Ο Ιβάν, ένας από τους αδελφούς Καραμαζώφ, στο αριστούργημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, παρουσιάζει στον μικρότερο και πιο θρησκευόμενο ανάμεσά τους δόκιμο μοναχό, τον Αλιόσα ένα μύθο που έχει συγγράψει ο ίδιος. Την ιστορία του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Στον μύθο αυτό ο Υιός του Θεού επιστρέφει στην Σεβίλη του 16ou αιώνα, να επισκεφθεί τα παιδιά Του στον ίδιο τόπο και χρόνο που έκαιγαν εκατοντάδες οι πυρές για τους αιρετικούς. Οπως είναι φυσικό ο Θεάνθρωπος γίνεται αμέσως αντιληπτός από τον κόσμο που παρακολουθούσε τις ανίερες φωτιές. «Ὁ λαὸς σὰ νὰ τὸν τραβοῦσε μία ἀκατανίκητη δύναμη, ὅλοι μαζεύονται στὸ πέρασμά του καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Σιωπηλός, περνᾷ καταμεσὶς τοῦ πλήθους, μ᾿ ἕνα χαμόγελο ἀπέραντης συμπάθειας.» Τυφλοί βλέπουν κι ένα νεκρό κορίτσι σηκώνεται από το φέρετρο του. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής τον συλλαμβάνει και τον φυλακίζει. Ο λαός συνηθισμένος στον φόβο λουφάζει. Το βράδυ ο γέρος με τα σβησμένα μάτια τον συναντά στο κελί του. Γνωρίζει Ποιος είναι. Απειλεί. Επανακάμπτει. Μιλά. Για την ελευθερία, την εξουσία, τα τρία μεγάλα ερωτήματα του Πνεύματος. Ο Θεάνθρωπος σιωπά κι ακούει.
Δεν είμαι κομμουνιστής για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να γίνω πιστός. Δεν μου είναι δυνατόν να πιστέψω στην καθησυχαστική ιδέα της Αποκάλυψης, δεν περιέχω καθόλου την έννοια ενός έστω ιδανικού αλλά μοναδικού τέλους στο οποίο όλα κατατείνουν. Προέρχομαι από έναν ανησυχητικό κόσμο που δημιουργείται διαρκώς από τα βήματα των ανθρώπων στο μονοπάτι του λόγου και της επιθυμίας, ανοίγοντας τον δρόμο περπατώντας.
Ο κομμουνισμός, απέναντι στην αδικία της πραγματικότητας και στην ανισορροπία και αστάθεια της καθημερινής αλήθειας στα μέσα του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, με την υποχώρηση της χριστιανικής μεταφυσικής υπό την πίεση των Φώτων, ευαγγελίστηκε έναν υπνωτικό παράδεισο αταξικής ισότητας και αδελφότητας. Εναν παράδεισο στον οποίο καταλήγει η νομοτέλεια της προφανούς ταξικής διαπάλης ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, ανάμεσα στην πλεονεξία και στην μιζέρια του ανθρώπου που είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο δρόμος προς την ουτοπία αυτή, όπως και στην αρχαία προκάτοχή της, είναι φωτισμένος από πυρές και μαρτύρια, από ελπίδες κι αποτυχίες, από πειθαρχία και στερήσεις, από επαναστάσεις, πολέμους, δεινά κι αιρέσεις, από ονειροπόλους επαναστάτες και απέραντα γκούλαγκ από καντηλάκια αγνών πιστών και από καλοζωισμένους ιερείς, από φτωχικά εικονοστάσια και μεγαλόπρεπες εκκλησιές φτιαγμένες από το υστέρημα της φτωχολογιάς, από νεκρούς, ανείπωτη βία, εγκλήματα και μάρτυρες.
