Από την εποχή των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών, πολύ πριν τους σοσιαλιστές, τους φιλελεύθερους, τους συντηρητικούς, την αμερικάνικη ανεξαρτησία, την γαλλική επανάσταση, ακόμη πιο πριν κι από τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες και τις εκκλησίες και τους ευγενείς και τα φέουδα, στην αυγή της ανθρωπότητας, οι ανθρώπινες κοινότητες συγκρότησαν τους πρώτους θεσμούς γύρω από τρεις βασικές ανάγκες: την προστασία των πόρων της κοινότητας, την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μελών τους και την εφαρμογή των κανόνων τους.
Αυτοί που επέλυαν τις διαφορές λέγονταν γέροντες, σοφοί, ιερείς, μάγοι. Αργότερα εγιναν "Βουλή του Αρείου Πάγου", "Ηλιαία", πραίτωρες", "τιμητές", "αγορανόμοι", "ίππαρχοι", "βασιλείς-δικαστές" και άλλα πολλά.
Δίχως αυτή την συνθήκη καμμιά ανθρώπινη κοινότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Απλώς κατασπαράσσεται κι αφανίζεται. Καταρχήν μεταξύ της και στην συνέχεια από τους άλλους.
Το κράτος δικαίου, ήδη από τον 19ο αιώνα, οργάνωσε σταδιακά με ανεξάρτητο τρόπο αυτή την εξουσία ώστε να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν η αντικειμενικότητά της κρίσης της στην επιβολή των νόμων.
Προϋπόθεση για να λειτουργήσει η δικαιοσύνη είναι να αποδίδεται έγκαιρα, κατά το δυνατόν άμεσα. Οχι όταν το νόημα της διαφοράς έχει εκλείψει ή οι πρωταγωνιστές έχουν χαθεί.
Ο πλέον αποτρόπαιος εγκληματίας δολοφόνος Anders Behring Breivik που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες και μάλιστα στην ειρηνικότερη χώρα της, στην Νορβηγία, δικάστηκε και καταδικάστηκε μόλις μερικούς μήνες από την σύλληψη του. Η δίκη του Timothy McVeigh, του τρομοκράτη της Οκλαχόμα ξεκίνησε ένα χρόνο μετά. Ο νόμος (διαφορετικός σε κάθε περίπτωση) εφαρμόστηκε. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα ικανοποιήθηκε. Οι άνθρωποι μπορούν να στοχαστούν επάνω στις αιτίες που γέννησαν αυτά τα τέρατα και να επουλώσουν τις πληγές τους. Οι υποψήφιοι εγκληματίες να παραδειγματιστούν.
Στην χώρα μας η δικαιοσύνη απλώς έχει σταματήσει να λειτουργεί. Ούτε για τα μικρά ούτε για τα μεγάλα. Ούτε για τα αστικά ούτε για τα ποινικά.
Οι υποθέσεις εκδικάζονται χρόνια μετά, όταν σε πολλές περιπτώσεις τα στοιχεία έχουν πια ξεχαστεί, οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ζωή, τόπο ή και χώρα, οι επιχειρήσεις έχουν χαθεί, η ίδια η διαφορά αρκετά συχνά δεν έχει πλέον νόημα. Από την διένεξη με τον γείτονα, τον νοικάρη, την ασφαλιστική εταιρεία, τον εργολάβο, τον πελάτη, την επιχειρηματική διαφορά ως τον πιθανό τρομοκράτη και τον δολοφόνο, παντού μια γενικευμένη σχεδόν καθολική αρνησιδικία.
Μια άλλη βασική αρχή είναι ότι το κόστος της απόδοσης της δικαιοσύνης το αναλαμβάνει το κοινωνικό σύνολο. Η επίλυση διαφορών και η εφαρμογή του νόμου αποτελεί βασική λειτουργία του κράτους, σημαντικό μέρος του σκληρού πυρήνα της ύπαρξής του. Αλλιώς η μικρή διαφορά, που αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν θα βρει ποτέ τον δρόμο του δικαίου. Φυσικά με τους αναγκαίους αποτρεπτικούς μηχανισμούς για την άσκοπη χρήση της. Οχι όμως πονηρά εισπρακτικούς καθώς αυτοί ακυρώνουν την ηθική και λειτουργική ουσία της δικαιοσύνης και δημιουργούν απλώς προσόδους για τρίτους και αρπαχτές για το δημόσιο.
