Στοχασμοί για μια εναλλακτική θεσμική αρχιτεκτονική
Μια μελέτη του Θανάση Διαμαντόπουλου,
Καθηγητή στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου
“The morning is due to all,
to some is due the night
and to imperial few the auroral light”
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ: «Στιγμή αποκάλυψης»
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ι. Γενικοί προβληματισμοί για την προεδρική δημοκρατία
ΙΙ. Ο κίνδυνος της σύγχυσης: το ημιπροεδρικό σύστημα
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
Θεσμικές προτάσεις
Αρθρο Χ: Εκτελεστική εξουσία
Αρθρο Χ+1: Νομοθετική Εξουσία
Αρθρο Χ+2: Εκλογή Προέδρου
Αρθρο Χ+3: Εκλογή, αρμοδιότητες και αντικατάσταση Αντιπροέδρου
Αρθρο Χ+4: Εκλογή κοινοβουλίου
Αρθρο Χ+5: Καθαίρεση Προέδρου
Επιλεκτική βιβλιογραφία
Οι συνταγματολόγοι Νίκος Αλιβιζάτος, Χριστίνα Κουκίου και Πηνελόπη Φουντεδάκη, ο πολιτικός επιστήμονας Γεράσιμος Μοσχονάς και ο νομικός Χάρης Οικονομόπουλος είχαν την καλοσύνη να διαβάσουν, σε διάφορες φάσεις της επεξεργασίας του, το κείμενο που ακολουθεί και να το εμπλουτίσουν με τις παρατηρήσεις, τις υποδείξεις και τις επισημάνσεις τους, πάντα καίριες και συχνά πολύτιμες. Η αυτονόητη ευγνωμοσύνη μου αποτελεί την ελάχιστη οφειλόμενη ανταπόδοση. Τα ίδια ασφαλώς ισχύουν και για τον πρόεδρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που μελέτησε τις προτεινόμενες «διατάξεις» και εισκόμισε τη μεγάλη εμπειρία του σε σχέση με τις πολιτικές συνέπειες τους σε περίπτωση που θα εφαρμόζονταν κάποιες από αυτές.
«Στιγμή αποκάλυψης»
Λίγους μήνες μετά τις εθνικές εκλογές του 2009, εξελίξεις επώδυνες –ή, μάλλον, η ωρίμανση των σωρευμένων συνεπειών ανέμελων «παρελθουσών χρήσεων» και η επώδυνα βίαιη συνειδητοποίησή τους- επέβαλαν μια αναγκαστική προσγείωση του αιθεροβάμονα ελληνικού λαού από μια «ροδόχροα», πλην όμως εικονική, ουρανική «πραγματικότητα» σε εδάφη χερσαία, μάλιστα δε χέρσα και κακοτράχαλα. Ως συνέπεια αυτής της απότομης προσγείωσης, γρήγορα έγινε αντιληπτό από την ελληνική κοινωνία πως ο χωρίς παραγωγική βάση καταναλωτικός παροξυσμός και η, πρωτίστως δανειακής προέλευσης, πρωτόγνωρη και ευρύτατης κοινωνικής διάχυσης ευημερία των τελευταίων δεκαετιών όχι απλά ήταν καταστάσεις απολύτως στερημένες από στοιχειωδώς στέρεα θεμέλια, αλλά επισώρευσαν και δεινά, στην προοπτική διάρκειας και διαχρονικότητάς τους, πολλαπλάσια από τις πρόσκαιρες απολαύσεις που προσέφεραν.
Παράλληλα, δεν άργησε να γίνει κατανοητό από το μέσο άνθρωπο πως, για το βάθος της κρίσης, την έλλειψη μηχανισμών αντίστασης και τις πολλαπλασιαστικές συνέπειες της μέχρι τότε «χαζοχαρούμενης» δημοσιονομίας και της συνακόλουθης κοινωνικής συμπεριφοράς μας, οι πολιτικές ευθύνες ήταν τεράστιες. Πράγματι οι πάντες –ή, έστω, σχεδόν οι πάντες: εξαιρούνται κάποιοι που συνειδητά επιλέγουν να εθελοτυφλούν για να αποσείουν το μερίδιο της δικής τους ευθύνης- αντελήφθησαν πως, ενώ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε ιστορικώς πρωτόφαντη εισροή κεφαλαίων στον τόπο μας, αυτά, αντί να διοχετευθούν από την πολιτική εξουσία σε παραγωγικούς τομείς, δηλαδή σε επενδύσεις με αναπτυξιακές προοπτικές και στοχεύσεις, κατασπαταλήθηκαν, ουσιαστικά με παρότρυνση του πολιτικού συστήματος (το οποίο, όμως, εν πολλοίς προκαταλάμβανε τις σχετικές απαιτήσεις της κοινωνίας), στο βασιζόμενο στην υπερκατανάλωση ευδαιμονισμό, σε διαμόρφωση κατά συνέπεια ευρύτερων από ό,τι στο παρελθόν κομματικών πελατειακών δικτύων, σε εξαγορά συνειδήσεων και σε διαφθορά νοοτροπιών.
Οπως όμως ήταν αναπόφευκτο, η ώρα της, έντοκης μάλιστα, πληρωμής του «λογαριασμού» κάποτε έφτασε και αυτή ήταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στιγμή «Αποκάλυψης». Ως συνέπεια, δε, του σοκ που προκάλεσε αυτό το οποίο θα μπορούσε να προσομοιωθεί με «εκτίναξη της μαρμίτας», πιθανόν σε μια λογική που οι ψυχολόγοι θα ονόμαζαν «υπεραναπλήρωση» ή «μετάθεση ευθυνών», ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας οδηγήθηκε σε μια βίαιη –και ενίοτε βιαιοπραγούσα- στάση κατά των διαχειρισθέντων δημόσια κεφάλαια και γενικότερα κατά των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας (ανεξαρτήτως μάλιστα του βαθμού της ευθύνης τους, των σφαλμάτων ή των ιδιοτελειών που θα μπορούσαν θεμελιωμένα και εύλογα να τους καταλογιστούν). Μέσα, όμως, σ’ αυτή την «καταιγίδα» που έπληξε τον τόπο, ίσως μάλιστα και εξ αιτίας της, κάποιοι –σύμφωνα και προς τη νοηματική αμφισημία, άλλωστε, του κινεζικού σχετικού ιδεογράμματος- αντιλήφθηκαν την παρούσα κρίση ως ευκαιρία. Ευκαιρία για ένα συστηματικότερο και πιο εμβαθύνοντα προβληματισμό τόσο πάνω στις αιτίες, υλικές και νοοτροπιακές, που κατέστησαν εξαιρετικά εύτρωτη την πατρίδα μας, όσο και στις θεσμικές εκείνες τομές οι οποίες θα μπορούσαν να αποδειχθούν πρόσφορες για τη θωράκισή της από κάτι ανάλογο στο μέλλον.
Στη λογική του ευρύτερου αυτού θεσμικού προβληματισμού εντάσσεται, λοιπόν, και το παρόν πόνημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό κινητροδοτηθήκαμε να επεξεργαστούμε από τη διάχυτη αγωνία ενός –του λιγότερο μακάριου ασφαλώς- τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο δεν διερωτάται μόνον τι έφταιξε και ποιοι έφταιξαν, αλλά και ποια θεσμικά αναχώματα μπορούν να δημιουργηθούν για να μην αναπαραχθούν στο μέλλον τα ίδια σφάλματα.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ι. Γενικοί προβληματισμοί για την προεδρική δημοκρατία
Μέσα στο σοκ της πρόσφατης «Αποκάλυψης», τα πιο καλλιεργημένα και πιο προβληματισμένα μυαλά της χώρας στράφηκαν όχι κατά προσώπων, αλλά κατά του πολιτικού συστήματος ως τέτοιου, κατά των θεσμών και των δομών του. Αυτά θεωρήθηκαν ως στοιχεία «εγγενώς» πρόσφορα στην ενθάρρυνση των νοσηρών συμπεριφορών και στον πολλαπλασιασμό των σπόρων του κακού που δυνητικά ενυπήρχαν στην ελληνική κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, μάλιστα, ορισμένοι άρχισαν να βάζουν στο στόχαστρο παραδοσιακούς «ελληνικούς» πολιτικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα τον σταυρό προτίμησης –θεσμό παραγωγό φαυλότητας, κοινωνικών εξαρτήσεων και υπονομευτικών της συνοχής της εξουσίας εσωκομματικών τριβών-, ενώ άλλοι έφτασαν να αναζητούν, ευρύτερα, τον κύριο υπεύθυνο στην ίδια τη φύση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Το οποίο, όπως έφτασαν πλέον αρκετοί να του προσάπτουν, από τη φύση του οδηγεί σε μια πολιτική εξουσία ευάλωτη και εύτρωτη, κατά συνέπεια περιδεή, «ευνουχισμένη» και άτολμη, συνήθως επιδιώκουσα το ευχάριστο και όχι το ωφέλιμο, σε κάθε περίπτωση σχεδόν πάντα στρεφόμενη στη διαχείριση του βραχυπρόθεσμου και υποταγμένη ή υποτάξιμη σε ιδιοτελή κέντρα με ισχυρή οικονομική και γνωμοδιαμορφωτική δύναμη. Σε μια εξουσία, επίσης, εύκολα ελέγξιμη από οργανωμένα συμφέροντα καθώς και από ισχυρές συντεχνίες, επιρρεπείς στο να λεηλατούν υπό καθεστώς εκβιασμού την κοινωνία ή τουλάχιστον, κατά μετριοπαθέστερη έκφραση, να προτάσσουν τις ιδιοτέλειες και τις προτεραιότητές τους των όποιων ευρύτερων κοινωνικών συμφερόντων. (Συνειδητά και σκόπιμα αποφεύγεται, εν προκειμένω, η διατύπωση «των συμφερόντων του συνόλου», διότι παρά ταύτα θεωρούμε πως «συμφέροντα του συνόλου» εξ αντικειμένου δεν υπάρχουν, υπάρχουν επιλογές που εξυπηρετούν, άμεσα ή πιο μακροπρόθεσμα, συμφέροντα μεγαλύτερων ή μικρότερων κοινωνικών υποσυνόλων).
Ως συνέπεια ενός τέτοιου προβληματισμού και της συγκεκριμένης κριτικής προσέγγισης των κοινοβουλευτικών μας θεσμών, αν και πάντα περιθωριακές, δεν είναι πλέον τελείως αμελητέες οι φωνές που εκφράζονται υπέρ της «εναλλακτικής λύσης» που υπάρχει στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή υπέρ του προεδρικού συστήματος. Αυτό, ως μια σύγχρονη μορφή «μοναρχίας», μιας «μοναρχίας» αιρετής και δημοκρατικής, παρέχει, υποτίθεται, εχέγγυα ασφάλειας, σταθερότητας και δύναμης της πολιτικής εξουσίας, ώστε να μπορεί να ανθίσταται αποτελεσματικότερα στις πιέσεις του μερικού και του συντεχνιακού και να αφιερώνεται πιο απερίσπαστη στην επιδίωξη του μακροπρόθεσμα και ευρύτερα επωφελούς (με άλλα λόγια το συγκεκριμένο σύστημα, χωρίς βέβαια να έχει την απολυταρχική της φύση, θεωρείται πως προσφέρει ό,τι διασφάλιζε στο παρελθόν η βασιζόμενη στην κληρονομική μοναρχία πολιτική εξουσία, πριν δηλαδή η πρόοδος και η αλλαγή των πνευμάτων την αποστερήσει από την παραδοσιακή κοινωνική της νομιμοποίηση {tip 1*::
Για μια προσπάθεια προβολής επιχειρημάτων ορθολογικής (ή «αστικής») υφής υπέρ της χρησιμότητας της κληρονομικής μοναρχίας, λίγο πριν η πρόοδος και η εξέλιξη των κοινωνικών πνευμάτων αποδυναμώσει πλήρως και τους τελευταίους νοσταλγούς της, βλέπε στο Charles Maurras, Enquete sur la Monarchie, Παρίσι, 1900).} (*1)
{/tip}
Επιπρόσθετα, υποστηρίζουν όσοι υιοθετούν τη συγκεκριμένη προσέγγιση, η ασφάλεια, η σταθερότητα και η σχετική έστω χειραφέτηση από το εφήμερο που θα απολάμβανε στο εσωτερικό επίπεδο μια τέτοια προεδρική εξουσία θα ενδυνάμωνε το κύρος, την αξιοπιστία και, σε τελική ανάλυση, και τη διαπραγματευτική ικανότητα του φορέα της και στο διεθνή χώρο. Στοιχείο ασφαλώς σημαντικό στην «παγκοσμιοποιημένη» εποχή μας. Για όλους αυτούς τους λόγους, σύμφωνα πάντα προς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο σκεπτόμενους, μια ενδεχόμενη «προεδρική στροφή» των θεσμών μας, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η είσοδος στην 4η ελληνική Δημοκρατία, δεν θα αναζωογονούσε μόνο το κοινωνικό ενδιαφέρον για την πολιτική, θα ενεργοποιούσε επίσης τις «ηθικές εφεδρείες» ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, σήμερα πολλαπλά απονομιμοπιημένου και λειτουργικά αποδυναμωμένου. Συνοψίζοντας, λοιπόν, και παραφράζοντας ελαφρώς μια φράση του Αλέξανδρου Σβώλου, φράση «κλασική» στην ελληνική συνταγματική επιστήμη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις ημέρες μας αρκετοί προβληματιζόμενοι πολίτες βλέπουν σε μια ενδεχόμενη στροφή προς την προεδρική δημοκρατία «μια ευφυή διέξοδον δια την εγκοίτωσιν της ακαθορίστου μεταρρυθμιστικής και αντικομματικής-αντιπολιτικής-αντισυντεχνιακής διαθέσεως της κοινωνίας».
