Η κακία είναι μια προδιάθεση της ψυχής σε αντίθεση με την βλακεία η οποία είναι μια κατάσταση του πνεύματος. Η πρώτη οδηγεί τους ανθρώπους να ρέπουν προς πράξεις βλαβερές προς τους συνανθρώπους τους. Η δεύτερη δεν τους επιτρέπει να συλλάβουν το νόημα των πράξεών τους. Οι δύο αυτές έννοιες παρουσιάζουν ορισμένες συνάφειες.
Ουδείς εκών κακός. Ο Σωκράτης έχει αντιληθεί ότι η κακία δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής, δεν διαμορφώνεται από την βούληση. Υπονοεί έτσι ότι το αντίθετό της η αρετή, η καλωσύνη προϋποθέτουν την βούληση. Εμμέσως μας λέει ο σοφός πως ο κακός άνθρωπος είναι τελικά άβουλος. Η κακία του είναι αποτέλεσμα αδυναμίας και όχι ισχύος της θέλησής του. Είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τον Ομηρο «ουδέποτε κάποιος κακός άνθρωπος υπήρξε σοφός».
Οι δύο αρχαίοι εντοπίζουν έτσι μια απαραίτητη κοινή συνιστώσα της κακίας και της ανοησίας, την αβουλία.
Μια άλλη σχέση μεταξύ των δύο εννοιών αναδεικνύεται από το προφανές γεγονός ότι «κανένας κακός άνθρωπος δεν υπήρξε ευτυχισμένος» (Nemo malus felix), το οποίο είχε διαπιστώσει ήδη ο Ρωμαίος σατυρικός Juvenal. Εαν ο κακός άνθρωπος είχε ικανό επίπεδο ευφυΐας και νόησης λογικά θα επιδίωκε να κινηθεί προς την ευτυχία ξεφεύγοντας από την δυστυχή κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αρα δεν έχει επαρκή νόηση. Είναι α-νόητος.
Οσο πιο αδύναμος είναι κάποιος τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζεται η βλαπτική του ικανότητα. Οι αδύναμοι άνθρωποι αποτελούν το άτακτα στρατεύματα των κακών. Προκαλούν περισσότερη ζημιά από τον κυρίως στρατό, λεηλατούν και ερημώνουν». κατά τον Nicolas Chamfort.
Μα ποιος είναι εντέλει ο κακός άνθρωπος; «Κακός είναι ο άνθρωπος που αντλεί ευχαρίστηση από το να ντροπιάζει τους άλλους» ισχυρίζεται ο Νίτσε. Αυτός ο πολύ καλός ορισμός εντοπίζει την ψυχολογική βάση της κακίας: είναι μια ψυχική διαστροφή ή ανεπάρκεια η οποία αποτελεί «σημάδι αισθήματος κατωτερότητας», κατά τον κορυφαίο Αυστριακό ψυχίατρο Alfred Adler που έζησε την ίδια εποχή με τον Νίτσε, στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο οι «Οι κακοί ξαφνιάζονται πάντα όταν συναντούν ανθρώπους ικανούς και ταυτόχρονα καλούς» όπως διαπίστωσε ο Vauvenargues, ενάμιση αιώνα νωρίτερα.
Οι περισσότεροι συμφωνούν επίσης ότι η κακία είναι αυτοφυής, δεν εκπαιδεύεται κάποιος να γίνει κακός. Παραδίδεται, αφήνεται σε αυτό το πάθος. Τον κατακτά. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του αόρατου εθνικού μας ποιητή, αφού αρνηθεί με χυδαίο τρόπο την συμπόνια στις ζητιάνες εξεγερμένες Μεσσολογίτισσες, συναντά μοιραία τα φαντάσματα που στοιχειώνουν την κακία της, το σόι, την αδελφή, τα γονικά της, καθώς ψυχορραγεί, κι όλα εμφανίζονται και ταυτόχρονα εγκλωβίζονται στον παράδοξο καθρέφτη όπου τα φωτογραφίζει μεγαλοφυώς ο Διονύσιος ο Ιερομόναχος.
