Αν και το θέμα έχει πλέον φύγει από την επικαιρότητα, το λαμβάνω ως αφορμή για κάποια ευρύτερη τοποθέτηση .
Καταλαβαίνω τη προσέγγισή σου στο ζήτημα και της βρίσκω ενδιαφέροντα σημεία. Κρατάω κάποιες αποστάσεις όμως, όχι επειδή τη θεωρώ απαραίτητα "λανθασμένη", αλλά απλά επειδή τελικά περιέχει μόνο μία από τις αρκετές οπτικές που μπορούν να υπάρξουν για ένα τέτοιο, μάλλον σύνθετο, ζήτημα.
Το κύριο αδύνατο σημείο που περιέχει, κατά τη δική μου αντίληψη, είναι ότι παρουσιάζεται με έναν κάπως απόλυτο τρόπο ως η μόνη σωστή προσέγγιση. Με άλλα λόγια, αν το καλοσκεφτείς, εμπεριέχει το ίδιο σφάλμα για το οποίο μέμφεσαι τις διάφορες άλλες ..."πολιτικές δυνάμεις" οι οποίες εκφέρουν κάθετες και μονόχρωμες απόψεις. Μην το λάβεις υποτιμητικά αυτό που λέω, δεν συγκρίνω την ποιότητα των απόψεων σας, συγκρίνω όμως την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται.
Εκτίμησή μου είναι πως ζητήματα σαν αυτό είναι εκ φύσεως πολύ σύνθετα για να μπορούν να καταστούν διαχειρίσιμα με ένα μοναδικό αλλά και ταυτόχρονα «σωστό» τρόπο.
Κάθε προσέγγιση, εξετάζοντάς την μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα μπορεί να κριθεί ως π.χ. απόλυτα σωστή, αλλά μέσα από ένα άλλο πρίσμα ως π.χ. απόλυτα λάθος. Δεδομένου όμως ότι η πολυδιάστατη πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν να χωρέσει αναλλοίωτη μέσα από ένα οποιοδήποτε πρίσμα, θα πρέπει να είμαστε πάντοτε πιο ανοιχτοί στις απόψεις μας.
Προσωπικά, μέσα από την εξελικτική πορεία της κατανόησής μου για τη ζωή, έχω εν τέλει ασπασθεί μία αρχή ως θεμελιώδη: « Η αλήθεια, η πραγματικότητα, είναι κάτι που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε καμία άποψη περί της αλήθειας, περί της πραγματικότητας. Φυσικά, ούτε στη δική μου άποψη…»
Πιστεύω λοιπόν ότι για να έχουμε καλύτερες πιθανότητες να φτάσουμε να αντιληφθούμε κάτι όσο πιο κοντά γίνεται στη αληθινή διάστασή του, θα πρέπει να αποβάλλουμε από μέσα μας οτιδήποτε φλερτάρει με τον δογματισμό.
Δεν θέλω να δημιουργήσω τη λανθασμένη εντύπωση ότι θεωρώ λάθος το να έχει κάποιος άποψη ή, ενίοτε, ακόμα και ισχυρή άποψη σε κάποια ζητήματα. Κάθε άλλο. Άλλο όμως είναι το να έχω μία άποψη ως προς κάποιο θέμα, και κάτι διαφορετικό το να θεωρώ την άποψή μου ως τη μόνη αλήθεια.
Όταν έχω άποψη για κάτι, εξ ορισμού θεωρώ ότι για αυτό το κάτι υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές απόψεων, με τις οποίες ενδεχομένως διαφωνώ μερικώς, ή διαφωνώ ριζικά. ‘Άλλοτε πάλι μπορεί ακόμα και να αποδέχομαι απόλυτα την ορθότητα μίας τρίτης τοποθέτησης, πλην όμως να τη θεωρώ μη υλοποιήσιμη, ή ακατάλληλη για τη περίσταση. Και ούτω καθεξής, τα ενδεχόμενα πολλά.
Εάν δεν αποδέχομαι καθόλου άλλες απόψεις, αν δεν μπορώ να δω σε καμία άλλη μία αποδεκτή συλλογιστική, τότε σίγουρα θα πρέπει να στρέψω λίγο τη προσοχή μου περισσότερο προς τα μέσα, να δω πού κάνω εγώ λάθος, διότι σίγουρα κάνω...
