Δίχως αμφιβολία, το ελεύθερο επάγγελμα αποτελεί το τελευταίο οχυρό υπεράσπισης της ελευθερίας των πολιτών από ένα κράτος, το οποίο εχθρεύεται κάθε ελεύθερη ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μετά την υπερ-δεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση, τις πολιτικές λιτότητας λόγω των μνημονίων, με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών, την πανδημία του κορονοϊού και φυσικά την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό, οι σιτίζοντες από τον κρατικό κορβανά, αγνοώντας την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προχώρησαν σε μία νέα νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία προσθέτει σε όλους τους παραπάνω ένα επιπλέον βάρος. Δυστυχώς, όσοι «απέχουν» από την ιδιωτική οικονομία, και γενικώς από την ελεύθερη αγορά, συνήθως δεν διαμαρτύρονται ιδιαίτερα για εκείνες τις νομοθετικές μεταβολές που πλήττουν θανάσιμα διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες.
Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο η Κυβέρνηση έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση, εισάγει έναν νέο τρόπο τεκμαρτής φορολόγησης για όλους όσοι ασκούν ατομική επιχείρηση, σύμφωνα με ένα ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος, το οποίο με τη σειρά του υπολογίζεται με την αυθαίρετη, και σε καμία περίπτωση συμβατή με την αγοραστική δύναμη των πολιτών, βάση του ετησίου κατώτατου μισθού, με επιπλέον υπέρμετρες προσαυξήσεις. Κάτι τέτοιο φυσικά αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει τη φορολόγηση με βάση την πραγματική φοροδοτική ικανότητα και επιβάλλει τη φορολόγηση του καθαρού κέρδους, που προκύπτει μετά την έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα. Με την εισαγωγή φορολογητέου τεκμαρτού εισοδήματος, με τη φορολόγηση δηλαδή εισοδήματος που δεν έχει αποκτηθεί, μεγάλο τμήμα των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιστημόνων, και δη οι υπηρετούντες το «ανοσοποιητικό σύστημα της Δημοκρατίας», οι δικηγόροι, νομοτελειακά οδηγούνται σε αφανισμό.
Ένας από τους μύθους, με τους οποίους μεγάλωσε πλήθος γενεών, ήταν και αυτός του ευκατάστατου – προνομιούχου δικηγόρου, ο οποίος απολαμβάνοντας ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο και μία άνετη, με ποικίλες παροχές, ζωή, ανήκει σε ανώτερη ταξική βαθμίδα. Το πατερναλιστικό κράτος στο οποίο ζούμε πιθανότατα θεωρεί ότι «γονατίζοντας», υπερφορολογώντας, τον συγκεκριμένο κλάδο, πατάσσει τη φοροδιαφυγή. Επιστρατεύοντας, όμως, αναχρονιστικές και άδικες μεθόδους καταπολέμησής της, οι οποίες ανήκουν σε περασμένες δεκαετίες, δεν πατάσσεται. Και αντί η φορολογική νομοθεσία να απλοποιείται, καθίσταται πολυπλοκότερη, με την εισαγωγή περιπτώσεων, υποπεριπτώσεων, ανθυποπεριπτώσεων.
Τρόπος, ώστε να αντιμετωπιστεί η «μαύρη οικονομία», υπάρχει, και έχει καταγράψει θετικά αποτελέσματα όπου κι αν εφαρμόστηκε. Αυτό που προτείνεται δεν είναι παρά η υιοθέτηση ενός απλού και σταθερού φορολογικού συστήματος FLAT TAX (χωρίς κλίμακες) 15%• φυσικά και νομικά πρόσωπα θα φορολογούνται με 15% στα καθαρά έσοδα, τα οποία προκύπτουν αφού αναγνωριστούν και αφαιρεθούν όλα τα έξοδα. Ο Φ.Π.Α. θα είναι 15%, εκτός από τα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία θα έχουν Φ.Π.Α. 9%. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πολίτης θα έχει κίνητρο να ζητάει αποδείξεις από τους πάντες, διότι θα τις περνάει στα έξοδά του και θα εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα, καθιστώντας τη φοροδιαφυγή ασύμφορη. Κανένας φόρος δεν θα εφαρμόζεται σε ανύπαρκτο εισόδημα, ενώ καταργούνται ΕΝΦΙΑ, τεκμαρτά εισοδήματα, εισφορά αλληλεγγύης, τέλος επιτηδεύματος, φόροι πολυτελείας και γενικά ό,τι στρεβλώνει την παραγωγική οικονομία. Προκειμένου να δημιουργηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης, θα πρέπει το κράτος να αποδείξει ότι σέβεται τον ιδρώτα των πολιτών, καθιερώνοντας χαμηλούς συντελεστές και αποδεικνύοντας ότι διαχειρίζεται υπεύθυνα τα φορολογικά έσοδα.
H εμμονική, και σε πολλές περιπτώσεις ιδεοληπτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ διέλυσε την οικονομία και χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις ελεύθερων επαγγελματιών, τροφοδοτώντας ουσιαστικά τις «μαύρες συναλλαγές». Η αντίληψη, όμως, της Νέας Δημοκρατίας για την οικονομία δεν είναι διαφορετική. Μπορεί να διαφέρει από τον ΣΥΡΙΖΑ σε λεπτομέρειες, όμως στην ουσία εκφράζουν την ίδια ιδέα. Ενώ θα περίμενε κανείς, μετά και τις «ισχυρές εντολές» που ο ελληνικός λαός της έδωσε, τόσο στις εκλογές του 2019 όσο και σε αυτές του 2023, ότι θα προέβαινε σε μία μεταρρύθμιση - τομή στο φορολογικό σύστημα -η οποία θα ήταν και συνεπής σε σχέση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις περί φοροελαφρύνσεων-, βοηθώντας την Ελλάδα να ξεκολλήσει από την ύφεση, αυτή συνέχισε τις κρατικοδίαιτες πολιτικές δεκαετιών, υπερφορολογώντας τους παραγωγικούς Έλληνες πολίτες, ώστε να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία χρήματα που μοιράζονται αφειδώς σε κομματικούς – διορισμένους – στρατούς και πάσης φύσεως δήθεν «ευπαθείς και ευάλωτους». Με άλλα λόγια, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα η ίδια κρατικιστική πολιτική που μας οδήγησε στην αποτυχία, με τον ιδιώτη να θεωρείται αντίπαλος του κράτους. Καιρός είναι να αλλάξει!