Ο δρόμος διέρχεται ένα γαλαξία καμωμένο από απροσδόκητες όσο και ακραίες αντιφάσεις. Σε κάθε στροφή καρτερεί κι ένας μεγάλος ιεροεξεταστής μα απέναντί του φωτίζει κι ένας μικρός άγιος, σε κάθε γύρισμα του προβάλλει ένας πατερούλης του λαού και κάπου δίπλα ένας ταπεινός και προδομένος επαναστάτης, σε κάθε σταυροδρόμι ανάβει κι ένα αποτρόπαιο auto-da-fé κι απέναντι κάπου αχνοφέγγει η ψυχή ενός χριστούλη.
Ο αντίποδας στο στέγνωμα που φέρνει η κυριαρχία στο νου των ανθρώπων της νομοτέλειας της κίνησης προς έναν ου-τόπο στο μέλλον δεν είναι ένα ξερακιανό και υστερικό «αντί». Είναι η ίδια η χαρά της ζωής φτιαγμένη από τα υλικά της ουτοπίας στο παρόν. Η κάθε υγρή ανάσα του σήμερα. Κάθε χλωρό φύλλο που βγαίνει από κάθε νέα επινόηση του ανθρώπινου νου. Κάθε φιλόδοξη ιδέα ατομική και συλλογική, που παράγει πλούτο και γνώση με ρίσκο, προσπάθεια και σεβασμό. Κάθε ανιδιοτελής πράξη αλληλεγγύης και αγάπης. Κάθε πνοή ελευθερίας και ανατροπής, κάθε απρόβλεπτη ανακάλυψη, κάθε αδικαιολόγητο γύρισμα της τύχης, κάθε ερωτική παραφορά, κάθε δημιουργική παρεκτροπή από την νόρμα. Η έλλογη αμφισβήτηση κάθε βεβαιότητας. Η δημιουργική φαντασία. Η ελεύθερη ερωτική διάθεση. Το απρόσκοπτο και πηγαίο γέλιο (το οποίο τόσο μισήθηκε στον μεσαίωνα). Δηλαδή κάθε πραγμάτωση της ελευθερίας του ανθρώπου στο σήμερα.
Η συνύπαρξη μας με την πίστη στην ουτοπία μπορεί να είναι αρμονική όσο οι Μεγάλοι Ιεροεξεταστές και οι Πατερούληδες που καρτερούν στην επόμενη στροφή δεν βρίσκουν την ευκαιρία να ανάψουν και πάλι τις πυρές τους. Μέχρι τότε παραμένουν χειμαζόμενοι λιβανίζοντας και καραδοκώντας.
Ενόσω οι υψηλόβαθμοι ιερείς προετοιμάζουν και αναμένουν τη Μεγάλη Ανατροπή του απώτατου μέλλοντος, οι καλοπροαίρετοι πιστοί δύσκολα μπορούν να εμποδιστούν να συμμετάσχουν στις μικρές και διαρκείς ανατροπές του παρόντος. Η γεύση της ελευθερίας είναι γλυκιά και τα αποτελέσματά της γίνονται γλυκύτερα με μια πρέζα αγάπης και αλληλεγγύης.
Το αντίδοτο στον αναχρονισμό δεν είναι ένας εξορισμού οπισθοδρομικός "αντι-αναχρονισμός". Είναι ή ίδια η πρόοδος. Η δημιουργική επιχειρηματικότητα, η νέα γνώση, η αλληλεγγύη και η χαρά της ζωής.
Ετσι δεν είμαι αντικομμουνιστής για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσα να είμαι αντιχριστιανός. Είναι άσκοπο και κυρίως ανώφελο να ορίζει κανείς τον εαυτό του απέναντι στην πίστη σε μια ουτοπία.