Μάλιστα η θετική διάθεση των κατ’ αυτόν τον τρόπο τοποθετούμενων προς το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα σε κάποιο βαθμό ενισχύεται και από την ειδικότερη πολιτική συγκυρία: μέσα από τη σταθερή τάση που καταγράφουν, όλες οι ενδείξεις, όλες οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, όλα τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα –με την όποια σχετική ασφαλώς αξία τους, που προσδιορίζεται από το χαρακτήρα τους ως «φωτογραφικών», σε τελική ανάλυση, αποτυπώσεων του στιγμιαίου- δείχνουν ότι είναι εξαιρετικά δυσχερές να ξαναπροκύψει στο ορατό μέλλον μονοκομματική κυβέρνηση στον τόπο μας. Τα «βοηθητικά» ή ωθητικά περιθώρια του εκλογικού νομοθέτη φαίνεται πως έχουν πλέον προ πολλού εξαντληθεί. Με τις 50 έδρες «πλειοψηφικό μπόνους» που παρέχει στο πρώτο κόμμα ο ισχύων σήμερα «εκλογικός νόμος Παυλόπουλου», αυτοδυναμία μπορεί να προκύψει, υπό κάποιες προϋποθέσεις, και με εκλογικό ποσοστό πολύ κοντά στο 35%!{tip *2::
Ο «κώδικας αυτοδυναμίας» με το συγκεκριμένο, εν ισχύει σήμερα, εκλογικό νόμο είναι: για 151 βουλευτές, δηλαδή για οριακή μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απαιτείται εκλογικό ποσοστό 40,4% μείον 0,4% για κάθε μονάδα «αναντιπροσώπευτης» ψήφου. Για παράδειγμα, αν το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα διασφαλίσουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση είναι 4%, τότε το όριο αυτοδυναμίας βρίσκεται στο 38,8%. Αν όμως το άθροισμά τους ανέβει στο 12% -κάτι όχι αδύνατον στις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις γιατί υπάρχουν πλέον πολλά μικρά κόμματα που μολονότι το προσεγγίζουν, κατά τις διεξαγόμενες αυτή την εποχή δημοσκοπήσεις, δεν έχουν διασφαλισμένη την κάλυψη του θεσμοθετημένου ελάχιστου ορίου του 3%- τότε για αυτοδυναμία φτάνει μόλις το 35,6%. } (*2) {/tip}
Και αυτού, όμως, η επίτευξη φαντάζει τη στιγμή αυτή αμφίβολη… Πόσο άλλο να κατεβάσει πλέον το όριο της αυτοδυναμίας ο εκλογικός νομοθέτης; Θα προκύψει τεράστιο πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης, η κυβερνησιμότητα του τόπου θα καταστεί εξαιρετικά αμφίβολη και η περαιτέρω διόγκωση της «πεζοδρομιακής αντιπολίτευσης» πιθανότατη. Αν, όμως, οι πάντες έχουν διαπιστώσει την αβουλία, την πολιτική ατολμία και την παραγωγό απραξίας εξισορροπητική διάθεση των κοινοβουλευτικών κυβερνητών, που οφείλουν να συμβιβάζουν εσωκομματικές συγκρούσεις, προσωπικές στρατηγικές και διαφορετικές πολιτικές ευαισθησίες, ο καθένας μπορεί να φανταστεί ποια θα είναι η «τόλμη», η «αποφασιστικότητα», η «συγκρουσιακή διάθεση» προς τους βολεμένους, η «συνοχή» στο πολιτικό της σχέδιο, η «στοχοπροσήλωση» και η «εμμονή» στο πρόγραμμά της μιας συμμαχικής κυβέρνησης, η οποία, πιθανότατα, θα έχει συμφυή –εκτός από τις φυσικές διαφωνίες ως προς τους μεσομακροπρόθεσμους στόχους- και την πολιτική αλληλοϋπονόμευση των συνιστωσών της! Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που η κατανομή της λαϊκής ψήφου είναι τέτοια ώστε να μην προκύπτει σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης, τα σχήματα εξουσίας των κοινοβουλευτικών συστημάτων είναι ενδεχόμενο να χάνουν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής τους νομιμοποίησης, άρα πιθανότατα και της αποτελεσματικότητάς τους, επειδή συχνά εκλείπει η λεγόμενη «identifiability» (=προ-γνώση ή «προγνωσιμότητα» ή προβλεψιμότητα των συνεπειών της ψήφου): ενώπιον του εκλογικού σώματος δεν τίθενται με σαφήνεια οι προσφερόμενες πολιτικές επιλογές ως προς τα πρόσωπα-εξουσιαστικούς φορείς, τα κομματικά σχήματα που θα κυβερνήσουν και τα κυβερνητικά προγράμματα που θα εφαρμοστούν. Πράγματι, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι μετεκλογικές εκπλήξεις είναι συνήθεις, γνωστές δε και από την ελληνική εμπειρία αλλά και τη διεθνή (στη χώρα μας κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο είχαμε τις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, στο δε εξωτερικό την πρωθυπουργία, παραδείγματος χάριν, του ιταλού Giovanni Spadolini, ο οποίος ηγείτο πολιτικού κόμματος με εκλογική δύναμη κυμαινόμενη περί το 2%). Χωρίς, βέβαια, όλα αυτά να σημαίνουν πως ακόμη και μια μονοκομματική κυβέρνηση-ευθεία έκφραση της λαϊκής επιλογής, όμως με εκλογικό ποσοστό κοντά στο 35-36% και οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα ήταν αισθητά πιο λειτουργική και αποτελεσματική.
Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, τα οποία κάποιοι επεξεργάζονται διανοητικά και πολύ περισσότεροι συλλαμβάνουν διαισθητικά, οι διαθέσεις υπέρ του προεδρικού συστήματος, με τα εικαζόμενα προαναφερθέντα πλεονεκτήματά του, φαίνεται πως ενισχύονται. Όταν, για παράδειγμα, εδώ και κάποια χρόνια μάλιστα –και πριν η κρίση αναδείξει στο ευρύ κοινό όλες τις αδυναμίες του κοινοβουλευτισμού μας- ο σημερινός υπουργός άμυνας κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είχε ταχθεί υπέρ μιας προεδρικής δημοκρατίας στον τόπο μας, ίσως δεν το έκανε μόνο ως συνταγματολόγος. Αλλά και ως πολιτικός που έβλεπε κάποια κοινωνική διαθεσιμότητα τουλάχιστον να συζητηθεί μια τέτοια μεταρρύθμιση. (Εστω και αν, πιθανώς λόγω αντίδρασης του πολιτικού μικρόκοσμου, στη συνέχεια «ενταφίασε», δια της σιγής και της μη επανόδου, την πρότασή του). Επίσης και σε πρόσφατη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση που οργάνωσε το Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο για τη σκοπιμότητα συνταγματικής αναθεώρησης στη χώρα μας, η πρόταση από το βήμα για εισαγωγή προεδρικής δημοκρατίας προκάλεσε το εξαιρετικά θερμό χειροκρότημα μεγάλου μέρους του κοινού.
Ωστόσο η νέα αυτή διανοητική τάση δεν θα έπρεπε, όπως συχνά συμβαίνει με τα καινούργια και τα «άφθαρτα», να οδηγήσει σε μια εξωραϊσμένη προσέγγιση του προβαλλόμενου και συζητούμενου εναλλακτικού αυτού κυβερνητικού μοντέλου. Τα θεσμικά «φάρμακα», όπως ακριβώς και τα κοινά, έχουν και αυτά τις παρενέργειές τους. Για πολλές από τις δυνητικές παρενέργειες και τους κινδύνους που ενδεχομένως θα προέκυπταν από την υιοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος –για το οποίο, σημειωτέον, δεν υπάρχει και εξοικείωση των πολιτικών μας δυνάμεων ούτε, βέβαια, της ελληνικής κοινωνίας- θα μπορούσε να μας «υποψιάσει» ή να μας προϊδεάσει και μόνη η θεωρητική μελέτη των σύμφυτων προς το χαρακτήρα του θεσμικών ρυθμίσεων και των συνήθων πολιτικών τους παρακολουθημάτων (πχ μονοπρόσωπη κεντρική διεύθυνση της εκτελεστικής εξουσίας, εκλογικές διαδικασίες πολύ πιο προσωποκεντρικές, μικρότερος εκλογικός ρόλος των κομμάτων και μεγαλύτερος των «προσκείμενων» στους προεδρικούς υποψήφιους χρηματοδοτών, εξουσία σταθερής διάρκειας με τη συνακόλουθη, ενίοτε «κρισογόνο», θεσμική και πολιτική ακαμψία κοκ). Επιπρόσθετα η εμπειρία των χωρών που «γεύτηκαν» ή και εξακολουθούν να εφαρμόζουν τη λεγόμενη «προεδρική δημοκρατία» δεν είναι πάντα καθησυχαστική. «In parliamentary democracies, leadership crises lead to government crises and not, as in presidential systems, to regime crises» («στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι κρίσεις ηγεσίας οδηγούν σε κυβερνητικές κρίσεις και όχι, όπως στα προεδρικά συστήματα, σε καθεστωτικές») έγραψε κάποτε ο J. Linz, ένας από τους συστηματικότερους στην παγκόσμια πολιτική φιλολογία μελετητές αυτού του πολιτικού συστήματος {tip *3::
Βλ. Linz, « Presidential or Parliamentary Democracy: Does it Make a Difference?», στο Linz, Juan, Arturo Valenzuela (Eds), The Failure of Presidential Democracy, τ. 2, εκδ. Johns Hopkins University Press, Baltimore MD, 1994, σελ. 67. } (*3) {/tip}.
Επομένως, αφού ως λαός κινδυνεύσαμε και εξακολουθούμε να κινδυνεύουμε από τη μακροχρόνια θεσμικοπολιτική μας μακαριότητα και αστοχασιά (ίσως, βέβαια, και αστοχία), δεν πρέπει να οδηγηθούμε σε ανάλογα επικίνδυνες ατραπούς από έναν ενθουσιώδη, αστόχαστο και ανεπεξέργαστο, μεταρρυθμισμό.
Στις σελίδες που ακολουθούν, επομένως, χωρίς να επιχειρείται μια συνολική αξιολογική αποτίμηση και σύγκριση του προεδρικού συστήματος με το κοινοβουλευτικό –είναι προφανές, άλλωστε, ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ενός είναι μειονεκτήματα του άλλου και αντιστρόφως, χωρίς κανείς να μπορεί να αποφανθεί για το «καλύτερο» ανεξαρτήτως συνθηκών, συγκυριών, περιβάλλοντος και εποχής- θα προσπαθήσουμε να θέσουμε προς συζήτηση ορισμένες θεσμικές τομές, θεωρητικά «ιδρυτικές» ενός προεδρικού συστήματος. Παράλληλα, δε, αυτές θα τις συνοδεύσουμε και από κάποιες άλλες -παρακολουθηματικές αυτής της μείζονος επιλογής- πολιτικές προτάσεις, συμβατές προς τη φύση του συγκεκριμένου συστήματος και, κατά τη φιλοδοξία μας, διασφαλιστικές της συνοχής του. Προτάσεις, όμως, οι οποίες ταυτόχρονα θεωρούμε πως το εμπλουτίζουν με κάποιες ασφαλιστικές δικλίδες ικανές να αμβλύνουν τις δυσκαμψίες του, ώστε να ενεργοποιήσουν τα θετικά του στοιχεία χωρίς τις συνήθεις παρενέργειές του. Παράλληλα, τις περισσότερες φορές, υπό μορφή υποσημειώσεων σε κάθε «άρθρο», προστίθενται και σύντομες αιτιολογικές βάσεις για κάθε προτεινόμενη διάταξη και ειδικότερη ρύθμιση.
Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής δεν εξετάζουμε καν το θέμα –στο οποίο πάντως, αν δεν κάνουμε λάθος, η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων τείνει να τοποθετείται αρνητικά- του κατά πόσον μια τέτοια μεταβολή είναι επιτρεπτή υπό την κρατούσα συνταγματική τάξη και μπορεί να υιοθετηθεί μέσα από μια «ομαλή» αναθεωρητική διαδικασία ή, αντίθετα, αν απαιτείται εκλογή Βουλής με συντακτικό χαρακτήρα για άσκηση πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Δεν αγνοούμε ωστόσο πως, με εξαίρεση τις αναθεωρήσεις των τελευταίων δεκαετιών (οι οποίες, πλην εν μέρει αυτής του 1986, δεν προκάλεσαν καμία μείζονα πολιτική ή θεσμική τομή, μέσα δε από το λεπτομερειακό και τεχνητό τους χαρακτήρα μάλλον συνέβαλαν στο να αμβλυνθεί ένα στοιχείο πολιτικής «ιερότητας» στην αντιμετώπιση από την κοινωνία του καταστατικού χάρτη της χώρας) όλες οι συνταγματικές μεταβολές στον τόπο μας έγιναν καθ’ υπέρβαση της θεσμοθετημένης διαδικασίας και νομιμότητας. Για να (ξανα)συμβεί, δε, κάτι τέτοιο πιθανόν δεν χρειάζεται καν «επανάσταση» ή κατάρρευση καθεστώτος. Ενδεχομένως να αρκεί και μια διάχυτη κοινωνική συνείδηση της αναγκαιότητας της σχετικής μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό ασφαλώς με ευρεία συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων, η οποία συχνά δημιουργείται υπό την πίεση της κοινής γνώμης και των «γνωμηγητόρων» της. Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές θεωρούμε βέβαιο ότι θα προστρέξουν και έγκριτες συνταγματικές γραφίδες πρόθυμες να αναζητήσουν, δια της ερμηνευτικής οδού, το συνταγματικώς «σύννομο» της μετάβασης στην «4η ελληνική Δημοκρατία». Αλλωστε ο καθένας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του το γεγονός πως, και σε άλλες ώριμες δυτικές δημοκρατίες, σημαντικότατες μεταβολές του καταστατικού τους χάρτη –οι οποίες άλλαξαν καθοριστικά τις θεσμικές ισορροπίες καθώς και τη γενικότερη λειτουργία του πολιτικού συστήματος- κατέστησαν δυνατές χάρη σε ένα συνδυασμό πολιτικής βούλησης και κοινωνικής αποδοχής, χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα αναθεωρητική διαδικασία (μάλιστα δε, σε κάποιες περιπτώσεις, παρά την πείσμονα εναντίωση σημαντικού τμήματος του πολιτικού κόσμου). Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα: το 1962, χάρη στη σύμπτωση της βούλησης του γαλλικού λαού και του κυβερνήτη του στρατηγού Ντε Γκωλ, πραγματοποιήθηκε η πιο ριζοσπαστική, ως προς τις πολιτικές της συνέπειες, αναθεώρηση του Συντάγματος της 5ης γαλλικής Δημοκρατίας με παράκαμψη των προβλεπόμενων για την αναθεώρηση διατάξεων του άρθρου 89&3. Μάλιστα αυτό συνέβη τότε –και- με τη βοήθεια έγκριτων ειδικών που στην ακολουθηθείσα διαδικασία αναζήτησαν ή πάντως εφηύραν, ακόμη και με ερμηνευτικό «στραγγαλισμό» βασικών αρχών της νομικής επιστήμης, στοιχεία συνταγματικής «νομιμότητας». Σήμερα, βέβαια, ουδείς πλέον αμφισβητεί το συνταγματικώς έκνομο, αλλά, παρά ταύτα, και το πολιτικά αποδεκτό της διαδικασίας που ακολουθήθηκε τότε. Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρούμε πως τυπικές, διαδικαστικές και νομικές ενστάσεις δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν μια συζήτηση για το θεσμικό πρόβλημα και τον αντίστοιχο προσανατολισμό του τόπου, εφόσον κάποιο σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας αποκτήσει συνείδηση της σκοπιμότητας της σχετικής συζήτησης. Και πάντως οι «επιφυλάξεις νομιμότητος» δεν θα έπρεπε να προσανατολίσουν προς ένα ερμαφρόδιτο –πλην ενδεχομένως τυπικά επιτρεπτό- σύστημα που κατά την εκτίμηση μας θα δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ όσα θα επίλυε.
ΙΙ. Ο κίνδυνος της σύγχυσης: το ημιπροεδρικό σύστημα
Προχωρώντας στη δημοσίευση του παρόντος δεν έχουμε την αυταπάτη πως είναι μεγάλες οι πιθανότητες αυτό να τροφοδοτήσει μια δημόσια συζήτηση ή, έστω, να ληφθεί υπόψιν σε αυτή, εφόσον μια τέτοια συζήτηση τελικά ανοίξει. Οπωσδήποτε, δε, έχουμε απόλυτη συνείδηση ότι η τελική υιοθέτηση του προεδρικού μοντέλου, παρά μια θετική διάθεση μέρους της κοινής γνώμης στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, την παρούσα στιγμή εξακολουθεί να φαντάζει κυριολεκτικά «υπερβατική» (και όχι μόνο για λόγους νομικιστικής τυπολατρίας, αυτοί μάλλον προσχηματικά μπορεί να προβληθούν από μέρος του σημερινού πολιτικού κόσμου) . Φιλοδοξία μας, ωστόσο, δεν είναι μόνο να φέρουμε «μηνύματα από το μέλλον», ένα μέλλον απώτερο και ασφαλώς άδηλο. Εάν υπάρξει μια σχετική δημόσια κατάθεση σοβαρών προβληματισμών για το θέμα, ακόμη και σε ελάσσονες (αλλά όχι καθαρά τεχνικού χαρακτήρα) θετικές για τον τόπο θεσμικές ρήξεις να οδηγήσει τελικά, δεν θα είναι κάτι αμελητέο. Αν, δε, σε αυτό έχουν έστω και την απειροελάχιστη συμβολή οι σκέψεις που κατατίθενται στη συνέχεια, οι ταπεινές μας φιλοδοξίες ασφαλώς και θα έχουν υπερεκπληρωθεί. Αλλωστε σε πρόσφατα έργα μας είχαμε καταθέσει και «μινιμαλιστικές» προτάσεις, δείγμα πως δεν υποτιμούμε και μικρές ενδεχόμενες βελτιώσεις στη λειτουργία του θεσμικού μας συστήματος. Θυμίζουμε, για παράδειγμα, πως είχαμε εισηγηθεί την εισαγωγή παραλλαγής του γερμανικού εκλογικού συστήματος με απόλυτη κατάργηση του σταυρού προτίμησης και –προκειμένου να επιμηκυνθεί ο εκλογικός κύκλος και συνακόλουθα να περιοριστούν οι αρνητικές του επιπτώσεις στη λειτουργία της οικονομίας- είχαμε επίσης προτείνει την υιοθέτηση πενταετούς κοινοβουλευτικού κύκλου. Ανάλογες προτάσεις είχαμε καταθέσει για τη δυνατότητα «διασταύρωσης-μείξης» των κομματικών ψηφοδελτίων στις ευρωεκλογές (ή, κάτι που είναι περίπου ισοδύναμο, τη δυνατότητα διακομματικής σταυροδοσίας των υποψήφιων ευρωβουλετών), ώστε αυτή η έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας να μην προσφέρεται για συνολική αποδοκιμασία του όποιου κυβερνητικού σχήματος, απειλή που το «ευνουχίζει» πολιτικά κατά τις προεκλογικές περιόδους και επομένως συρρικνώνει τον «ωφέλιμο» πολιτικό χρόνο, αυτόν που προσφέρεται μεταρρυθμίσεις, πόσο μάλλον για τομές και ρήξεις. Η πιο ενδιαφέρουσα, ωστόσο, και καινοτόμος πρόταση μας, με την ίδια πάντα στόχευση (τον περιορισμό της παραλυτικής επίδρασης του πολιτικού κόστους και την «αγορά χρόνου» για την πολιτική εξουσία), κατά την άποψή μας ήταν αυτή που αφορούσε στην απεμπλοκή της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ενδεχόμενο πρόκλησης πρόωρων εθνικών εκλογών. Για το τελευταίο αυτό είχαμε μάλιστα εμπνευστεί και εισηγηθεί μια ρύθμιση η οποία –ενώ περίπου απέκλειε το ενδεχόμενο πρόωρης διάλυσης του κοινοβουλίου λόγω αδυναμίας ανάδειξης Προέδρου- δεν αναιρούσε ωστόσο την, απολύτως συμβατή προς τη φύση του κοινοβουλευτικού συστήματος, υπερκομματική εκλογή και λειτουργία του ρυθμιστή του πολιτεύματος.{tip 4::Για τις σχετικές προτάσεις, τη θεωρητική τους επεξεργασία και την αιτιολογική τους βάση βλ. Μαρίνου-Διαμαντόπουλου-Εφραίμογλου-Καζάκου-Τήνιου, Συνταγματική Αναθεώρηση: Για ανταγωνιστική οικονομία σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, 2007, σελ. 64επ, 69επ, 73επ καθώς και Διαμαντόπουλου, Τα πολιτικά καθεστώτα, Δημοκρατίες και απολυταρχίες: οι γρίφοι της εξουσίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2008, σελ. 85επ και του ιδίου, Ο νέος εκλογικός νόμος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2009. } (*4)
{/tip}
Σε ένα μόνο δε θα θέλαμε να συμβάλουν οι προβληματισμοί και οι προτάσεις μας (το οποίο, εφόσον συνέβαινε, θα συνιστούσε «ετερογονία των σκοπών της ιστορίας», οδηγώντας σε αντίθετο προς τις στοχεύσεις μας αποτέλεσμα): στο να παραμείνει η βασική δομή και λειτουργία ενός -δυνητικά πρωθυπουργοκεντρικού μάλιστα- κοινοβουλευτικού συστήματος και παράλληλα να υιοθετηθεί άμεση εκλογή από το λαό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ειδικά στη χώρα μας, ακόμη και αν δεν δίνονταν στον άμεσα εκλεγόμενο Πρόεδρο συνταγματικές αρμοδιότητες που θα καθιστούσαν το σύστημα λειτουργικά και τυπικά «ημιπροεδρικό», η πολιτική συνύπαρξη δύο κατόχων λαϊκής νομιμοποίησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλες κρίσεις και, πιθανότατα, σε οξείες συγκρουσιακές καταστάσεις. Αυτές, δε, εξαιρετικά δύσκολα θα αμβλύνονταν από μια ενδεχομένως λεπτομερειακή καταγραφή στο Σύνταγμα των αρμοδιοτήτων των δύο αυτών κορυφαίων παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας. Πέραν, φυσικά, του ότι ο τόπος θα βρισκόταν σε μια αέναη προεκλογική περίοδο –ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία, εάν ηττάτο στις προεδρικές εκλογές ο υποψήφιος που θα είχε τη στήριξη του κυβερνητικού κόμματος ή του κυβερνώντος συνασπισμού;- με τις αναπόφευκτες αρνητικές συνέπειες, ειδικά για την οικονομία.
Αυτονόητα, όμως, πολύ περισσότερο θα φοβόμασταν την, παράλληλα προς την άμεση από το λαό ανάδειξη του Προέδρου, ενδεχόμενη υιοθέτηση ενός πλέγματος θεσμών που θα οδηγούσαν ή, έστω, θα πλησίαζαν στο «ερμαφρόδιτο» και πάντα προβληματικό «ημιπροεδρικό» (ή «πρωθυπουργοπροεδρικό») σύστημα, {tip *5::Οι Shugart και Carey -Presidents and Assemblies: Constitutional Design and Electoral Dynamics, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge, 1992, σελ 55επ- πρότειναν τον όρο «πρωθυπουργοπροεδρικά» -για να υποδηλώσουν συστήματα όπως της Γαλλίας, της Φινλανδίας όπως λειτουργούσε παλαιότερα, καθώς και άλλα παρεμφερή- τα οποία κατά την ορολογία που επέβαλε ο Duverger (Les regimes semi presidentiels, εκδ. PUF, Παρίσι, 1986) συνήθως χαρακτηρίζονται «ημιπροεδρικά». } (*5) {/tip} το οποίο ουσιαστικά συνδυάζει –τουλάχιστον ενδέχεται να συνδυάσει- τα αρνητικά και των δύο «καθαρών» εκδοχών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η κριτική μας τοποθέτηση προς αυτό το «μπάσταρδο» θεσμικό μόρφωμα είναι πάγια και πιστεύουμε πως η διαχρονική εμπειρία από την εφαρμογή του, όπου υιοθετήθηκε, δικαιολογεί κάθε φόβο για τις εγγενείς του δυσλειτουργίες.{tip *6::
Βλ. Διαμαντόπουλου, Τα πολιτικά καθεστώτα, Δημοκρατίες και απολυταρχίες: οι γρίφοι της εξουσίας, οπ, σελ. 159επ.