Στο καθεστώς της γενικευμένης αρνησιδικίας που επικρατεί στην χώρα μας η αγορά ενσωματώνει τόσο το κόστος της λειτουργίας όσο και της μη λειτουργίας της δικαιοσύνης και διαμορφώνεται ανάλογα.
Η καθυστερημένη εκδίκαση πολλαπλασιάζει την ανάγκη για δικαστικές προσφυγές επιδεινώνοντας το πρόβλημα σε ένα φαύλο κύκλο. Σε περιόδους περιορισμένης ρευστότητας κανείς δεν πληρώνει, ακόμη και να έχει να πληρώσει. Το κόστος της καθυστέρησης της οφειλής για χρόνια είναι πολύ μικρότερο από το επιτόκιο που θα πλήρωνε ο οφειλέτης εαν δανείζονταν. Το πρόσθετο κόστος για αυτόν που έχει δίκιο μειώνει την διαπραγματευτική του ισχύ ενώ το ρίσκο να μην πάρει ποτέ τα χρήματά του κάποιος που δίκαια του οφείλονται τρία και πέντε χρόνια μετά είναι πολύ μεγάλο. Ακόμη κι αν αγνοήσει την πιθανότητα κακοδικίας, τον χαμένο χρόνο, το χρηματικό κόστος, ξέρει ότι οι αποφάσεις σπάνια μπορούν να εφαρμοστούν έγκαιρα και χωρίς και άλλες επιπρόσθετες δαπάνες.
Το κράτος μας που αδυνατεί να εφαρμόσει τις αποφάσεις που αφορούν δικά του συμφέροντα, απλώς αδιαφορεί (όταν δεν εμποδίζει με διάφορους τρόπους) την εφαρμογή των αποφάσεων που αφορούν την επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών. Πρακτικά η επίλυση μιας διαφοράς 1.000, 2.000 ευρώ είναι απαγορευτική. Οπότε παράγεται γενικευμένη ανομία.
‘Η συμβιβάζεσαι με την αδικία ή τρέχεις στο δικαστήριο και χαλάς κι άλλα χρήματα και χρόνο. Παρόμοια είναι η κατάσταση στις περιουσιακές διαφορές. Καταπατήσεις επιβεβαιώνονται de facto, αυθαίρετα χτίζονται. Σε αυτό το πλαίσιο κανείς δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις, να υπογράψει συμφωνίες, να σχεδιάσει για το μέλλον και να επενδύσει σε αυτό, μεγαλύτερα αλλά κυρίως μικρότερα ποσά, να επενδύσει τα καθημερινά του όνειρα.
Ετσι σταδιακά η δικαιοσύνη και το κράτος υποκαθίστανται από συμμορίες και μαφίες που απαντούν στην ζήτηση μιας καινούριας αγοράς που δημιουργείται και μεγαλώνει στο κενό που αφήνει η κρατική δυσλειτουργία. Δίκιο έχει όποιος έχει τα περισσότερα καλάσνικοφ και την δυνατότητα να αγκαζάρει τους πιο πολλούς χαζοφουσκωτούς. Αυτός που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβολή της δικαιοσύνης προσλαμβάνοντας έναν εγκληματία, μια συμμορία είσπραξης, έναν "προστάτη". Σίγουρα πάντως όχι ο πιο αδύναμος. Και όποιος δεν έχει την δυνατότητα ούτε γι αυτό, ο πιο ευάλωτος, ο πιο απελπισμένος, σπρώχνεται να αναζητήσει φυσική ή πολιτική «προστασία» σε βίαια ναζιστικά μορφώματα που έχουν όλα τα στοιχεία των μαφιόζικων συμμοριών προστασίας.
