύ περισσότερες ζωές, για να πάρει η διεθνής κοινότητα την απόφαση να δράσει.
Η ατολμία των ολλανδικών στρατευμάτων μπροστά σε αυτό που συνέβη στην Σρεμπρένιτσα βιώθηκε στην πλούσια και ανοιχτή αυτή χώρα ως εθνική ντροπή, από τους πολίτες και την πολιτική τάξη. Μια κυβέρνηση έπεσε. Κάποιοι ζήτησαν συγγνώμη.
Τους εγκληματίες αυτούς, το εθνοθρησκευτικό τους μίσος, έγλυφαν οι δικοί μας πολιτικάντηδες όλων των κομμάτων, στο όνομα μιας διεστραμμένης εθνικιστικής υστερίας που καλλιέργησαν οι ίδιοι και οδήγησε αναπόφευκτα σε μια αληθινή εθνική ήττα. Στην χώρα μας όμως, σε αντίθεση με την Ολλανδία, οι ίδιοι ακόμη μας κυβερνούν κι αναπαράγουν το χειρότερο πρόσωπό τους σε μια φαύλη αντιπολίτευση.
Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τον φιλελεύθερο και καλλιεργημένο κ. Μητσοτάκη, ο οποίος συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις του ελληνικού μοντερνισμού στο πρόσωπό του, υπάρχει και ο φύλαρχος Μητσοτάκης. Αυτός που καλούσε και κολάκευε απερίσκεπτα τους εγκληματίες πολέμου, τον Μιλόσεβιτς και τον Κάρατζιτς αλιεύοντας στα θολά νερά του θρησκευτικού μίσους μαζί με την ηλίθια και επιπλέον βαθειά ανήθικη αντιαμερικάνικη ελληνική «αριστερά» που μεταμορφώθηκε τώρα σε αντιγερμανική. Ο ίδιος που όρισε και ανέδειξε τον κ. Σαμαρά ως υπουργό εξωτερικών για να πέσει κι αυτός θύμα αυτού που σαν τον Φρανκεστάιν δημιούργησε, κι εμείς μαζί του.
Στο Σαράγιεβο εντωμεταξύ το τρομακτικότερο δεν ήταν η στέρηση, η πείνα (ναι η πείνα στην καρδιά της Ευρώπης του τέλους του 20ου αιώνα) που προσπαθούσαν οι κάτοικοι να χορτάσουν ανάμεσα στα άλλα και με ληγμένες κονσέρβες που έστελναν μερικοί «φιλεύσπλαχνοι» ευρωπαίοι, δεν ήταν τα σπασμένα παράθυρα, το κρύο, οι χειμώνες που έρχονταν και έφευγαν, τα έπιπλα που καίγονταν για ζεστασιά, οι νύχτες χωρίς ρεύμα και οι μέρες χωρίς νερό, οι χαμένοι φίλοι, οι τραυματισμένες κοινωνικές σχέσεις, η κατεστραμμένη οικονομία, η αίσθηση της αδυναμίας μπροστά στο παράλογο.
Ηταν ο ήχος λένε οι φίλοι μου στο Μουσείο και το Πανεπιστήμιο του Σαράγιεβο. Ο ήχος από το σφύριγμα της οβίδας που έχει ξεκινήσει τον δρόμο της και δεν ξέρει κανείς που θα καταλήξει, στο σπίτι του, στην αγορά, στο μαγαζί, στο νοσκομείο, στην εκκλησία στο πανεπιστήμιο μιας πόλης που ζούσε από την διεθνή βοήθεια από τον σωλήνα που σήμερα αποκαλείται το τούνελ της ζωής.
