Προφανώς χρειάζονται αντικειμενικές αξίες για τα ακίνητα, όπως σε αρκετές χώρες, οι οποίες όμως να προσαρμόζονται ετησίως στις τιμές αγοράς και να βρίσκονται σε απόσταση ασφαλείας - λίγο χαμηλότερα από τις εμπορικές, ώστε να αποφεύγεται η συναλλαγή με τον έφορο και ο αυθαίρετος προσδιορισμός της αξίας και να απλοποιείται η διαδικασία υπολογισμού των φόρων.
Ο φορολογούμενος σε ένα συγκεκριμένο ακίνητο θα πρέπει επίσης να μπορεί να αμφισβητήσει την αρχική τιμή που ορίζει το κράτος ως τιμή βάσης για τον προσδιορισμό του οποιουδήποτε φόρου, να αποδείξει ότι η πραγματική εμπορική αξία στην οποία συμφωνήθηκε η συναλλαγή είναι χαμηλότερη και στην περίπτωση αυτή να προσδιοριστεί ο όποιος φόρος επ΄αυτής. Εαν το κράτος επιμείνει στον προσδιορισμό υψηλότερης αξίας από την εμπορικ,ή θα πρέπει να υποχρεούται να αγοράσει το ίδιο το ακίνητο στην τιμή που το ίδιο προσδιορίζει, πληρώνοντας άμεσα τον πολίτη, εάν ο πολίτης το επιλέξει.
Το πρόβλημα με τις αντικειμενικές αξίες στην Ελλάδα είναι ότι ήδη από το πρώτο μνημόνιο είχε συμφωνηθεί η προσαρμογή τους (δηλαδή η μείωση) στο ύψος των εμπορικών, καθώς ήταν προφανές ότι η φούσκα των ακινήτων θα σκάσει.
Ομως οι Ελληνικές κυβερνήσεις το αρνήθηκαν διότι θεώρησαν ότι θα έχαναν έσοδα όχι τόσο από τις συναλλαγές στην κτηματαγορά, που έχει παγώσει, αλλά από άλλους φόρους που συναρτώνται (αδίκως) με βάση τις φορολογικές αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, όπως φόρος κληρονομιάς, κάθε λογής τεκμήρια, ΕΝΦΙΑ κλπ.
Έτσι, αντί να ομολογήσουν ότι φορολογούν για παράδειγμα την κληρονομιά ή τη μεταβίβαση ενός ακινήτου όχι με 5% επί της πραγματικής αξίας αλλά με 30, 50 ή και 80% σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις (εφόσον η αντικειμενική είναι πολύ υψηλότερη από την πραγματική) επιμένουν σε μια βασική στρέβλωση που κρύβει το πραγματικό φορολογικό βάρος επί της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται πια σε επίπεδα δήμευσης.
Ο προσδιορισμός των αντικειμενικών τιμών σε τακτική βάση με τεχνικές μεθόδους που είναι γνωστές και σε μια μικρή απόσταση ασφαλείας προς τα κάτω από τις τιμές της αγοράς, απλοποιεί το φορολογικό σύστημα και κάνει διάφανους τους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές, που σχετίζονται με την ακίνητη περιουσία, στους πολίτες.
Η ακίνητη περιουσία πρέπει να φορολογείται με κάποιο τρόπο, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, πιθανότατα κατά τη μεταβίβαση με έναν χαμηλό συντελεστή υπεραξίας ή/και με έναν μόνιμο, πολύ χαμηλό φόρο, ο οποίος όμως θα είναι απολύτως ανταποδοτικός για την αξία της (πχ θα προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για ένα ταμείο που θα χρησιμοποιείται για απαλλοτριώσεις και δημιουργία έργων πρασίνου, έργα υποδομής για την άνοδο της αξίας της ακίνητης περιουσίας, για το ΤΑΠ ώστε να μπορεί να αποζημιώνει άμεσα όσους έχουν οικόπεδα που έχουν αρχαιολογική σημασία ή για την συντήρηση των διατηρητέων κτηρίων που ανεβάζουν την αξία της πόλης κλπ) και ΟΧΙ στον γενικό προϋπολογισμό.
Και βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η ακίνητη περιουσία, όπως και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, να χρησιμοποιείται για τον τεκμαρτό προσδιορισμό εισοδήματος - δηλαδή για να επιβάλλει το κράτος φόρο εισοδήματος σε μη εισόδημα.
Το σημερινό σύστημα χρησιμοποιεί την ακίνητη περιουσία ως στοιχείο εκβιασμού για να επιβάλει φόρους κεφαλαίου στις αποταμιεύσεις των πολιτών, πλήττοντας μάλιστα περισσότερο άδικα αυτούς που δεν έχουν αντίστοιχο εισόδημα (ανέργους, πολίτες που οι απολαβές τους μειώθηκαν) και είτε οι ίδιοι είτε οι πρόγονοί τους είχαν επενδύσει στην αγορά ακινήτων τις αποταμιεύσεις τους.
Ταυτόχρονα η υπερφορολόγηση μειώνει την εμπορική αξία των ακινήτων περαιτέρω, σε ένα φαύλο κύκλο. Η προσαρμογή των αξιών βάσης για τον προσδιορισμό των φόρων και η χαμηλή, ορθολογική ανταποδοτική φορολόγηση των ακινήτων, θα αυξήσει τις εμπορικές αξίες και τις συναλλαγές, αυξάνοντας τελικά και αυτά τα φορολογικά έσοδα.