Εξομολογούμαι μάλιστα ότι μερικές φορές έχω αισθανθεί μια παράδοξη μεταφυσική χαρά να με σπρώχνει να ανάψω ένα κεράκι σε απόμακρα ξωκλήσια στις Κυκλάδες, σε ξεχασμένους άγιους προστάτες. Και κάποιες εξαιρετικά σπάνιες στιγμές λίγο με το μεθυστικό φώς των νησιών, κάτι με τα λιβάνια και τα θυμιατά, κάτι με την γλυκιά κούραση και το αλάτι της θάλασσας, μούρχονται στο νου σαν να χουν φανερωθεί στο τρεμόπαιγμα της φλόγας του κεριού, σχήματα - μορφές ιερές να γνέφουν τραγουδώντας σαν τις μακρινές και σαγηνευτικές Σειρήνες. Συνέρχομαι όμως γρήγορα στους ήχους των πανηγυριών και «στην αγκαλιά των κοριτσιών» κατά τον Νίκο Γκάτσο.
Την αποστέωση της μάταιης αναμονής του ιδανικού και δίκαιου τέλους δεν την αντιπαρέρχεται κανείς με μια εξίσου μάταιη άρνηση, αλλά με ένα σήμερα "καμωμένο από τα υλικά των ονείρων μας", αυτά που κάθε φορά με κόπο, προσπάθεια αλλά και απελευθερωτική χαρά ανασκάπτουμε εντός μας όπως σοφά το αντιλήφθηκε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ.
Ο φασισμός (και οι εθνικιστικές του μεταλλάξεις) δεν περιέχει καμία ουτοπία. Δεν διαθέτει ούτε διεκδικεί το άλλοθι κάποιου παραδείσιου τέλους.
Προσφέρει εξαρχής και στο παρόν την απόλυτη δυστοπία της φυσικής διάκρισης των ανθρώπων, όχι με βάση την επίκτητη και φευγαλέα κοινωνική κατάσταση (την οποία έχουν την ελπίδα να αλλάξουν προδίδοντας την τάξη τους, διαλέγοντας την άλλη μεριά) ούτε με βάση την πίστη τους (από την οποία μπορούν να σωθούν βαπτιζόμενοι στην χριστιανική), αλλά με βάση το αναπόδραστο: το γένος, την ράτσα και την φύση τους. Δεν τους αναγνωρίζει την πολυτέλεια να περιέχουν το Καλό και το Κακό να αντιπαλεύουν αδιάκοπα μέσα τους. Ούτε την ελευθερία αυτή που κατά τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή τους χάρισε ο Ιησούς και τους άρπαξαν κατά καιρούς οι λογής εκκλησίες: την ελεύθερη επιλογή να Τον ακολουθήσουν. Ο φασισμός δεν αναγνωρίζει καμία επιλογή σ’όσους ο ίδιος εκπίπτει σε υπανθρώπους. Καμία ελευθερία σ’όσους ορίζει ως αδυνάτους.
Ο φασισμός είναι η κόλαση στο παρόν χωρίς καμία διέξοδο προς το μέλλον. Ο μόνος Θεός που λατρεύει είναι ο φόβος. Και το μόνο αίσθημα που καλλιεργεί είναι το μίσος. Για όσους δεν ανήκουν στους εκλεκτούς δεν υπάρχει καμία ελπίδα, καμμία διέξοδος. Δεν υπάρχει κανένα τέλος εκτός από το άμεσο και προδιαγεγραμμένο δικό τους. Το τέλος των απελπισμένων που τους αρνούνται την ανθρώπινη υπόσταση.
Η αδυναμία του ναζισμού είναι πως είναι καταδικασμένος να ανακαλύπτει διαρκώς νέους απόβλητους για να επιβιώνει. Πως πρέπει να γίνεται όλο και πιο ακραίος. Οταν εξολοθρευτούν οι πρώτοι πρέπει να αντικατασταθούν από κάποιους που δεν είναι απόβλητοι σήμερα και νομίζουν πως ανήκουν στους εκλεκτούς. Χωρίς τους υπανθρώπους που οφείλει να εξοντώνει, δίχως τα άλλα έθνη, τις άλλες ράτσες, τους «διαφορετικούς» ανθρώπους γύρω μας, ο φασισμός χάνει το νόημά του, απεκδύεται τον λόγο ύπαρξής του. Η αντίφασή του είναι εσώτερη, είναι αυτή ενός θανατηφόρου ιού. Δεν μπορεί να υπάρχουν Εκλεκτοί χωρίς να αφανίζουν αποβλήτους.