Βαριά από ιστορία και μνήμες η αθωότητα στο βλέμμα των νεώτερων κατοίκων της πόλης που είναι τόσο οικείοι, δικοί μας, τόσο έλληνες. Αν αφεθείς λίγο βυθίζεσαι σε μια οικογενειακή αγκαλιά. Ίδιες μουσικές, ήχοι, παρόμοιες συμπεριφορές, αγγίγματα, φαγητά, μυρωδιές, ίδιοι κώδικες. Δεν χρειάζεται μετάφραση. Με δυο λόγια καταλαβαίνεσαι. Μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η πολύχρωμη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα μετασχηματισμένη στην σύγχρονη εποχή εάν είχε επιβιώσει από τους εθνικισμούς των Βαλκανίων και την λαίλαπα του ναζισμού. Αλλά κι ένα σύστημα διακυβέρνησης που ακόμη δεν μπορεί να ορθοποδήσει, διασπασμένο σε καντόνια χωρίς την δυνατότητα να λαμβάνονται αποφάσεις. Το μουσείο της πόλης, με θησαυρούς της κοινής μας βαλκανικής ιστορίας κλειστό καθώς λείπουν χρήματα και αποφάσεις. Μια οικεία νεολαία ανήσυχη και ανοιχτόμυαλη που όλα αυτά τα βρίσκει παράλογα και ανούσια. Που μαθαίνει αγγλικά και ισπανικά. Που ταξιδεύει πολύ κι έχει γονείς και φίλους όλο-και-κάπου-αλλού. Που ανακατεύεται και ζευγαρώνει χωρίς προκατάληψη, δίχως μνησικακία.
Που βλέπει όμως με παράπονο τις μεγάλες βορειοευρωπαϊκές επενδύσεις να μην έρχονται, κι όταν έρχονται να αφορούν μονάδες που βρίσκονται στην χαμηλή κλίμακα της προστιθέμενης αξίας, αυτή που απαιτεί φθηνό εργατικό δυναμικό και μόνο σε έναν τόπο με φαντασία, παράδοση, δημιουργικότητα και γνώση. Τα «εύκολα» αραβικά χρήματα μάλλον καταλήγουν σε αμφίβολης χρησιμότητας νέα τζαμιά και θρησκευτικές δράσεις ασύμβατες με την ανοιχτή μουσουλμανική παράδοση των βοσνίων μουσουλμάνων, που είναι μουσουλμάνοι με τον ίδιο τρόπο που είναι και οι Γάλλοι ή οι Ελληνες χριστιανοί και μάλλον υγιέστερο από ένα φανατισμένο τμήμα των δεύτερων. Οι δεσμοί με τον Τουρκικό κόσμο αποδεικνύονται κι αυτοί σημαντικοί αλλά όχι όσο θα υπολόγιζε κανείς για την ανάπτυξη της χώρας, που είναι στραμμένη στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κι ένα ελπιδοφόρο τουριστικό ρεύμα που μεγαλώνει ολοένα στον λαμπερό ιστορικό τόπο, παρά τις δυσκολίες πρόσβασης και την έλλειψη πολλών αεροπορικών απευθείας δρομολογίων.
Η ολυμπιακή πόλη του 1984, ανακηρύχθηκε από τον Lonely Planet η 43η καλύτερη πόλη στον κόσμο και το 2010 την ενέταξε δικαίως στους 10 καλύτερους προορισμούς. Το Μάρτιο του 2012 το Σαράγιεβο κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό του ταξιδιωτικού blog Foxnomad's ως καλύτερη πόλη-προορισμός κερδίζοντας πάνω από 100 άλλες ανταγωνίστριες πόλεις, ενώ το 2014 θα είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και το 2017 θα φιλοξενήσει το Ευρωπαϊκό Ολυμπιακό Φεστιβάλ νέων.
Δύο οι βασικοί άξονες και πτήσεις για την είσοδο στην πόλη: μέσω Βιέννης και μέσω Κωνσταντινούπλης (οι ιστορικοί δρόμοι που αναπαράγονται) με εξαιρετικά άβολες πτήσεις. 11 ώρες από την Αθήνα για μια χώρα λίγο πάνω από την Θεσσαλονίκη και υψηλό κόστος.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου ένα βέβηλο ερώτημα.