Είναι η ύπαρξη διαφορετικών προσεγγίσεων, αντίθετων απόψεων, αυτό που καταρχήν δίνει τροφή και κίνητρο για τη σύνθεση μίας νέας αντίληψης η οποία τελικά μπορεί να αποδειχθεί ορθότερη ή πληρέστερη, αποκτώντας τελικά βαρύτητα ή και δυναμική.
Για να εστιάσω λίγο περισσότερο επί της ουσίας του θέματος που έθιξες.
Κάτι που σίγουρα αντιλαμβάνομαι είναι πως τα ζητήματα γένους, φυλής κλπ αποτελούν στην εποχή μας αχανή και πολυδιάστατα πεδία.
Μέχρι πχ 100 χρόνια πριν (ή και ακόμα λιγότερα, πχ 50 χρόνια) οι κοινωνίες ήταν μικρές και πολύ κλειστές, αρκετά απομονωμένες, αποτελούμενες από ανθρώπους που είχαν πολύ συγγενή, σχεδόν όμοια, χαρακτηριστικά φυλής, κουλτούρας, παράδοσης κλπ. Οι φυλετικές προσμίξεις (με την έννοια της συμβίωσης στον ίδιο τόπο) αποτελούσαν σημαντικό ταμπού. Ακόμα και γάμος μεταξύ νέων από διαφορετικά χωριά συχνά προκαλούσε διατάραξη της κοινωνικής ηρεμίας των οικογενειών.
Μέχρι τότε ήταν πολύ πιο εύκολο να μιλάμε για φυλή, γένος, εθνότητα, έννοιες αρκετά διαυγείς. Σήμερα όμως?
Και οι δικοί μου παππούδες είχαν γεννηθεί σε άλλο τόπο, στον μικρασιατικό Πόντο, ενώ «μετανάστευσαν υποχρεωτικά» από εκεί πριν από 90 περίπου χρόνια στη σημερινή βόρειο Ελλάδα. Πολλές γενεές ανθρώπων που ζούσαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ήταν οι πρόγονοί τους. Φυσικά μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα, αλλά από πότε δεν γνωρίζω. Δεν φαντάζομαι βέβαια από την εποχή του Περικλέους, ενδεχομένως(;) όμως από την εποχή που οι νέοι ρωμαίοι υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα στην επικράτεια που προοδευτικά εξελίχθηκε ως Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Πόσο έλληνες ήταν άραγε οι παππούδες, πόσο έλληνας είμαι εγώ?
Όλες οι απόψεις χωράνε ως απάντηση. Ενδεχομένως όμως καμία να μην είναι πλήρης, ενώ σίγουρα, καμία της απολύτου κοινής αποδοχής! Πάντως για όσο δεν θα υπάρχει η απόλυτη απάντηση, δηλαδή ποτέ, για ένα τέτοιας φύσεως μη επιστημονικής προσέγγισης θέμα, δεν έχω κανένα λόγο να μη συνεχίσω να αισθάνομαι σύγχρονος Έλληνας.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν κάποιον ως Έλληνα εφόσον εκείνος είχε λάβει την ελληνική παιδεία. Το φυλετικό χαρακτηριστικό ήταν επουσιώδες. Η ελληνική σκέψη, οι ελληνικοί τρόποι ήταν τα πρωτογενή χαρακτηριστικά που προσέδιδαν σε έναν άνθρωπο την ελληνικότητα. Η ελληνική παιδεία βέβαια, εκείνες τις χρυσές εποχές, ξεχώριζε όπως η λάμψη της πανσέληνου μέσα στο σκοτεινό νυχτερινό θόλο. Τριγύρω υπήρχαν οι «βάρβαροι», αυτοί δηλαδή που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, που δεν κατείχαν τα εργαλεία εκλέπτυνσης της σκέψης και των τρόπων.
