Ο Thomas Schelling, εκπρόσωπος του στρατηγικού ρεαλισμού στα βιβλία του “The Strategy of Conflict” και “Arms and Influence” τέλη της δεκαετίας του ‘50, εξηγεί πως στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής δεν τίθεται θέμα ηθικού διλήμματος ή τι είναι σωστό, αλλά πως θα επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος.
Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος σε διάφορα επίπεδα, από την άμεση άσκηση βίας έως την δυνατότητα ενδεχόμενων πληγμάτων μπορεί να κάνει την άλλη πλευρά να υποκύψει ή να συναινέσει. Η δυνατότητα δε, απροσδόκητων ανταποδοτικών χτυπημάτων είναι πιο αξιόπιστη και πιο αποτελεσματική από την βέβαιη ανταπόδοση. Περαιτέρω, αναλύει πως η αποτροπή μέσω απειλών σύρραξης, εκφοβισμού, διαπραγμάτευσης μπορεί να οδηγήσει στην αποφυγή πολέμου. Η γνώση των επιθυμιών και των αδυναμιών του αντιπάλου παίζει ουσιαστικό ρόλο στο να εξαναγκαστεί η άλλη πλευρά να πράξει αυτό που επιθυμούμε.
Όταν ακούς λοιπόν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έναν αξιωματούχο που λόγω και τη θητείας του σε κυβερνητικές θέσεις ενσαρκώνει το πνεύμα της εξωτερικής μας πολιτικής, να αναφέρει επανειλημμένα σε επίσημες ανακοινώσεις του πως στόχος μας είναι η τήρηση της διεθνούς νομιμότητας αντιλαμβάνεσαι ότι η χώρα έχει αποδεχθεί τον ρόλο του μόνιμου υποχωρούντα και συναινούντα σε βλαπτικές συμφωνίες, χωρίς να καταφεύγει καθόλου σε διεκδικήσεις. Και αυτό το αντιλαμβάνονται και τα άλλα κράτη και διαμορφώνουν ανάλογα την πολιτική τους έναντι ημών.
Το διεθνές δίκαιο, στο οποίο τόσο στηριζόμαστε για τα συμφέροντά μας, διαφέρει από το εθνικό όσο και εάν κάποιες φορές βαυκαλιζόμαστε ότι υφίσταται και μας προστατεύει. Σε αντίθεση με το εθνικό δίκαιο το οποίο εξασφαλίζεται μέσω της δικαιοσύνης που αποτελεί έναν από τους πυλώνες της διακυβέρνησης μιας χώρας και της επιβολής των αποφάσεων της διά της αστυνόμευσης, στο διεθνές δίκαιο δεν υπάρχουν αυτά τα συστατικά. Σε εθνικό επίπεδο το Κράτος μπορεί να συντρίψει το παρανομούντα, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υποχρεώνοντάς τον να υπακούσει και να συμμορφωθεί στις αποφάσεις των δικαστηρίων και το ισχύον δίκαιο. Σε διεθνές επίπεδο πρέπει να συναινέσουν τα κράτη στο να επιλυθούν οι διαφορές τους από ένα διεθνές όργανο, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ακόμη και για τα καταδικαστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν υπάρχει de facto όργανο επιβολής και διεθνούς αστυνόμευσης. Πέρα από κάποιες επιχειρήσεις κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 σε περιοχές όπως Κουβέιτ, Ναμίμπια, Καμπότζη, Βοσνία, Ρουάντα, Σομαλία και Κογκό που μαστίζονταν από εμφύλιες συρράξεις δεν θα επιβάλει το δίκαιο σε περίπτωση που κάποιο ισχυρό κράτος επέμβει στρατιωτικά κάπου. Οι πολιτικές πιέσεις και το οικονομικό κόστος καθιστούν κάτι τέτοιο μη ρεαλιστικό.
Οπότε ποιο είναι το ζητούμενο για χώρες όπως η Ελλάδα; Να ακολουθήσουν την πολιτική του στρατηγικού ρεαλισμού, ώστε να προσθέσουν ουσία στις διπλωματικές τους κινήσεις.