Είναι αυτή η αντανάκλαση στην πολιτική της αρνησιδικίας και της αδυναμίας επιβολής του νόμου. Οι συμμορίες αυτές προσθέτουν στην εγκληματική τους βάση την επικίνδυνη ιδεολογική διάσταση καθώς επιχειρούν να αλώσουν μέσω των διαδικασιών της Δημοκρατίας το κράτος ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό. Από κοντά έρχονται και οι ενισχύσεις των τρομοκρατημένων τρομοκρατών που ληστεύουν τράπεζες και σουπερμάρκετ, βάζουν γκαζάκια από δω κι από κει, και πυροβολούν αδέξια ό,τι βρουν ψελίζοντας κάτι ακατάληπτα θρησκόληπτα ιδεολογήματα.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συνέβαινε στους δρόμους των πόλεων σε προηγμένες κοινωνίες, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Νέα Υόρκη, στην Μαδρίτη εάν η δικαιοσύνη έπαυε να λειτουργεί όπως έχει συμβεί πρακτικά στην χώρα μας;
Είναι κι αυτό μια απόδειξη της ελληνικής υπανάπτυξης: δεν σκοτονώμαστε (ακόμη), ανεχόμαστε την έλλειψη της βασικής κρατικής λειτουργίας σαν φυσικό γεγονός και αποδεχόμαστε την υποκατάστασή της από προστάτες και νονούς, γιατί βαθειά μέσα μας ένα μεσσαιωνικό τμήμα της νοοτροπίας μας το επιτρέπει.
Η περίπτωση του Κώστα Σακκά, παρότι ποινική και όχι αστική, είναι ίσως από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αρνησιδικίας. Tο κράτος ανίκανο να εκδικάσει μια κρίσιμη και συμβολική υπόθεση έγκαιρα και να τιμωρήσει έναν εγκληματία εφόσον αυτός αποδειχθεί ένοχος ή να αθωώσει έναν πολίτη εαν αποδειχτεί αθώος, τελικά τον δικαιώνει ηθικά χωρίς δίκη, δίχως κρίση, ενώ παράλληλα τον εξοντώνει φυσικά. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που θάπρεπε να επιδιώκει: την ηθική ήττα της ιδεολογίας του εγκλήματος και όχι την φυσική εξόντωση ενός κατηγορούμενου δίχως δίκη και δίχως κρίση, η οποία αποτελλεί ήττα της Δημοκρατίας.
Το παιχνίδι χάθηκε για όλους αλλά για λάθος λόγους: για τον κατηγορούμενο που εξωθείται στα άκρα, για το κράτος που αυτοπαγιδεύεται, για τους πολίτες που παραπλανούνται, για την Δημοκρατία που ξεφτιλίζεται.
Το κράτος εμφανίζεται να προσπαθεί απελπισμένα κι άκομψα να κρύψει την ανικανότητά του να ασκήσει την βασική εξουσία της απόδοσης δικαιοσύνης με δικονομικά τερτίπια και εμφανώς παράνομες πρακτικές, ακυρώνοντας την ουσία του Κράτους Δικαίου.
Ακυρώνει το συμβόλαιο εμπιστοσύνης κράτους-πολίτη και χαρίζει το ηθικό πλεονέκτημα στην τρομοκρατία, άσχετα από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο.
Δικαιώνει άδικα, από απλή ανικανότητα, αβελτηρία και κοινή βλακεία, το παλιό σύνθημα ότι το κράτος είναι ο πρώτος τρομοκράτης. Με τις πράξεις του αλλά, κυρίως, με τις παραλείψεις του.
Η μη απονομή δικαιοσύνης και η αδυναμία εφαρμογής των αποφάσεών της υποθάλπτει τον γενικευμένο φόβο, την γενικευμένη δυσπιστία, επιβεβαιώνει την καθολική ανασφάλεια.
Αν η αποτυχία αυτή δεν είναι η κατά κράτος επικράτηση του τρόμου, αν δεν είναι υπόθαλψη της τρομο-κρατίας, τότε τι είναι;
Ποιος θα δικάσει και θα αποδώσει ευθύνες λοιπόν στους κρατικούς τρομο-κράτες, σε όλους τους υπουργούς που πέρασαν από το κρίσμο Υπουργείο Δικαιοσύνης και ανέχθηκαν την αρνησιδικία, την δημιουργία της αγοράς του τρόμου, τον εξευτελισμό της Δημοκρατίας;
Ολους αυτούς που δεν έπραξαν αυτά που όφειλαν για να λειτουργούν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι μηχανισμοί της Δικαιοσύνης, που είναι θεμελιώδεις για την οικονομία, για την ελευθερία, για την Δημοκρατία, για την αξιοπρέπεια και τελικά την ίδια την επιβίωση των πολιτών και της χώρας;
Αλλά κάτι ξεχάσαμε. Αυτοί έχουν ασυλία για τις πράξεις τους.
Κυρίως όμως για τις παραλείψεις τους.
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού και καινοτομίας. Είναι Αντιπρόεδρος πολιτικού συντονισμού της πολιτικής κίνησης "Δημιουργία, ξανά!"