} (*6) {/tip} Οπωσδήποτε εύγλωττο είναι το γεγονός πως αρκετές από τις χώρες που, θεσμικά και λειτουργικά, είχαν υιοθετήσει ένα τέτοιο σύστημα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες είτε το άφησαν πρακτικά να ατονήσει (πχ Ισλανδία, Αυστρία) είτε προχώρησαν σε συνταγματικές αλλαγές οι οποίες ουσιαστικά ακύρωσαν εν πολλοίς τη διαρχία που, εγγενώς, αυτό εμπεριέχει επιστρέφοντας σε ένα περίπου καθαρό κοινοβουλευτισμό (πχ Φινλανδία, Πορτογαλία). Ενώ στη Γαλλία, το μόνο διάστημα που λειτουργούσε χωρίς μείζονα προβλήματα ήταν τότε που, λόγω του εξαιρετικού προσωπικού κύρους του Ντε Γκωλ, στην πράξη περίπου ταυτιζόταν λειτουργικά με το προεδρικό.
Ωστόσο και η διεθνής συγκυρία ακριβώς τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές αναδεικνύει, ίσως με μεγαλύτερή ενάργεια από ποτέ, τη δυνητικά «κρισογόνο» φύση του εν λόγω, βασιζόμενου σε πολύ λεπτές ισορροπίες, πολιτικού συστήματος Εμφανίζεται, δε, η απουσία συνοχής της εκτελεστικής εξουσίας -και ευρύτερα ο πολιτικός «στραβισμός» στον οποίο αυτή η απουσία μπορεί να οδηγήσει τα επιμέρους κράτη- τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Και, μάλιστα, ταυτόχρονα και στις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπου έχει υιοθετηθεί και εξακολουθεί να λειτουργεί το εν λόγω σύστημα της «δικέφαλης» εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή τόσο στη Γαλλία όσο και στη Ρωσία. Χαρακτηριστικά, στη μεν πρώτη, την επαύριο του πρώτου γύρου των εκλογών της 20ης Μαρτίου του 2011 για την ανάδειξη τοπικών αρχόντων, το κυβερνητικό γκωλικό κόμμα χρειάστηκε να κάνει επιλογή σε πολλές περιπτώσεις ανάμεσα σε έναν σοσιαλιστή υποψήφιο και έναν υποστηριζόμενο από το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της «οικογένειας» Λεπέν. Σύμφωνα, λοιπόν, προς δημόσια τοποθέτηση του προέδρου Σαρκοζί οι φιλοκυβερνητικοί ψηφοφόροι θα έπρεπε να αφεθούν χωρίς καθοδήγηση ψήφου για να κάνουν ελεύθερα την επιλογή που οι ίδιοι κρίνουν. Ακριβώς αντίθετη υπήρξε η στάση του πρωθυπουργού Φιγιόν, ο οποίος τάχθηκε απερίφραστα υπέρ της γραμμής για την καταψήφιση των υποστηριζόμενων από το κόμμα της άκρας δεξιάς. Ουσιαστικά ο πρωθυπουργός της χώρας έδειξε να εκφράζεται απόλυτα από τη θέση μιας υπουργού του, σύμφωνα προς την οποία «με το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν έχουμε τις ίδιες ιδέες, με το Εθνικό Μέτωπο δεν έχουμε τις ίδιες αξίες»{tip *7::Βλ. εφημερίδα Le Monde, 23.03.2011.} (*7) {/tip}.
Πολύ πιο επικίνδυνη, ωστόσο, για τη συνοχή του πολιτικού της συστήματος και τη διεθνή φερεγγυότητα της χώρας τους υπήρξε η διάσταση, σχετιζόμενη με την εξωτερική πολιτική, ανάμεσα στο ρώσο πρόεδρο Μεντβέντεφ και τον πρωθυπουργό Πούτιν. Ο πρώτος στήριξε την επέμβαση των δυτικών στη Λιβύη, ο δεύτερος αντίθετα τη χαρακτήρισε ως «νέα σταυροφορία». Ετσι, όπως ακριβώς στο παρελθόν είχε συμβεί πολλές φορές και με τη γαλλική εξωτερική πολιτική, ιδίως στο μεσανατολικό, η Ρωσία βρέθηκε στη συγκυρία αυτή να έχει δύο εξωτερικές πολιτικές! Πρωτίστως, βέβαια, έναντι της Δύσης και ειδικά έναντι των ΗΠΑ. Ασφαλώς, δε, η συνακόλουθη απουσία συνεκτικότητας στην εξωτερική της πολιτική δεν αίρεται –ιδιαίτερα όταν οι συσχετισμοί πολιτικής δύναμης είναι όπως σήμερα στη χώρα αυτή- από τη συνταγματική πρόβλεψη που εναποθέτει στον Πρόεδρο την κεντρική ευθύνη της χάραξης της κρατικής πολιτικής στο συγκεκριμένο τομέα. Ας σημειωθεί, δε, πως και στις δύο αυτές ημιπροεδρικές δημοκρατίες Πρόεδρος και Πρωθυπουργός, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, θεωρητικά είναι πολιτικοί σύμμαχοι, προέρχονται από την ίδια πολιτική οικογένεια, ο ένας δε υπήρξε επιλογή του άλλου! Και όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν εμπόδισε τις κυβερνήσεις των χωρών τους από το να εμφανίζονται δίβουλες, το οποίο ουσιαστικά σημαίνει άβουλες, σε μια περίοδο μάλιστα όπου και οι συγκεκριμένες χώρες, αλλά και ο πλανήτης συνολικά, περιδινούνται σε μια πολύπλευρη κρίση (δηλωτική, ασφαλώς, της ανάγκης κάθε χώρα να εκφράζεται με μια -και μόνο μια- συνεκτική πολιτική σε όλους τους τομείς): κρίση που εκδηλώνεται με τον πόλεμο στη Λιβύη, το ατύχημα στην Ιαπωνία το οποίο προκαλεί οικουμενικό προβληματισμό για τη σκοπιμότητα περαιτέρω οικονομικής αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας, την παγκόσμια κρίση του πιστωτικού συστήματος αλλά και του ευρώ το οποίο αποτελεί παράγοντα της παγκόσμιας νομισματικής ισορροπίας, την είσοδο του αραβικού κόσμου σε μια εξεγερσιακή φάση, που μένει να αποδειχθεί αν συνιστά δημοκρατική άνοιξη, κοκ.
Συγκεφαλαιώνοντας, λοιπόν, θα θέλαμε με ιδιαίτερη έμφαση να υπογραμμίσουμε πως οι προτάσεις και οι προβληματισμοί που ακολουθούν, για μια ενδεχόμενη εισαγωγή στη χώρα μας προεδρικής δημοκρατίας, δεν είναι σε καμία περίπτωση «μεταμοσχεύσιμοι» ή λειτουργικά εφαρμόσιμοι σε ένα θεσμικό πλαίσιο που θα προέβλεπε συνύπαρξη ενός άμεσα εκλεγόμενου Προέδρου –συνταγματικά περισσότερο ή λιγότερο ισχυρού, αυτό ελάχιστη διαφορά θα έκανε- με έναν Πρωθυπουργό ο οποίος θα απολάμβανε της νομιμοποίησης που δίνει η εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής και η συνακόλουθη εξάρτηση της κυβέρνησής του από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου.
Ο προβληματισμός μας, αντίθετα, εστιάζεται στην παραγωγή ενός θεσμικού πλαισίου που θα έδινε –και δεν θα αφαιρούσε από την πολιτική εξουσία- ασφάλεια, συνοχή και αποτελεσματικότητα. Σ’ αυτή τη λογική εντάσσονται όλες οι σκέψεις που ακολουθούν και εμφανίζονται με τη μορφή προτεινόμενων «συνταγματικών διατάξεων».
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Θεσμικές προτάσεις
Οι σχηματοποιημένοι σε μορφή συνταγματικών άρθρων θεσμικοί προβληματισμοί που ακολουθούν –θα υποδήλωνε τεράστια απουσία ταπεινότητας, ακόμη όμως και στοιχειώδους αυτογνωσίας να γίνει λόγος για «σχέδιο καταστατικού χάρτη»- συγκροτούν μια προσπάθεια θεωρητικής, ενδεχομένως θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη και «φαντασιακής», «αρχιτεκτόνησης» του περιγράμματος μιας προεδρικής δημοκρατίας. Εύλογα, ως εκ τούτου, δεν εκτείνονται στην επεξεργασία ενός πλήρους «συνταγματικού κειμένου» με προτάσεις-«διατάξεις» που θα αναφέρονταν στην οργάνωση πχ της δικαστικής λειτουργίας, την κατοχύρωση των ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων, στην προστασία του δασικού πλούτου της χώρας ή σε άλλα θέματα που κατά παράδοση ρυθμίζονται από τον έλληνα συνταγματικό νομοθέτη. Αντίθετα, σε συμβατότητα προς το διακηρυγμένο σκοπό του εγχειρήματος, περιοριζόμαστε σε προτάσεις ρυθμίσεων που αφορούν αποκλειστικά τους θεσμούς και τα όργανα, των οποίων η διαδικασία ανάδειξης (με τη συνακόλουθα παραγόμενη πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση), οι αρμοδιότητες, οι αλληλεξαρτήσεις και η –προσδοκώμενη- πολιτική λειτουργία διαμορφώνουν το χαρακτήρα και ανταποκρίνονται στη φύση της συγκεκριμένης εκδοχής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή, δηλαδή, που προϋποθέτει μονοπρόσωπη διεύθυνση της εκτελεστικής εξουσίας και άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση του κεντρικού φορέα της, βασίζεται δε σε συνεργασία κρατικών λειτουργιών και οργάνων το καθένα εκ των οποίων είναι στερημένο, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, από τη συνταγματική δυνατότητα να συντμήσει τη διάρκεια ζωής των υπολοίπων (εξουσία σταθερής διάρκειας).
Αυτά τα στοιχεία, άλλωστε, συγκροτούν τον πυρήνα κάθε πολιτικού συστήματος, ενδεχομένως δε είναι τα μόνα –εφόσον αποτελούν τη βάση της μείζονος συναίνεσης επί της οποίας θεμελιώνεται η κάθε πολιτευματική εκδοχή- των οποίων η ίδια η φύση επιβάλλει την καταγραφή στον ανώτατο νόμο της πολιτείας, τον καταστατικό της χάρτη. Αλλωστε τα συντάγματα που παρήχθησαν σε άλλες λιγότερο «πληθωριστικές» και περισσότερο «λιτές» εποχές από τη δική μας (πρβλ πχ το Σύνταγμα των ΗΠΑ με το μονοψήφιο αριθμό άρθρων στην αρχική του διαμόρφωση), σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τέτοια μόνο ζητήματα μόνο ρύθμιζαν…
Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την ασκεί δε με την επικουρία του υπουργικού συμβουλίου.
Ο Πρόεδρος υποχρεούται τουλάχιστον δις του έτους να εμφανίζεται ενώπιον του κοινοβουλίου (σε κοινή συνεδρίαση των δύο βουλών), προκειμένου να παρουσιάζει και να εξηγεί τους γενικούς προσανατολισμούς της πολιτικής του, τοποθετούμενος και επί θεμάτων που έχουν θέσει γραπτώς, υπό τις προβλεπόμενες από τους αντίστοιχους κανονισμούς προϋποθέσεις, τα μέλη της Βουλής ή της Γερουσίας.