Σήμερα στην Ελλάδα η «παιδεία» έχει δυστυχώς υποβαθμισμένη και εκφυλισμένη εννοιολογική διάσταση. Ως παιδεία, εκλαμβάνεται απλώς η ποσότητα και η θεματική επιλογή της ξερής προσφοράς πληροφοριών στους μαθητές, καθώς επίσης και το σχολικό σύστημα παροχής των πληροφοριών και των κάθε μορφής εξετάσεων που περιλαμβάνει αυτό το σύστημα. Η πληροφόρηση έχει υποκαταστήσει τη γνώση και τη κατανόηση.
Η καλλιέργεια της ικανότητας για αντίληψη και κατανόηση, της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης, δηλαδή θεμελιωδών πνευματικών λειτουργιών για τη διαμόρφωση υπεύθυνων ανθρώπων με καλλιεργημένη διανόηση και ευρύτητα πνεύματος, έχουν εκπέσει από το βάθρο των προτεραιοτήτων.
Έτσι λοιπόν η σύγχρονη αντίληψη περί ελληνικής παιδείας αδυνατεί να παράγει Έλληνες, παράγει απλά νεοέλληνες, κάτι αρκετά (ενίοτε ως πολύ) διαφορετικό από αυτό που οι λαμπροί πρόγονοι θεωρούσαν ελληνικότητα. Με βάση αυτό, θα συμφωνήσω ότι τελικά ο νιγηριανός και οποιοσδήποτε μακρινός αλλοδαπός μπορεί πολύ πιο εύκολα να εξομοιωθεί με νεοέλληνα…
Η κοινωνία μας σήμερα είναι έτσι κι αλλιώς αρκετά ανώριμη, ανέτοιμη, ώστε να μπορεί να αφομοιώσει ομαλά και μη φοβικά τούς (καλώς εννοούμενα) εξελληνισμένους αλλοδαπούς. Χρειάζεται αρκετό χρόνο ακόμα για κάτι τέτοιο, οπότε αυτή τη παράμετρο δεν πρέπει να την αγνοούμε όταν προσεγγίζουμε το ζήτημα σε πρακτική βάση.
Το σοβαρό και, κατά τη γνώμη μου πολύ καθοριστικό πρόβλημα για την Ελλάδα δεν είναι το ότι π.χ. ο Αφρικανός μπορεί να εξομοιωθεί ή να προσομοιάσει τον νεοέλληνα. Είναι το ότι στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία ο πήχης της ελληνικότητας έχει ξεπέσει πολύ χαμηλά ώστε να μπορεί να τον περάσει σχεδόν ο καθένας. Πολύ χαμηλά για όλους μας, δεν εννοώ μόνο για τους αλλοδαπούς...
Μακάρι η Ελλάδα μας να είχε οραματισθεί και να είχε καταφέρει να στήσει και να διατηρήσει τον εσωτερικό πολιτισμικό της πήχη τόσο ψηλά με πολίτες / πολιτεία να συντονίζονταν πάντοτε σε αυτή τη πρόκληση. Ας είχε φτάσει να συντονισθεί η παιδεία και η κουλτούρα μας στο ύψος και εύρος που θα έπρεπε, και τότε θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτος ο οποιοσδήποτε που θα ήταν πρόθυμος να αγωνιστεί να περάσει τον πήχη και να ενσωματωθεί με την φωτεινή πλέον Ελληνικότητά μας.
Και τότε ναι, εάν η φλόγα της πολιτισμικής μας δάδας έλαμπε και προσέλκυε ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης, η καλλιέργειά μας και η εθνική μας αυτοπεποίθηση θα ήταν ήδη πολύ υψηλότερες και αυθεντικότερες για να φαντάζονται ως απειλή την ελληνοποίηση ενός μαύρου ή ενός κίτρινου. Διότι σήμερα αναμφισβήτητα το φοβόμαστε και αυτό δε γιατρεύεται με ξόρκια.
Καταλαβαίνουμε βέβαια το πόσο πλέον η σημερινή κουλτούρα μας απέχει από εκείνα τα φωτεινά ύψη, παράλληλα όμως αποτελεί ενδιαφέροντα προβληματισμό το να στοχαστούμε κατά πόσο θα μπορούσαμε να φτάσουμε ποτέ εκεί, ή και εάν τελικά το αξίζουμε…