Αν υποκύπτεις διαρκώς όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με υπέρτερες δυνάμεις γιατί δεν έχεις δυνατότητα αποτελεσματικής αμυντικής, οικονομικής ή διπλωματικής αντίδρασης και στον αντίποδα δεν χρησιμοποιείς ποτέ τα πλεονεκτήματά σου απέναντι σε υποδεέστερο αντίπαλο δεν πρόκειται ποτέ να έχεις αποτελεσματική εξωτερική πολιτική. Θυμηθείτε το «δεν διεκδικούμε τίποτα, αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτα». Εγκλωβιστήκαμε στο «δεν διεκδικούμε» και αναγκαζόμαστε μόνιμα να παραχωρούμε (Σκοπιανό, ΑΟΖ, μειονοτικό).
Η Ελλάδα πρέπει να γίνει εξωστρεφής διεθνής παίκτης με ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος, εκμοντερνισμό και συμμετοχή σε διεθνείς αποστολές. Την εποχή που ο πύραυλος μπορεί να πλήξει ένα άρμα μάχης χειρουργικά στο αδύναμο σημείο της θωράκισης, να κλειδώσει ένα μαχητικό της στιγμή της απογείωσης ή η συμπλοκή και τα χτυπήματα μπορούν να διεξάγονται από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και οχήματα η στρατιωτική ανδρεία τίθεται, μοιραία, σε δεύτερο πλάνο και πρωταρχικό ρόλο παίζει η τεχνολογία. Τεχνολογία διαθέτεις όταν την παράγεις ή την αγοράζεις και για να την αγοράσεις χρειάζεται ισχυρή οικονομία και αυτό είναι απαραίτητο ανεξάρτητα από την μελλοντική εξέλιξη της ΕΕ.
Βλέπουμε διαρκώς πως η απελευθέρωση της οικονομίας ώστε να επιτευχθεί ένα ρεαλιστικό 5-7% σε ετήσια βάση ανάπτυξης, η σύνδεση των πανεπιστημίων και των ερευνητικών τους εργαστηρίων με την βιομηχανία και την επιχειρηματικότητα είναι ζωτικής ανάγκης για την άμυνα και τα συμφέροντα της χώρας. Τι κάνουμε αντ’ αυτού; Θεσπίζουμε περιορισμούς που φέρνουν την Ελλάδα στις θέσεις 109 έως 60 την τελευταία 15ετία στη φιλικότητα προς τις επενδύσεις (στοιχεία από την Παγκόσμια Τράπεζα) και εισάγουμε περιορισμούς στα πανεπιστήμια ανάγοντας σε ταμπού την μετουσίωση των ιδεών σε κέρδος θεωρώντας ότι τα ιδρύματα παράγουν γνώση για την γνώση, αγνοώντας ότι όταν η εκπαίδευση δεν συνοδεύεται από κίνητρο θα ατονήσει μοιραία καθώς θα ξεμείνει από πόρους και ενδιαφέρον.
Οι παραπάνω περιορισμοί δεν έχουν να κάνουν με το μέγεθος, τις δυνατότητες ή το επιστημονικό δυναμικό της Ελλάδας. Είναι μια συνειδητή επιλογή του πολιτικού της προσωπικού που προτιμά το βραχυπρόθεσμο όφελος στοχευμένων κοινωνικών συμμαχιών και ποδηγέτηση της οικονομίας παρά την μακροπρόθεσμη απελευθέρωση και μεγιστοποίηση όλων των παραγωγικών ικανοτήτων της χώρας. Και αυτή η επιλογή εδώ και πέντε δεκαετίες μας αναγκάζει να υποχωρούμε σε διεθνές επίπεδο μην έχοντας την ισχύ να διεκδικήσουμε. Ποια πρέπει λοιπόν να είναι η επιλογή των ψηφοφόρων;
Πηγή: marketnews.gr