Ο Πρόεδρος, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, μπορεί να ορίσει ένα πρόσωπο (Πρωθυπουργό) για να τον επικουρεί στο συντονισμό και τον προσανατολισμό του έργου των υπουργών καθώς και στα λοιπά καθήκοντά του.*
Το υπουργικό συμβούλιο, προεδρευόμενο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αποτελείται από δέκα κατ’ ανώτατο όριο υπουργούς, τους οποίους διορίζει ως επικεφαλής αντίστοιχων κύκλων ευθύνης, συντονίζει και κατευθύνει ο Πρόεδρος.** Υπάρχει απόλυτο ασυμβίβαστο μεταξύ υπουργικών και κοινοβουλευτικών καθηκόντων.***
Ο Πρωθυπουργός, εφόσον υπάρχει, καθώς και οι υπουργοί είναι υπεύθυνοι ενώπιον του Προέδρου και ανά πάσα στιγμή ανακλητοί από αυτόν. Παράλληλα κάθε υπουργός έχει την αποκλειστική ευθύνη της επιλογής και της ανάκλησης των πολιτικών του συνεργατών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών, τους οποίους και κατευθύνει στο πλαίσιο των γενικών κυβερνητικών προσανατολισμών.**** Οι τελευταίοι δεν μετέχουν στο υπουργικό συμβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ωστόσο μπορεί να προσκαλέσει κάποιον ή κάποιους εξ αυτών σε συγκεκριμένη συνεδρίαση, εάν πρόκειται να συζητηθεί θέμα της ευθύνης τους ή εφόσον κρίνεται πως η παρουσία τους σε αυτήν επιβάλλεται από σημαντικούς πολιτικούς λόγους.*****
* Εχοντας ως μόνη πηγή νομιμοποίησης την προεδρική επιλογή ή εμπιστοσύνη, ο Πρωθυπουργός είναι προφανές πως δεν αλλοιώνει, δια της θεσμικής και πολιτικής του παρουσίας (που είναι καθαρά εκτελεστικού και ουσιαστικά διεκπεραιωτικού χαρακτήρα) τη φύση του συστήματος ως αμιγώς προεδρικού. Εκεί ακριβώς έγκειται η διαφορά με τα ημιπροεδρικά ή και πρωθυπουργοπροεδρικά επονομαζόμενα συστήματα. Σε αυτά ο πρωθυπουργός έχει αυτοτελή πολιτική νομιμοποίηση, βασιζόμενη στη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής, διαθέτει θεσμισμένες αρμοδιότητες και ουσιαστικό ρόλο που δεν καταργείται ολοσχερώς ούτε καν στις πιο «προεδρικές φάσεις» αυτών των ερμαφρόδιτων συστημάτων. (Για τα θέματα αυτά βλ Διαμαντόπουλου, Τα πολιτικά καθεστώτα, Δημοκρατίες και απολυταρχίες: οι γρίφοι της εξουσίας, οπ, 2008, σελ. 91επ και 102επ).
** Ο προσδιορισμός, με την προτεινόμενη συνταγματική διάταξη, του ανώτατου αριθμού των μελών του υπουργικού συμβουλίου αποβλέπει στο να διασφαλίσει ένα μίνιμουμ συλλογικότητας στη λειτουργία της κυβέρνησης (και κάποια συνεπεξεργασία της πολιτικής της) σε ένα σύστημα από τη φύση του ιδιαίτερα προσωποκεντρικό.
*** Για ορισμένους ειδικούς, πολιτικούς επιστήμονες ή συνταγματολόγους, η προσωπική διαφοροποίηση των φορέων της εκτελεστικής και αυτών της νομοθετικής λειτουργίας είναι συστατικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας των προεδρικών συστημάτων: χωρίς μια τέτοια διαφοροποίηση, υποστηρίζουν, δεν νοούνται τα συγκεκριμένα συστήματα (Βλ Verney, The Analysis of Political Systems, εκδ. Compton Printing Works, 1959 καθώς και Hague και Harrop, Συγκριτική Πολιτική και Διακυβέρνηση, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2005, σελ. 476). Πιο λογική, ωστόσο, φαίνεται η άποψη άλλων επιστημόνων που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ απαραίτητων συστατικών στοιχείων της έννοιας ενός συστήματος και συνήθων παρακολουθηματικών, πολιτικών ή θεσμικών, ρυθμίσεων που συνάδουν στη φύση του χωρίς, ωστόσο, να αποτελούν συστατικό του στοιχείο (με την έννοια πως το συγκεκριμένο σύστημα είναι νοητό και χωρίς τις εν λόγω, συνηθισμένες στην περίπτωσή του, θεσμικές ρυθμίσεις). Προφανές είναι πως για τους εκφραστές αυτής της άποψης το προσωπικό ασυμβίβαστο μεταξύ κοινοβουλευτικών προσώπων και υπουργών είναι μεν συνηθέστατη ρύθμιση στα προεδρικά συστήματα –και απολύτως συμβατή προς τη φύση τους- όχι όμως συστατικό στοιχείο της έννοιάς τους, όπως για παράδειγμα η απουσία της κοινοβουλευτικής αρχής, δηλαδή η μη εξάρτηση της κεντρικής τουλάχιστον έκφρασης της εκτελεστικής εξουσίας από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. (Βλ Lijphart, Democracies: Patterns of Majoritarian and Consensus Government in Twenty-one Countries, εκδ. Yale University Press, New Haven, 1984, σελ. 66επ.) Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ήδη η σχετική συζήτηση καθιστά, πιστεύουμε, προφανή τη λογική της πρότασής μας περί του ασύμβατου κοινοβουλευτικών και κυβερνητικών έργων σε ένα σύστημα προεδρικού χαρακτήρα.
**** Με την πρόβλεψη αυτή επιδιώκεται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές -και του πολιτικού- μάνατζμεντ η κυβερνητική πυραμίδα να οικοδομηθεί πάνω σε επάλληλους κύκλους ευθύνης. Ειδικότερα θεωρείται σκόπιμο ο τομέας εποπτείας του Προέδρου να περιοριστεί σε ανθρωπίνως εφικτά περιθώρια, επίσης δε να διασφαλιστεί η συνοχή της πολιτικής διεύθυνσης κάθε κυβερνητικού τομέα (πχ οικονομίας-ανάπτυξης, εσωτερικών-δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης, παιδείας-πολιτισμού-άθλησης, υγείας-πρόνοιας-κοινωνικής ασφάλισης, υποδομών, εξωτερικών-εθνικής άμυνας κοκ) και να αφαιρεθεί από τους υπουργούς το άλλοθι των «ακατάλληλων» συνεργατών ή μη συνεργάσιμων πολιτικών υφισταμένων. Βεβαίως, ουδείς αυταπατάται πως μια τέτοια συνταγματική πρόβλεψη, που μεταθέτει στους υπουργούς επικεφαλής των κυβερνητικών κύκλων την ευθύνη επιλογής των συνεργατών τους, ότι μπορεί να αφαιρέσει από τον Πρόεδρο ολοσχερώς τα πολιτικά μέσα επίδρασης στις επιλογές ή αντικαταστάσεις κυβερνητικών συνεργατών των υπουργών του. Προσανατολίζει, ωστόσο, τον κύκλο των δικών του ευθυνών στην παροχή των γενικών κυβερνητικών κατευθύνσεων προς τους υπουργούς και την ανθρωπίνως εφικτή άσκηση εποπτείας κυρίως επ’ αυτών. Παράλληλα, ως ευκρινώς συναγόμενο από το όλο πνεύμα της συγκεκριμένης διάταξης, εκρίθη περιττό να αναφερθεί ρητά πως υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ της άσκησης κοινοβουλευτικών καθηκόντων και αυτών του αναπληρωτή υπουργού ή υφυπουργού. Επειδή, ωστόσο, στον τόπο μας ακόμη και το αυτονόητο μπορεί να τεθεί υπό αίρεση, ίσως δεν θάταν παράλογη και γι’ αυτούς η ρητή αναφορά του ασυμβίβαστου.
***** Η συγκεκριμένη διατύπωση («δεν μετέχουν στο υπουργικό συμβούλιο… μπορεί να προσκληθούν σε συγκεκριμένη συνεδρίαση») επελέγη για να υποδηλώσει ότι οι συγκεκριμένοι κυβερνητικοί παράγοντες, ακόμη και αν προσκληθούν για τους αναφερόμενους λόγους σε κάποια από τις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, αυτό συμβαίνει κυρίως για να ενημερώνουν τα μέλη του επί θεμάτων της ευθύνης τους ή και για συμβολικούς λόγους, οπωσδήποτε όμως δεν μετέχουν στη διαμόρφωση της συλλογικής θέσης του οργάνου και στη χάραξη της γενικής κυβερνητικής πολιτικής.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο, συγκροτούμενο από Βουλή (ή Εθνική Αντιπροσωπεία) και Γερουσία. Ο αριθμός των βουλευτών κατά την πρώτη δεκαετία της ισχύος του παρόντος Συντάγματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 150, των δε γερουσιαστών τους 45, μετά δε την παρέλευση αυτού του διαστήματος τους 180 και 60 αντίστοιχα.*
Τα νομοθετήματα υιοθετούνται από τη Βουλή, εφόσον δεν προβλέπεται ειδική πλειοψηφία, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, καθίστανται δε νόμος του κράτους εφόσον, εντός 15 ημερών από την ψήφισή τους, η Γερουσία δεν εκφράσει με πλειοψηφία του συνόλου των μελών της αντιρρήσεις, παρατηρήσεις ή προτάσεις για τροπολογίες. Στην περίπτωση αυτή η Βουλή μπορεί να υιοθετήσει τις σχετικές τροπολογίες ή, εναλλακτικά, να προχωρήσει σε υπερψήφιση του νομοθετήματος στην αρχική του διατύπωση, όμως στην περίπτωση αυτή με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της. Εφόσον οι αντιρρήσεις ή οι τροπολογίες προσυπογράφονται από τουλάχιστον τα 3/4 των γερουσιαστών, τα νομοθετήματα μπορούν να υιοθετηθούν στην αρχική τους διατύπωση από τη Βουλή με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και όχι λιγότερους των 3/5 των παρόντων.
Με την εξαίρεση νομοσχεδίων που επάγονται δημοσιονομική επιβάρυνση του κράτους, για πρόταση των οποίων αρμοδιότητα έχουν μόνο οι φορείς της εκτελεστικής λειτουργίας, η Γερουσία διαθέτει παράλληλα προς τη Βουλή τη νομοθετική πρωτοβουλία και μπορεί οποτεδήποτε να αποστέλλει στην Εθνική Αντιπροσωπεία προτάσεις νόμων προς ψήφιση. Εφόσον η πρόταση προέρχεται τουλάχιστον από τα 2/3 των γερουσιαστών, η Βουλή μπορεί μόνο να την υιοθετήσει ως έχει, χωρίς τροποποιήσεις. Στην περίπτωση αυτή, ψηφιζόμενο το κείμενο, καθίσταται άμεσα νόμος του κράτους.**
Με όποιον, ωστόσο, από τους προβλεπόμενους στην προηγούμενη παράγραφο τρόπους και αν κινητοποιηθεί η νομοθετική διαδικασία και ολοκληρωθεί η υπερψήφιση από το Κοινοβούλιο ενός νομοθετήματος, η ισχύς του αναστέλλεται εφόσον ο Πρόεδρος ασκήσει, εντός επτά ημερών από την ψήφισή του, αρνησικυρία, οπότε αυτό υιοθετείται μόνον εάν υπερψηφιστεί και από τις δύο βουλές με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών τους.***
* Με την αρχική μεγάλη μείωση του αριθμού των κοινοβουλευτικών σε σχέση με τα μέχρι σήμερα κρατούντα επιδιώκεται όχι απλά να δοθεί ικανοποίηση στην παρούσα, στρεφόμενη κατά των πολιτικών, διάθεση της κοινωνίας, αλλά και να υπάρξει ευκαιρία διερεύνησης για ένα διάστημα της ποιοτικής λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών και οργάνων με αισθητά λιγότερα μέλη. Στη συνέχεια, εφόσον διαπιστωθεί δυσλειτουργία, προβλέπεται δυνατότητα, χωρίς να απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση, μικρής αύξησης του αριθμού τους σε αριθμό μάλιστα πολλαπλάσιο του 60, που είναι αριθμός εξαιρετικά διαιρετός και ως εκ τούτου προσφερόμενος για τη διαμόρφωση των διαφόρων ειδικών πλειοψηφιών (βλ κατωτέρω) καθώς και για τη συγκρότηση των κοινοβουλευτικών επιτροπών.
** Είναι προφανές πως, εφόσον το νομοθέτημα ψηφίστηκε με την ακριβή διατύπωση που πρότεινε η Γερουσία, δεν έχει νόημα να επανεξεταστεί από αυτήν.