Ετσι το σύνολο διαρκώς λιγοστεύει. Οι Εκλεκτοί μένουν όλο και πιο λίγοι. Γίνονται όλο και πιο επιθετικοί όσο ο φόβος τους κυριεύει καθώς αντιλαμβάνονται πως και το δικό τους τέλος πλησιάζει. Ο αγών τους είναι άγονος και αυτοκαταστροφικός. Είναι αγών άπελπις.
Και η δυστοπία σβήνει στο τέλος σαν την μεσαιωνική πανούκλα αφού πήρε μαζί της τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Ευρώπης.
Μετά έρχονται άλλοι άνθρωποι πιο ρωμαλέοι, από τόπους μακρινούς, άθικτοι κι ανέγγιχτοι από το κακό να κατακτήσουν και να ζευγαρώσουν με τους λίγους παρακμασμένους επιζώντες, να πληθύνουν και πάλι και να γεμίσουν τον τόπο.
Ο ναζισμός δεν είναι μερικοί αφελείς χαζοφουσκωτοί. Είναι μια κόλαση πρόσκαιρη και πολύμορφη αλλά αληθινά ακραία που μεγαλώνει εντός μας. Ενυπάρχει στο περιθώριο της ανοιχτής κοινωνίας και, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, φουντώνει πρώτα σε ξενιστές κακόψυχους και άβουλους, σε τόπους που κυριαρχεί ο φθόνος για την κατσίκα του γείτονα. Είναι μια κόλαση που θεριεύει στην ψυχή των ανθρώπων και θερίζει το καλό μέσα τους με το δρεπάνι του μίσους και του φόβου. Μια κόλαση που στο πέρασμά της δεν αφήνει τίποτα όρθιο από την ελευθερία, τη χαρά της ζωής και τα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.
Στο τέλος της ιστορίας του Μεγάλου Ιεροεξεταστή ο Αλιόσα ο δόκιμος μοναχός, απευθύνεται στον μεγαλύτερο αδελφό του.
«...Δὲν πιστεύεις στὸ Θεὸ πρόσθεσε μὲ μία βαθιὰ θλίψη. Τοῦ φάνηκε μάλιστα πὼς ὁ ἀδερφός του τὸν κοίταζε κοροϊδευτικά, καὶ πρόσθεσε: Πῶς τελειώνει ὅμως τὸ ποίημά σου; Ἢ μήπως αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο; Ὁ Ἀλιόσα λέγοντας τούτη τὴν τελευταία φράση κράτησε χαμηλωμένα τὰ μάτια του.
- Ὄχι, νά, πῶς θἄθελα νὰ τὸ τελειώσω: ὁ ἱεροεξεταστὴς σωπαίνει, περιμένει μία στιγμὴ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κρατούμενου. Ἡ σιωπή του, τὸν βαραίνει. Ὁ Κρατούμενος τὸν ἄκουγε ὅλη τὴν ὥρα ἔχοντας καρφωμένη πάνω του τὴ διαπεραστικὴ κι ἤρεμη ματιά του, φανερὰ ἀποφασισμένος νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ὁ γέρος θἄθελε νὰ τοῦ πεῖ κάτι, ἔστω κι ἂν ἦταν λόγια πικρὰ καὶ σκληρά. Ξαφνικὰ ὁ Κρατούμενος πλησιάζει ἤρεμα καὶ σιωπηλὸς τὸ γέρο καὶ τοῦ φιλᾷ τ᾿ ἄχρωμα χείλια του. Αὐτὴ ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἀπάντησή του. Ὁ γέρος τινάζεται, τὰ χείλια του τρέμουν· πάει στὴν πόρτα, τὴν ἀνοίγει καὶ τοῦ λέει: «Φύγε καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσεις πιά... ποτὲ πιά!» Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μέσα στὰ σκοτάδια τῆς πόλης. Ὁ Κρατούμενος φεύγει.»