Δεν έχει ανάγκη από καλλιέργεια η κακία, θεριεύει όπως τα αγριόχορτα σε ένα παρατημένο χωράφι. Με αυτό τον τρόπο εξαπλώνεται. Οταν δεν τιμωρείται εν τη γενέσει με τον καιρό φουντώνει παρατηρεί ο Αισχύλος, άποψη με την οποία συμφωνεί απολύτως και ο ο Κικέρων μερικούς αιώνες μετά ο οποίος διαπιστώνει ότι το κακό είναι εύκολο να το σταματήσεις στην αρχή του, ενώ μεγαλώνει και δυναμώνει με την ανοχή.
Από αυτή την άποψη η κακία παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο στους ανθρώπους ως αδυναμία της αρετής σε αντίθεση με την βλακεία η οποία αποτελλεί την φυσική πλειοψηφία της ανθρώπινης κατάστασης.
Είναι επίσης η κακία μια ψυχική προδιάθεση μεταδοτική. «Εαν συναναστρέφεσαι με τους κακούς, κακός θα καταλήξεις» διαπιστώνει ο Μένανδρος. Κι έτσι θα οδηγηθείς κι εσύ να τολμάς τα πάντα χωρίς φραγμούς, αδίστακτα (πάντα κακοί τολμώσι).
Οι κακοί μετέρχονται ανά τους αιώνες τις ίδιες κοινές ή πιο εξεζητημένες πρακτικές: την συκοφαντία για παράδειγμα (την οποία πρέπει να φοβόμαστε ακόμη κι αν είναι ψέματα προειδοποιεί ο Ισοκράτης), αλλά κι ένα άλλο επικίνδυνο όπλο, τις κακοπροαίρετες αλήθειες. Μία αλήθεια ειπωμένη με κακή πρόθεση, έχει πολύ σημαντικότερες συνέπειες από όλα τα ψέματα που μπορεί κανείς να επινοήσει (William Blake). Ετσι με ένα σμπάρο πετυχαίνουν δύο τρυγώνια. Η αποσπασματική αλήθεια τους επιτρέπει να παρομοιάσουν στα μάτια των πολλών και καλοπροαίρτετων με τους ενάρετους και ταυτόχρονα ενισχύει την δυνατότητα διαβολής.
Εν κατακλείδι «για τον κακόβουλο άνθρωπο, όλα χρησιμεύουν σαν πρόσχημα», τίποτα δεν έχει αξία αφεαυτό, μας αποκαλύπτει ο μέγας διαφωτιστής Βολταίρος.
Στον αντίποδα η αρετή προϋποθέτει την ισχυρή θέληση η οποία λείπει από τον κακό άνθρωπο όπως προαναφέρθηκε, γιατί η αρετή χρειάζεται γνώση και η γνώση με την σειρά της απαιτεί συστηματική δουλειά, επιμονή, υπομονή, κόπο και ταπεινοσύνη μπροστά στην απεραντοσύνη της άγνοιας μας. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι δυνατό χωρίς δυνατή θέληση.
Η αρετή στηρίζεται στην διαμόρφωση ισχυρών πεποιθήσεων αλλά και την αντοχή να τις αμφισβητεί κανείς επίπονα όταν δικαίως κλονίζονται.
Η ανάδειξη της αρετής προϋποθέτει επίσης συστηματική καλλιέργεια δηλαδή παιδεία, ευθύνη και μετρημένη αυστηρότητα. Εγκαιρο και αποτελεσματικό περιορισμό της ευκολίας και αντιμετώπιση της φτήνειας με σαφείς διαδικασίες δοκιμασίας και απόδειξης.
Η δημόσια επιδίωξη της αρετής μέσω της πολιτικής δράσης δεν δένει σωστά δίχως και μια ανατρεπτική τσιμπιά καλοπροαίρετης τρέλας που επιτρέπει χωρίς συμπλέγματα, την γόνιμη χρήση του πιο πολύτιμου πόρου του ανθρώπινου νου, της δημιουργικής φαντασίας.
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού, καινοτομίας και επιχειρηματικότητας
Εικόνα: Hieronymus Bosch: Christ in Limbo (detail)