*** Ουσιαστικά, σύμφωνα με την πρότασή μας, η άσκηση προεδρικού βέτο είναι η μόνη περίπτωση όπου καθίσταται η Γερουσία ισότιμος με τη Βουλή παράγων της νομοθετικής λειτουργίας. Πάντως, σύμφωνα με την πρότασή μας, για την υπερκέραση του προεδρικού βέτο δεν απαιτείται ιδιαίτερα αυξημένη πλειοψηφία των μελών του κοινοβουλίου, για τρεις λόγους: Πρώτον, για να προστατευθεί η ευρισκόμενη στον πυρήνα του προεδρικού συστήματος διάκριση των δύο λειτουργιών, χωρίς υπέρμετρη ποδηγέτηση της νομοθετικής από την εκτελεστική. Δεύτερον, επειδή η διενέργεια των κοινοβουλευτικών εκλογών πάντα με αναλογικό σύστημα (βλ κατωτέρω), όπως άλλωστε και το σύγχρονο των προεδρικών με τις κοινοβουλευτικές εκλογές, καθιστά απίθανη την ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας «μετωπικά» αντίθετης στον Πρόεδρο. Και τρίτον, η εμπλοκή στην υπερκέραση της προεδρικής αρνησικυρίας και της Γερουσίας διασφαλίζει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της «νομοθετικής άμυνας» του Προέδρου, εφόσον ο ίδιος μετέχει, σε κάποιο βαθμό (βλ κατωτέρω), στη συγκρότηση αυτού του οργάνου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από το λαό, με σχετική πλειοψηφία, για πέντε έτη την πρώτη Κυριακή του πρώτου Νοεμβρίου μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος Συντάγματος, αναλαμβάνει δε καθήκοντα την πρωτοχρονιά που ακολουθεί.* Για τις επόμενες εκλογές, κατά παρέκκλιση της γενικής αναθεωρητικής διαδικασίας του άρθρου Χ+ψ, με πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου τόσο των βουλευτών όσο και των γερουσιαστών, μπορεί να προβλεφθεί πως για την ανάδειξη Προέδρου θα απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρως ψηφιζόντων πολιτών, επιτρεπομένης της υιοθέτησης τόσο του συστήματος της επαναληπτικής εκλογής (δευτέρου γύρου) μεταξύ των δύο προπορευομένων στον πρώτο γύρο όσο και αυτού της μεταφερόμενης (ή εναλλακτικής) ψήφου.**
Ουδείς επιτρέπεται να εκλεγεί πρόεδρος για περισσότερες από δύο συνεχόμενες θητείες, ακόμη και εάν η μια εξ αυτών δεν είναι πλήρης.***
Δικαίωμα να είναι υποψήφιος πρόεδρος έχει οποιοσδήποτε προτείνεται από τουλάχιστον το 1% των μελών ενός σώματος συγκροτούμενου από όσους είναι ή έχουν διατελέσει κατά την τελευταία δεκαετία βουλευτές, γερουσιαστές, περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες ή δήμαρχοι πόλεων υπερβαινουσών τους 30000 δημότες.****
Το ίδιο δικαίωμα έχει επίσης οποιοσδήποτε προτείνεται από τουλάχιστον 150000 εκλογείς, σύμφωνα με διαδικασία που θα ορίσει νόμος ψηφιστέος το αργότερο εντός διμήνου από της εκλογής του πρώτου κοινοβουλίου σύμφωνα προς τις διατάξεις του παρόντος.*****
* Ο λόγος που για τις πρώτες προεδρικές εκλογές υιοθετείται το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας –αλλά και προβλέπεται αυξημένη πλειοψηφία για να μεταβληθεί στο μέλλον το συγκεκριμένο σύστημα- είναι πως με αυτό αποδυναμώνεται η «δύναμη εκβιασμού» των μικρών και περιθωριακών πολιτικών δυνάμεων, το δε εκλογικό σώμα ωθείται σε πιο υπεύθυνες επιλογές, εκλογική συμπεριφορά που θα μπορούσε να συμβάλει στην κοινωνική νομιμοποίηση ενός πολιτικού συστήματος χωρίς ιστορικές ρίζες στον τόπο μας, όπως είναι το προεδρικό. Ολες, άλλωστε, οι συγκριτικές μετρήσεις έχουν δείξει ότι όταν η προεδρική εκλογή γίνεται με σχετική πλειοψηφία, με δεδομένη την αναπόφευκτη στην περίπτωση αυτή εξ αρχής «συγκέντρωση» και των υποψηφιοτήτων και των ψήφων, ο εκλεγόμενος παίρνει πολύ υψηλότερο κατά μέσο όρο ποσοστό από τις αρχικές προτιμήσεις που παίρνει ο τελικός νικητής στα συστήματα εκλογής με απόλυτη πλειοψηφία (βλ. συγκριτικά συμπεράσματα σχετικών ερευνών στο Shugart και Carey, Presidents and Assemblies: Constitutional Design and Electoral Dynamics, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge, 1992, σελ. 211). Ακραίο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ που στο δεύτερο γύρο των εκλογών του 2002, με αντίπαλο τον Λεπέν, πήρε ποσοστό κοντά στο 82%, είχε προτιμηθεί στον πρώτο γύρο μόλις από περίπου 19% των ψηφισάντων συμπατριωτών του. Μάλιστα, κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών ως «γύρο της πλάκας», επειδή η κοινωνική συνείδηση ότι σε αυτόν δεν εκλέγεται πρόεδρος (αλλά γίνεται απλά μια προεπιλογή υποψηφίων και καταγραφή συσχετισμού δυνάμεων) ωθεί αρκετούς εκλογείς σε ψήφο διαμαρτυρίας, έκφρασης μια πολύ ειδικής προτίμησης ή ακόμη και διακωμώδησης της όλης διαδικασίας. Αντίθετα, όταν προβλέπεται εκλογή του σχετικά πλειοψηφούντος στον ένα και μοναδικό γύρο των εκλογών, το ποσοστό του εκλεγόμενου σπανιότατα είναι κάτω του 45%, κατά μέσο όρο δε αγγίζει το 50%, για την ακρίβεια είναι 49,7% (στο ίδιο).
** Ο λόγος που επιλέγεται να γίνει συγκεκριμένη αναφορά σ’ αυτές τις δύο συνηθέστερες –ουσιαστικά τις μόνες λειτουργικές εφόσον πρόκειται για άμεση εκλογή από το λαό- μεθόδους επίτευξης της απόλυτης πλειοψηφίας είναι, σε περίπτωση που στο μέλλον η κοινωνική, πολιτική ή δημοσιογραφική πίεση καταστήσουν αναπόφευκτη μιας τέτοια εξέλιξη, να διεξαχθεί μια ευρεία ενώπιον της κοινωνίας συζήτηση για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της καθεμιάς τους. Σημειωτέον πως η σύγκρισή τους γίνεται μόνον υποτυπωδώς –σήμερα, δε, θα έλεγα: και όχι ιδιαίτερα επιτυχώς- στο μοναδικό ίσως στην ελληνική βιβλιογραφία έργο που τις αναλύει κάπως εμπεριστατωμένα, δηλαδή στο δικό μου για τα εκλογικά συστήματα (βλ Θ. Διαμαντόπουλος, Εκλογικά συστήματα, Θεωρία και πρακτικές εφαρμογές: Ανάδειξη κοινοβουλίων και Προέδρων Δημοκρατίας-Συγκριτική προσέγγιση, εκδ. Πατάκη, 4η έκδοση, Αθήνα, 2004, σελ. 60-71).
*** Προσωπική μου άποψη είναι πως, ως προς το ζήτημα της επανεκλογιμότητας του Προέδρου, προκριτέο θα ήταν ο εξερχόμενος κάτοχος του αξιώματος να μην είναι ποτέ άμεσα επανεκλόγιμος (ρύθμιση που υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής όπως τη Βραζιλία και παλαιότερα την Αργεντινή). Και τούτο διότι άμεση επανεκλογιμότητα ωθεί συχνά τους θεσμικούς φορείς του αξιώματος σε πολιτικές επιλογές βραχυπρόθεσμες και προσανατολισμένες στη διασφάλιση της επανεκλογής τους. Πλήρης, δε, απαγόρευση επανεκλογής του στο μέλλον -μετά από μια θητεία, όπως στο Μεξικό, ή δύο, όπως πχ στις ΗΠΑ- καθιστά τον Πρόεδρο, και κυρίως τους πολιτικούς του συνεργάτες, προς το τέλος της θητείας αδιάφορους για παραγωγή επίμοχθου πολιτικού έργου. Γενικότερα, δε, είναι σημαντικό το ότι με τέτοιες ρυθμίσεις εκλείπει ολοσχερώς η λεγόμενη «accountability», η «καταλογισιμότητα» πολιτικών ευθυνών, η ικανότητα με άλλα λόγια του εκλογικού σώματος να αξιολογήσει, με το θετικό ή αρνητικό προσανατολισμό της ψήφου του, την ποιότητα ενός εξουσιαστικού σχήματος. Ενώ η χωρίς περιορισμούς ως προς τον ανώτατο αριθμό θητειών επανεκλογιμότητα, που δεν επιτρέπεται ωστόσο να είναι άμεση -με την έννοια της απαγόρευσης δύο συνεχόμενων θητειών- υποτίθεται ότι προσανατολίζει τον «αιρετό μονάρχη» σε παραγωγή έργου που δεν υπαγορεύεται από εκλογικίστικα κίνητρα και δεν απευθύνεται σε στοχευμένες εκλογικές πελατείες, απαιτεί αντίθετα μια χρονική ωρίμανση για την καρποφορία του και είναι μεσομακροπρόθεσμα πιο ωφέλιμο για τον τόπο (επιτρέποντας, ταυτόχρονα, και στον εκφραστή μιας τέτοιας πολιτικής κάποια στιγμή στο μέλλον να ξανακαρπωθεί εκλογικά τα αποτελέσματά της). Ωστόσο στη θεσμική μας πρόταση αναφέρουμε δυνατότητα δύο συνεχών θητειών για δύο λόγους: και γιατί η μη επανεκλογιμότητα ενός δημοφιλούς Προέδρου έχει, στις χώρες όπου ίσχυσε, δημιουργήσει κάποιες φορές προβλήματα. Και γιατί, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν λογικό και σκόπιμο να υιοθετηθεί θητεία χρονικά πιο επιμηκυμένη, προκειμένου να υπάρχει επαρκής χρόνος για να εναποτεθεί το αποτύπωμα μιας πολιτικής, κάτι που θα καθιστούσε πρακτικά αδύνατον το σύγχρονο των προεδρικών με τις κοινοβουλευτικές εκλογές (ένα εξαιρετικά μακρόβιο κοινοβούλιο με θητεία σταθερής διάρκειας θα έχανε πιθανότατα προς το τέλος την κοινωνική του νομιμοποίηση, με αποτέλεσμα να ενισχύεται ενδεχομένως η «πεζοδρομιακή αντιπολίτευση»).
**** Βεβαίως, με δεδομένο πως οι θεσμοί του περιφερειάρχη και του αντιπεριφερειάρχη είναι δημιούργημα του κοινού νομοθέτη, που θα μπορούσαν ίσως να καταργηθούν στο μέλλον από αυτόν αντικαθιστάμενοι από κάποιον άλλο θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, για να μην υποστηριχθεί ότι τους δίδεται a posteriori συνταγματική υπόσταση και κατοχύρωση ενδεχομένως θα ήταν σκόπιμο να υιοθετηθεί μια πιο «ουδέτερη» ή γενική διατύπωση του τύπου «Δικαίωμα να είναι υποψήφιος Πρόεδρος έχει οποιοσδήποτε προτείνεται από τουλάχιστον το 1% ενός σώματος συγκροτούμενου από όσους είναι ή έχουν διατελέσει κατά την τελευταία δεκαετία βουλευτές, γερουσιαστές ή, ως μονοπρόσωπα όργανα, αιρετοί παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης σε αυτοδιοικητικές μονάδες όπου ψηφίζουν τουλάχιστον 30000 εκλογείς». Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη περιοριστική προϋπόθεση για την υποβολή προεδρικής υποψηφιότητας προκρίνεται και προτείνεται αφενός μεν για να περιοριστεί ο αριθμός των γραφικών και προκλητικών περιπτώσεων, που θα ευτέλιζαν τη διαδικασία, καθώς και όσων θα αποσκοπούσαν αποκλειστικά στην πρόκληση θορύβου, συχνά μέσα από την προβολή εξαιρετικά εξειδικευμένων θεμάτων (πχ δικαιώματα ομοφυλοφίλων κλπ), αφετέρου δε για να διευκολυνθεί η εμβάθυνση του πολιτικού διαλόγου και η πρόσληψη από τους πολίτες των διαφορών και των προτεραιοτήτων των επιμέρους προτάσεων. Παράλληλα τα προεδρικά συστήματα έχουν χαρακτηριστεί, από έναν παλιό αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, τον Walter Mondale, ως «self-nomination systems» και οι διεκδικητές της κορυφής της εξουσίας σε αυτά θεωρούνται περισσότερο «προϊόντα επικοινωνιακά» μάλλον παρά πολιτικά: κάποιος ευφραδής, με κεφάλαια και έλεγχο μέσων του Τύπου ή έστω πρόσβαση στους γνωμοδιαμορφωτικούς μηχανισμούς θα μπορούσε να εμφανιστεί ως σοβαρή υποψηφιότητα, έστω και αν δεν έχει ούτε καν υποτυπωδώς δοκιμαστεί στις πολιτικές διαδικασίες και δεν έχει γίνει στοιχειωδώς αποδεκτός από το πολιτικό σύστημα. Η προτεινόμενη, ως προϋπόθεση καθόδου κάποιου σε προεδρική εκλογή, αποδοχή και στήριξή του από ένα ελάχιστο τμήμα του πολιτικού κόσμου θεωρείται πως θα μπορούσε να διασφαλίσει κάποιο «φιλτράρισμα» και προαξιολόγηση των υποψηφιοτήτων, χωρίς κάτι τέτοιο να οδηγεί σε διευκόλυνση του πολιτικού φατριασμού, αλλά ούτε σε παρεμπόδιση της εμφάνισης υποψηφίων που έχουν κάποια, όχι περιθωριακή, πολιτική δυναμική και κοινωνική στήριξη.