Τι είναι πιο σημαντικό για την ισχύ και την επιρροή της χώρας μας, για την δημιουργία δρόμων επικοινωνίας και πλούτου και για τους δύο πληθυσμούς: μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ υπό μορφή βοήθειας προς την γειτονική χώρα, για το άνοιγμα μιας αεροπορικής γραμμής Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σαράγιεβο, λίγα ακόμη για να ανοίξει το κλειστό μουσείο της κοινής μας βαλκανικής κληρονομιάς, με την ελληνική σημαία να κυματίζει μπροστά του στο κέντρο της πόλης και μερικές υποτροφίες για τους ανήσυχους και ταλαντούχους νέους της Βοσνίας για να σπουδάσουν σε Ελληνικά Πανεπιστήμια, ή κι άλλα (ελάχιστα) καλά μιζωμένα όμως όπλα που σαπίζουν και χάνονται (όπως όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν ομολογούμε) σε αποθήκες και στρατόπεδα από την Καστοριά ως την Πάτρα, ενώ κανείς δεν ξέρει πως και σε τι θα χρησιμεύσουν την δύσκολη στιγμή εκτός ίσως από αυτόν που επωφελήθηκε από την αγορά τους και λίγοι ακόμη συνταξιούχοι συνταγματάρχες, στρατηγοί και ναύαρχοι στα 45 και στα 50; Τι είναι πιο αποτελεσματικό, ένα σημαντικό τμήμα μιζαρισμένης ψευτοάμυνας ή η πολιτιστική και οικονομική επίθεση που μπορεί να εγκαθιδρύσει και πάλι τους παμπάλαιους δρόμους εμπορίου και ανταλλαγών, τους δεσμούς εκείνους που δίνουν την δυνατότητα να παραχθεί πλούτος, ο οποίος θα στηρίξει με βιώσιμο τρόπο και μια σοβαρή στρατιωτική μηχανή που είναι απαραίτητη στην υπηρεσία της διπλωματίας και της ισχύος της χώρας και θα μειώσει παράλληλα την ανάγκη για πιθανή χρήση της; Άραγε μέτρησε κανείς το αποτέλεσμα της ίδιας δαπάνης σε σχέση με τον στόχο που υπηρετεί; Απόδιωξα όμως γρήγορα την αντεθνική αυτή σκέψη.
Ως Ελληνας όταν ταξιδεύεις στο Σαράγιεβο αισθάνεσαι σαν να ταξιδεύεις σε ένα μέρος της δικής σου ιστορίας. Αλλά είναι ίσως και σαν να ταξιδεύουμε στο δικό μας μέλλον, στην όμορφη και την άσχημη εκδοχή του.
Οταν κανείς στέκεται ταλαιπωρημένος, φοβισμένος κι αμήχανος στο ιστορικό σταυροδρόμι ο ένας και ο άλλος δρόμος που ανοίγονται μπροστά απέχουν μόλις μερικές πήχες, μια κρίσιμη δρασκελιά.
Στις ώρες της κρίσης και της κατάρρευσης αρκεί ένας φανατικός αρπαγμένος από την εξουσία και μια δράκα ακολούθων, μια βολική διεθνής συγκυρία, για να βάλουν την φωτιά, για να ξυπνήσουν τους κοιμισμένους δαίμονες.
Όπως αρκεί επίσης και μια φωτισμένη ηγεσία και λίγοι τολμηροί αν βρεθούν στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή, για να προφέρουν τα κατάλληλα λόγια για να στρίψουν το τιμόνι στο δρόμο της συναίνεσης και της προόδου.
Κρατηθείτε και μην εφησυχάζετε ότι γλυτώσαμε.
Η ιστορία γυρνά και πάλι για τους «ναυαγούς της τρελής ελπίδας».
Λίγο νοτιότερα τούτη την φορά. Δυστυχώς με κάποιους από τους ίδιους πρωταγωνιστές και τους κληρονόμους τους.
Καλή μας τύχη.
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού και καινοτομίας. Είναι Αντιπρόεδρος πολιτικού συντονισμού της πολιτικής κίνησης "Δημιουργία, ξανά!"