Ὁ Ἱεροεξεταστὴς θορυβήθηκε, ὡστόσο ὁ Ἰβὰν σχολιάζει: «Ἐκεῖνο τὸ φιλὶ τοῦ καίει τὴν καρδιά, μὰ ὁ γέρος δὲν ἀλλάζει τὴ γνώμη του».
Ο φασισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός δεν προέρχονται από τον κόσμο των πιστών απ’όπου προέρχεται ο κομμουνισμός με την δική του μεταφυσική, τις δικές του "γραφές", τους δικούς του αγίους και τις δικές του αγριότητες. Προέρχεται από την μήτρα του κόσμου του λόγου όταν χάσει την πυξίδα του και διαβεί τα όρια της ύβρεως, όταν σπάσουν τα φρένα του μέτρου.
Προέρχονται από την ίδια σκοτεινή δύναμη που σπρώχνει τους Αθηναίους να σφαγιάσουν τους Μηλίους, καταπώς μαρτυρεί ο Θουκυδίδης διαπράττοντας την ύβρη που θα καταπιεί λίγο αργότερα και τους ίδιους, την ίδια παραφροσύνη που απελευθερώνει τους τυχοδιώκτες Ισπανούς που διαπράττουν την μεγαλύτερη γενοκτονία στην ανθρώπινη ιστορία (μέχρι τις φρίκες του 20ου αιώνα) εξοντώνοντας δεκάδες εκατομμύρια Ινδιάνους υποβαθμίζοντάς τους σε αναλώσιμα αντικείμενα, την ίδια αυτή μέθη πρόσκαιρης ισχύος που συνεπαίρνει τους μισθοφόρους του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου, στο Κονγκό και στον Αμαζόνιο, την ίδια συστηματοποιημένη μανία της απόλυτης φρίκης που στην σύγχρονη εποχή παίρνει μορφή βιομηχανικής οργάνωσης της εξόντωσης, αυτή του απόλυτου κακού, στο Αουσβιτς, στο Μπούχενβαλντ, στην αποτρόπαια Unit 731, συνεπαίρνοντας μαζικά δύο από τα πιο πολιτισμένα και έλλογα έθνη στην ιστορία της ανθρωπότητας, τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες. Την ίδια σκοτεινή δύναμη που μας κάνει να αναζητάμε δίπλα μας, στο σχολείο, στην παρέα, στην δουλειά, στον δρόμο, έναν εκ φύσεως "άλλον", ένα "διαφορετικό", κάποιον που "ποτέ δεν μπορεί να γίνει σαν εμάς". Για να επιβεβαιώσουμε την δική μας ανωτερότητα, για να ξορκίσουμε με το μίσος και την επιθετικότητα τις δικές μας ανεπάρκειες, τους δικούς μας φόβους.
Ετσι το λοιπόν κι εγώ, φίλος της ανθρώπινης ελευθερίας, παρότι δε θάλεγα πως είμαι πιστός και ίσως γι'αυτό ακριβώς, δεν αισθάνομαι σε καμμία περίπτωση ούτε αντιχριστιανός ούτε αντικομμουνιστής. Είμαι όμως βαθειά και απόλυτα αντιφασίστας.
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού και καινοτομίας. Είναι Αντιπρόεδρος πολιτικού συντονισμού της πολιτικής κίνησης "Δημιουργία, ξανά!"
εικόνα: Leonardo Da Vinci: The Vitruvian Man