***** Παρά την αιτιολόγηση που προβάλαμε για την πρόταση του αμέσως προηγουμένου εδαφίου του παρόντος άρθρου –δηλαδή ένα είδος «κοοπτάτσιας» των προεδρικών υποψηφίων από την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα- θεωρούμε ωστόσο πως σε μια προεδρική δημοκρατία, η οποία από τη φύση της βασίζεται στην άμεση σχέση αιρετού εξουσιαστή και λαού, δεν θα έπρεπε να εμποδιστεί πλήρως η κάθοδος στις εκλογές κάποιου, ενδεχομένως πλήρως στερούμενου ερεισμάτων στο πολιτικό σύστημα, πλην όμως με αδιαμφισβήτητη απήχηση σε ένα όχι αμελητέο τμήμα του εκλογικού σώματος. Η απαίτηση 150000 «προτεινουσών» υπογραφών σε ένα εκλογικό σώμα σαν αυτό της χώρας μας –περίπου το 2% των ψηφιζόντων ή το 1,5% των εχόντων το σχετικό δικαίωμα- παρέχει, θεωρούμε, επαρκή εγγύηση πως δεν θα πρόκειται για γραφική ή περιθωριακή υποψηφιότητα, ενώ υποδηλώνεται έτσι και ο συνταγματικός σεβασμός προς την «αυτενεργούσα κοινωνία».
Αρθρο Χ+3
Εκλογή, αρμοδιότητες και αντικατάσταση Αντιπροέδρου
Σε κοινό ψηφοδέλτιο με τον Πρόεδρο εκλέγεται και Αντιπρόεδρος. Ο Αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για το διάστημα που απομένει μέχρι την κανονική λήξη της θητείας του, σε περίπτωση έκλειψης, παραίτησης, μόνιμης αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων του ή καθαίρεσής του με τη διαδικασία του άρθρου Χ+5, τον αναπληροί δε σε περίπτωση προσωρινού κωλύματος.* Επιπλέον ο Πρόεδρος μπορεί να του αναθέτει αποστολές ή οποιαδήποτε καθήκοντα κρίνει σκόπιμο, σύμφωνα με τις περιστάσεις, πλην αυτών του πρωθυπουργού ή υπουργού.**
Αν εκλείψει, παραιτηθεί ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο απολέσει το αξίωμά του ο Αντιπρόεδρος, ο Πρόεδρος προτείνει στο Κοινοβούλιο νέο Αντιπρόεδρο, για το υπόλοιπο της προεδρικής θητείας, ο οποίος εκλέγεται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών και γερουσιαστών σε κοινή συνεδρίαση. Εφόσον η πλειοψηφία αυτή δεν επιτευχθεί, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μετά από πέντε ημέρες, αν δε εκ νέου δεν πληρωθεί η θέση, είτε διεξάγεται, μετά από πέντε ημέρες, νέα ψηφοφορία με τον Πρόεδρο να προτείνει τότε άλλον υποψήφιο, είτε καλεί εντός είκοσι ημερών τον λαό στις κάλπες προκειμένου αυτός να αποφασίσει για την αρχική του πρόταση. Στην περίπτωση αυτή ο προτεινόμενος υποψήφιος θεωρείται εκλεγείς, εφόσον οι θετικές υπέρ του προσώπου του ψήφοι υπερβαίνουν τις λευκές.*** Εφόσον δεν τελεσφορήσει η εκλογή του προταθέντος, προκηρύσσονται προεδρικές εκλογές για εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου για το υπολειπόμενο μέρος της θητείας. Ταυτόχρονα, στην περίπτωση αυτή, διεξάγονται και κοινοβουλευτικές εκλογές για το υπόλοιπο μέρος της θητείας του Κοινοβουλίου.****
* Στο σημείο αυτό, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να καταγραφούν οι προεδρικές αρμοδιότητες (πχ κήρυξη πολέμου κλπ) που δεν επιτρέπεται να ασκήσει ο Αντιπρόεδρος, ή επιτρέπεται να ασκήσει μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις και διαδικασίες, κατά τη φάση της προσωρινής αναπλήρωσης του κωλυόμενου Προέδρου.
** Ο αποκλεισμός της σύμπτωσης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του Πρωθυπουργού με τον Αντιπρόεδρο μάς φαίνεται λογικός, εφόσον στη φύση του ρόλου του δεύτερου είναι –όχι να βοηθά στον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, αλλά- να παρέχει ενδεχόμενη επικουρία στον Πρόεδρο με ειδικές αποστολές, κυρίως, στη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας.
*** Ο λόγος που εν προκειμένω προτείνεται μια «δημοψηφισματικού χαρακτήρα» κλειστή εκλογική διαδικασία, με μοναδικό υποψήφιο τον προτεινόμενο από τον Πρόεδρο, και όχι μια ανοικτή ανταγωνιστική εκλογή, είναι για να διαταράσσεται όσο γίνεται λιγότερο η κανονικότητα του εκλογικού κύκλου καθώς και η δεσπόζουσα πολιτική παρουσία του Προέδρου καθ’ όλη τη θητεία του. Εξάλλου θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να προκύψει ποτέ ανάγκη προσφυγής στη συγκεκριμένη διαδικασία.
**** Στη συγκεκριμένη όλως εξαιρετική περίπτωση προτείνεται η πρόωρη διάλυση του κοινοβουλίου, ώστε να αντικινητροδοτούνται οι κοινοβουλευτικοί να χρησιμοποιούν στρεψόδικα ενδεχόμενη ανάγκη πρόωρης και ξεχωριστής εκλογής Αντιπροέδρου (η οποία, τις περισσότερες φορές, θα έχει προκύψει «εξ ιστορικού ατυχήματος», πχ θανάτου ή βαριάς ασθένειας του κατόχου του αξιώματος κλπ) για να ελέγξουν και να πιέσουν, πέραν του πνεύματος του Συντάγματος, την εκτελεστική εξουσία ως προς τις κεντρικές πολιτικές της επιλογές. Ταυτόχρονα η ανανέωση του Κοινοβουλίου κρίνεται επιβεβλημένη από το γεγονός πως, όπως εύλογα μπορεί να υποτεθεί, η περαιτέρω συνεργασία του προηγούμενου Κοινοβουλίου με τον Πρόεδρο, σε μια τέτοια περίπτωση πρόκλησης οξύτατης μεταξύ τους αντιπαράθεσης, θα είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολη.
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές διεξάγονται πάντα ταυτόχρονα με τις προεδρικές, η δε θητεία και των δύο σωμάτων του Κοινοβουλίου, πλην της ειδικής περιπτώσεως του τελευταίου εδαφίου της τελευταίας παραγράφου του προηγούμενου άρθρου, είναι πενταετής.*
Οι βουλευτές εκλέγονται εν μέρει σε μονοεδρικές ή ολιγοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και εν μέρει σε εθνική βάση ή σε επικαθείμενες μείζονες περιφέρειες, πάντοτε χωρίς σταυρό προτίμησης. Ο επιμερισμός των βουλευτών των μειζόνων περιφερειών θα γίνεται κατά τρόπον ώστε, με δεδομένο το αποτέλεσμα στις μονοεδρικές ή ολιγοεδρικές, να επιτευχθεί επί της συνολικής σύνθεσης του κοινοβουλίου αναλογική κατανομή των εδρών μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων.** Εν τη εννοία του παρόντος αναλογική κατανομή των εδρών σημαίνει ότι, εφόσον ο νόμος θέτει ελάχιστο όριο εθνικού εκλογικού ποσοστού ως προϋπόθεση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης ενός κόμματος ή εκλογικού σχήματος, αυτό απαγορεύεται να είναι υψηλότερο του 5%.*** Μεταξύ δε των κομμάτων ή εκλογικών σχημάτων που εξασφαλίζουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αυτή, ως ποσοστιαία αναλογία επί του συνόλου των μελών της Βουλής, δεν επιτρέπεται να αποκλίνει πέραν του 5% του εκλογικού ποσοστού του κόμματος ή του εκλογικού σχήματος.****
Ως προς τη συγκρότηση της Γερουσίας ισχύουν τα ακόλουθα:***** Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διορίζει δύο μέλη της. Οι πρώην Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι εκλεγέντες σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο παρόν Σύνταγμα διαδικασίες, είναι ισόβιοι γερουσιαστές. Οι έχοντες διατελέσει επί τριετία τουλάχιστον πρωθυπουργοί ή υπουργοί εξωτερικών είναι επίσης μέλη της Γερουσίας της οποίας η θητεία άρχεται μετά την απώλεια της ιδιότητάς τους, καθώς και της αμέσως επόμενης.****** Νόμος εκχωρεί σε επιστημονικούς φορείς την αρμοδιότητα να επιλέγουν μέχρι το 1/5 των μελών της Γερουσίας.******* Οι υπόλοιποι γερουσιαστές εκλέγονται με άμεση καθολική ψηφοφορία σε εθνική λίστα, με αναλογική κατανομή -εν τη εννοία της προηγούμενης παραγράφου- μεταξύ των μετεχόντων κομμάτων ή εκλογικών σχημάτων. Για την ανάδειξή τους επιτρέπεται να τίθεται ένας το πολύ σταυρός προτίμησης.*********
*Η πρόταση του συγχρόνου των προεδρικών και των κοινοβουλευτικών εκλογών γίνεται αφενός μεν για να διασφαλιστεί κατά το δυνατόν το ομότροπο των δύο πολιτικών πλειοψηφιών, ώστε η εκτελεστική εξουσία να μην αντιμετωπίζει στις νομοθετικές της πρωτοβουλίες συστηματική εναντίωση από μια ενδεχομένως εχθρική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφετέρου δε για να αποφευχθεί η σύντμηση του εκλογικού κύκλου που θα συνεπαγόταν πιο συχνές διαταραχές στην κανονική λειτουργία της οικονομίας μέσα από τον πολλαπλασιασμό των προεκλογικών περιόδων και παροχών.
** Ο λόγος που προκρίνεται η δέσμευση του κοινού από τον συνταγματικό νομοθέτη για υιοθέτηση αναλογικού εκλογικού συστήματος είναι, πέρα από τη διασφάλιση της πολιτικής και κομματικής «βιοποικιλότητας» του κοινοβουλίου, να διευκολύνεται η προώθηση, έστω με τους απαραίτητους συμβιβασμούς και συνθέσεις, των νομοθετικών πρωτοβουλιών της εκτελεστικής εξουσίας καθώς και, κυρίως, η αποφυγή δημιουργίας συμπαγούς αντι-προεδρικού μετώπου στην απίθανη περίπτωση που, με ένα άλλο εκλογικό σύστημα εμπλουτισμένο με περισσότερα πλειοψηφικά στοιχεία, θα μπορούσε να προκύψει συμπαγής κοινοβουλευτική πλειοψηφία πολιτικά αντίθετη προς τον πρόεδρο. Ο λόγος, δε, που κρίνεται σκόπιμο ο συνταγματικός νομοθέτης να παροτρύνει έμμεσα τον εκλογικό νομοθέτη να υιοθετήσει, ειδικότερα, τη γερμανική εκδοχή της αναλογικής ή κάποια παραλλαγή της είναι διότι έτσι διασφαλίζεται η εγγύτητα της κοινωνίας με ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής της εκπροσώπησης -«προσωποποιημένη αναλογική» ονομάζεται συνήθως το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας-, κάτι που εν μέρει αμβλύνει τις αρνητικές, κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο των ψηφοφόρων, συνέπειες της κατάργησης του σταυρού προτίμησης. (Αναλυτικότερα για τη λογική και τις ειδικότερες στοχεύσεις ενός τέτοιου συστήματος βλ. Θ. Διαμαντόπουλος, Ο νέος εκλογικός νόμος: προβλήματα και διλήμματα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2009.) Τέλος, η προτεινόμενη στο άρθρο διατύπωση -«ως προϋπόθεση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης ενός κόμματος ή εκλογικού σχήματος»- θεωρούμε πως αποκλείει τη διαφοροποίηση των διεκδικητών της λαϊκής ψήφου ως προς το ύψος του τυχόν θεσπιζόμενου ελάχιστου ορίου κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης: αυτό πρέπει να είναι το ίδιο είτε πρόκειται για αυτονόμως κατερχόμενα κόμματα είτε πρόκειται για πολυκομματικούς εκλογικούς συνασπισμούς.
*** Με την παροχή της δυνατότητας στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει ένα εύλογο ελάχιστο όριο εκπροσώπησης υποδηλώνεται πως η αναλογικότητα στη σύνθεση του κοινοβουλίου, η οποία επιβάλλεται από την όλη φιλοσοφία της θεσμικής αρχιτεκτονικής που συζητείται εδώ και αναπτύχθηκε στην προηγούμενη σημείωση, δεν αναιρείται από τον ενδεχόμενο αποκλεισμό από το κοινοβούλιο τελείως περιθωριακών ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών δυνάμεων. Εφόσον, μάλιστα, υιοθετηθεί το γερμανικό μοντέλο, δεν θα εμποδίζεται η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πολιτικών κινήσεων πλειοψηφικών σε τοπικό επίπεδο, όσο μικρή και αν είναι η απήχησή τους σε εθνική κλίμακα (γιατί, στην περίπτωση αυτή, το ελάχιστο όριο θα ισχύει μόνο για την αναλογική εκπροσώπηση και όχι για την ανάδειξη βουλευτών στις μονοεδρικές ή ολιγοεδρικές περιφέρειες).
**** Γίνεται αναφορά σε απόκλιση έως 5% από το εκλογικό ποσοστό και όχι σε υπερεκπροσώπηση ή υποεκπροσώπηση έως 5 ποσοστιαίες ή εκατοστιαίες μονάδες. Επομένως ένα κόμμα που ψηφίστηκε, για παράδειγμα, από το 20% του εκλογικού σώματος θα πρέπει να εκλέξει (όχι από 15 έως 25%, αλλά) από 19 έως 21% των βουλευτών, ένα κόμμα που πήρε το 40% των ψήφων θα πάρει (όχι από 35 έως 45%, αλλά) από το 38 έως το 42% των βουλευτών κοκ, συν βέβαια την πιθανή υπερεκπροσώπηση η οποία θα δικαιολογείται από το ποσοστό του εκλογικού σώματος που θα έχει ψηφίσει εκλογικά σχήματα υπολειφθέντα του (ενδεχόμενου) ελάχιστου ορίου εκπροσώπησης. Δηλαδή η αντιπροσώπευση των κοινοβουλευτικών κομμάτων θα ενσωματώνει, αναλογικά πάντα, ως ποσοστό και τη λεγόμενη «αναντιπροσώπευτη ψήφο».
***** Οσον αφορά στις νομοθετικές αρμοδιότητες της Γερουσίας βλ. ανωτέρω άρθρο Χ+1. Βέβαια στη Γερουσία ή τον Πρόεδρό της θα μπορούσε επίσης να δοθεί κάποιος λόγος, παράλληλα ασφαλώς προς αυτόν που θα έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Βουλή (ή ο Πρόεδρός της), για τη συγκρότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του άρθρου Χ+ψ. Το συγκεκριμένο δικαστήριο γίνεται αντιληπτό ως πολιτικοδικαστικό όργανο και, επομένως, στη συγκρότησή του είναι λογικό να μετέχουν εκπρόσωποι και των άλλων λειτουργιών του κράτους. Αλλωστε αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες όπου υφίσταται ένας τέτοιος θεσμός-κριτής της συνταγματικής λειτουργίας των άλλων οργάνων.
****** Κρίνεται πως δεκαετής κοινοβουλευτική παρουσία αυτών των πρώην κυβερνητικών αξιωματούχων, οι οποίοι ενδεχομένως δεν θα έχουν περιβληθεί ποτέ με άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, είναι επαρκής για να συνεισφέρουν στο νομοθετικό έργο την πολιτική τους εμπειρία.
******* Ενδεχομένως θα ήταν σκόπιμο ανάλογο δικαίωμα επιλογής ενός πολύ μικρού αριθμού γερουσιαστών, πχ έως το 1/10 ή το 1/15 του συνόλου, να παραχωρηθεί και στις μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις ή συνομοσπονδίες.
******** Ενώ η παροχή στον εκλογέα του δικαιώματος να σταυροδοτεί έναν υποψήφιο γερουσιαστή από την εθνική λίστα (ενδεχομένως ο σταυροδοτούμενος να θεωρείται πως τίθεται επικεφαλής της λίστας κατ’ ανατροπή της σειράς που έχει διαμορφώσει το κόμμα) δεν κρίνεται πως μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη πελατειακών δικτύων εθνικής κλίμακας ή ρουσφετολογικών πρακτικών ούτε να οδηγήσει σε ενδοκομματικούς «εμφύλιους», μπορεί αντίθετα να διευκολύνει την ανάδειξη εθνικού βεληνεκούς πολιτικών μεγεθών, που πιθανότατα θα διεκδικήσουν στο μέλλον την προεδρία («futures presidentiables»).
Εφόσον το προβλεπόμενο στο άρθρο Χ+ψ του παρόντος Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι ο Πρόεδρος παραβιάζει εκ προθέσεως τη συνταγματική νομιμότητα μπορεί να ζητήσει από τη Βουλή την καθαίρεσή του. Την ίδια πρόταση, με πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της, μπορεί να κάνει και η Γερουσία, εφόσον κρίνει ότι η προεδρική πολιτική παραβλάπτει σημαντικά τα μεσομακροπρόθεσμα συμφέροντα του τόπου. Στις περιπτώσεις αυτές η Βουλή, επιλαμβανόμενη σχετικά, μπορεί να καθαιρέσει τον Πρόεδρο με πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των μελών της.* Σε περίπτωση που η πρόταση καθαίρεσης προέρχεται από τη Γερουσία, μπορεί να αφορά και στον Αντιπρόεδρο, οπότε η Βουλή μπορεί να καθαιρέσει και τους δύο με μια ενιαία ψηφοφορία, εφόσον η σχετική πρόταση υπερψηφιστεί τουλάχιστον από τα 2/3 του συνόλου των βουλευτών.** Στην περίπτωση αυτή διεξάγονται προεδρικές εκλογές για το υπολειπόμενο μόνο μέρος της προεδρικής θητείας.***
Η ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται επίσης σε κάθε περίπτωση που προκύψει ανάγκη αντικατάστασης του φορέα του προεδρικού αξιώματος σε στιγμή που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν υπάρχει Αντιπρόεδρος. Σε μια τέτοια περίπτωση, έως την ανάδειξη νέου Προέδρου, προεδρικά καθήκοντα ασκεί ο Πρόεδρος της Γερουσίας, αυτού δε κωλυομένου ο Πρόεδρος της Βουλής.
*Με την πρόβλεψη αυτή επιδιώκεται η ασφάλεια εξουσίας που εκ της φύσεώς του παρέχει το προεδρικό σύστημα (προκειμένου η εκτελεστική λειτουργία να μπορεί να ανθίσταται αποτελεσματικότερα στις κάθε λογής πιέσεις επιμέρους ομάδων και συμφερόντων) να μην οδηγεί σε –δυνητικά «κρισογόνο»- απόλυτη θεσμική ακαμψία. Κρίνεται, επομένως σκόπιμο να δημιουργηθούν κάποιες ασφαλιστικές δικλίδες ώστε, σε περιπτώσεις θεσμικών εκτροπών ή ακραίων οιονεί «μοναρχικού τύπου» πολιτικών συμπεριφορών καθώς και επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας που δεν διαθέτουν ούτε ένα ελάχιστο κοινωνικής συναίνεσης, να υπάρχει μια εξαιρετική δυνατότητα ενός επίσης λαϊκά νομιμοποιημένου οργάνου να δρομολογεί και να αποφασίζει την έκπτωση και αντικατάσταση του κεντρικού πυλώνα της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτονόητα, ωστόσο, αυτή η διαδικασία προβλέπεται να μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με μια ειδική, αυξημένη, πλειοψηφία, ώστε να είναι προφανές πως πρόκειται για ένα έσχατο μέσο άμυνας του συστήματος σε περίπτωση πλήρους πολιτικής εμπλοκής και προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία εντονότατων συγκρουσιακών καταστάσεων (με πιθανή εμπλοκή και της κοινωνίας), όχι δε για εισαγωγή της, ασύμβατης προς τη φύση του προεδρικού συστήματος, κοινοβουλευτικής αρχής.
** Η πρόβλεψη αυτή κρίθηκε σκόπιμη για να υπάρχει μια διέξοδος στην περίπτωση που η εναντίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της εθνικής αντιπροσωπείας προς την προεδρική πολιτική είναι απόλυτη, με αποτέλεσμα να θεωρείται δύσκολη η συνεργασία του δεδομένου Κοινοβουλίου ακόμη και με τον Αντιπρόεδρο. Αυτός, ως επιλογή του Προέδρου και εκλεγείς σε ενιαίο ψηφοδέλτιο με αυτόν βάσει, λογικά, μιας κοινής πολιτικής πρότασης και πλατφόρμας, είναι ενδεχόμενο να κριθεί ότι δεν παρέχει εχέγγυα ουσιαστικής διαφοροποίησης από την αποδοκιμασθείσα, με τόσο μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κυβερνητική πολιτική.
***Δεδομένης της εύλογης προσδοκίας πως προσφυγή στη διαδικασία του συγκεκριμένου άρθρου μπορεί να προκύψει μόνο εξαιρετικά σπάνια, κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταραχθεί η κανονικότητα του πολιτικού κύκλου.
- *Διαμαντόπουλος, Θανάσης, Τα πολιτικά καθεστώτα, Δημοκρατίες και απολυταρχίες: οι γρίφοι της εξουσίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2008.
- *Διαμαντόπουλος, Θανάσης, Ο νέος εκλογικός νόμος: προβλήματα και διλήμματα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2009.
- *Διαμαντόπουλος, Θανάσης, Εκλογικά συστήματα, Θεωρία και πρακτικές εφαρμογές: Ανάδειξη κοινοβουλίων και Προέδρων Δημοκρατίας-Συγκριτική προσέγγιση, εκδ. Πατάκη, 4η έκδοση, Αθήνα, 2004.
- *Διαμαντόπουλος, Θανάσης, «Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα. Ανάγκη και αναζήτηση θεσμικής αναζωογόνησης», Εμφαση, 1, 1999, σελ. 82-87.
- *Μαρίνος-Διαμαντόπουλος-Εφραίμογλου-Καζάκος-Τήνιος, Συνταγματική Αναθεώρηση: Για ανταγωνιστική οικονομία σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, 2007.
- *Blais, Andre, Louis Massicotte, Agnieska Dobrynska, «Direct Presidential Elections: A World Summary», Electoral Studies, 16, No 4, 1997, 441-455.
- *Duverger, Maurice (ed), Les regimes semi-presidentiels, εκδ. PUF, Παρίσι, 1986.
- *Hague, Rod- Harrop, Martin, Συγκριτική Πολιτική και Διακυβέρνηση, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2005.
- *Linz, Juan- Arturo Valenzuela (Eds), The Failure of Presidential democracy, εκδ. Johns Hopkins University Press, Baltimore MD, 1994.
- *Lijphart, Arrend, Democracies: Patterns of Majoritarian and Consensus Government in Twenty-one Countries, εκδ. Yale University Press, New Haven, 1984
- *Shugart, Matthew- Carey, John, Presidents and Assemblies: Constitutional Design and Electoral Dynamics, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge, 1992.
- *Shugart, Matthew- Carey, John, President
- * Verney, Douglas, The Analysis of Political Systems, εκδ. Compton Printing Works, 1959.