Herakles Prometheus Louvre MNE1309Άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη

Η  προβληματική

Ανατρέχοντας, πρόσφατα, στη βιβλιογραφία περί του προβλήματος του «εντολέα» και του «εντολοδόχου» (“principal-agent” problem"), ανακάλεσα στη μνήμη μου την πρόσφατη διαμαρτυρία των δημοσιογράφων οι οποίοι κατήγγειλαν τον Υπουργό Οικονομικών που  απειλούσε, μονομερώς, να μεταβάλει την συμβασιακή τους σχέση με το δημόσιο. Νάτο, σκέφτηκα, το ελληνικό παράδειγμα: Ο εντολοδόχος παραβιάζει την εταιρική συνθήκη χωρίς συνεννόηση- τι χρεία έχομεν μαρτύρων προκειμένου να δείξουμε ακόμη μια ελληνική παραφωνία;

Η μικρή έρευνα που ακολούθησε ακύρωσε, ωστόσο, την αρχική αίσθηση βεβαιότητας. Ανέδειξε, όμως, ανάγλυφα, τις παραμέτρους του ελληνικού κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού προβλήματος θέτοντας επί τάπητος τόσο την απαίτηση της κατάλληλης θεωρητικής στοιχείωσής του  όσο και την πρακτική λύση του με τον μέγιστο βαθμό αποδοτικότητας.

H υπόθεση των δημοσιογράφων που διαμαρτύρονται, επειδή ο Υπουργός Οικονομικών προτίθεται να τους «δημοσιοϋπαλληλοποιήσει», έχει ένα προφανές κι ένα αφανές ενδιαφέρον. Το προφανές, έγκειται στην αδυναμία (άρνηση;) των εμπλεκομένων μερών να αναλύσουν το θέμα, πέρα από τις προφανείς ατελέσφορες (και καταστροφικές, εν τέλει) διχοτομίες: Ο υπουργός «θέλει να κάνει τους δημοσιογράφους δημοσίους υπαλλήλους», ενώ οι δημοσιογράφοι διεκδικούν την ανεξαρτησία του επαγγέλματός τους.

Το αφανές έγκειται στην αναζήτηση των αποκρυπτόμενων και την ανάδειξη της θετικής/αρνητικής ελληνικής ιδιοτυπίας. Όπως θα δειχτεί, στη συνέχεια, και τα δύο μέρη αποκρύπτουν το άλλο μισό της πραγματικότητας: Ο Υπουργός δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα έσοδα όπως διατείνεται αλλά και για την εδραίωση μιας λογικής αυταρχισμού και ισοπέδωσης (που μάλλον την συγχέει με την επίδειξη πυγμής που απαιτούν οι μεταρρυθμίσεις) σύμφυτης με τη συμπεριφορά των ελληνικών πολιτικών ελίτ, ενώ οι δημοσιογράφοι μαζί με την ανεξαρτησία τους εποφθαλμιούν και την θαλπωρή του (σίγουρου) δημόσιου- φαινόμενο εξίσου σύμφυτο με την λογική αρπαγής του κράτους-λάφυρου από τις ισχυρότερες κοινωνικές ομάδες.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και, με όσα διαθέσιμα στοιχεία υπάρχουν, ας επιχειρήσουμε μια μη ακρωτηριασμένη προσέγγιση:

 

Η υπόθεση

Η «σύγκρουση» των δημοσιογράφων με τον Υπουργό Οικονομικών προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο Υπουργός επεχείρησε να εντάξει τους δημοσιογράφους που απασχολούνται στην ΕΡΤ και στο Αθηναϊκό Πρακτορείο στο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτοί αντέδρασαν και ζήτησαν αντ’ αυτού να ισχύσει η συλλογική σύμβαση. Επικαλέσθηκαν τη συμβασιακή φύση της σχέσης εργασίας και όλα τα δικαιώματα που προκύπτουν απ’ αυτήν, όπως, για παράδειγμα, ότι δεν μπορεί ο «εργοδότης» ν’ αλλάζει μονομερώς τη σχέση αυτή.

 

Τι απέκρυψαν

Ο μεν Υπουργός απέκρυψε ότι τον συνολικό αριθμό τους. Προφανώς η βίαιη ένταξή τους στο μισθολόγιο δεν θα βελτιώσει την κακή κατάσταση των δαπανών με την εξοικονόμηση κάποιων ευρώ. Το πολιτικό σύστημα έχοντας υιοθετήσει, επί σειρά ετών μια πατερναλιστική/αυταρχική λογική «διαπαιδαγώγησης» (προσφάτως δε,  και «τιμωρίας» της κοινωνίας) εκφράζει δια του Υπουργού την πρόθεσή του να διατηρήσει τον «έλεγχο» (και μέσα από συμβολικές κινήσεις, όπως αυτές).

Οι δημοσιογράφοι, από την πλευρά τους αποκρύπτουν ότι στην δική τους περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν «Principal» και μ’ έναν «Agent». Δεν είμαστε στο πεδίο των συμβάσεων του αστικού δικαίου, ούτε όμως και στην περιοχή του δημοσίου δικαίου. Είμαστε, σ’ έναν «μη-τόπο», όπου υπό το ένδυμα μιας σύμβασης υποκρύπτεται μια δημοσιοϋπαλληλική σχέση…

 

Τοποθετώντας τα δεδομένα: 

Ποιοί είναι οι «δημοσιογράφοι»/ «εντολοδόχοι»;

Οι δημοσιογράφοι (οι περί ων ο λόγος) που απασχολούνται σε φορείς του δημοσίου είναι:

· Απασχολούμενοι στην ΕΡΤ

· Απασχολούμενοι στο ΑΠΕ (Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων στο οποίο έχει συγχωνευθεί και το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων)

· Απασχολούμενοι στην Γενική Γραμματεία Τύπου, και

· Απασχολούμενοι σε Υπουργεία (συνήθως στα γραφεία τύπου των Υπουργών) και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Δήμων.

Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία (2003[1])!, το σύνολο των δημοσιογράφων των παραπάνω κατηγοριών ήταν 1330, εκ των οποίων οι 1174 (88%) απασχολούνταν στην ΕΡΤ, το ΑΠΕ και τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης.

 

Η σχέση εργασίας

Στην ερώτηση «πόσες θα μπορούσαν να είναι οι σχέσεις εργασίας κάποιου (ανεξαρτήτως ειδικότητας) με το δημόσιο», οι απαντήσεις (σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην Ελλάδα) μπορεί να είναι μόνον οι ακόλουθες:

i. Μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι (που διέπονται από τις διατάξεις του κώδικα των δημοσίων υπαλλήλων).

ii. Υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (δηλαδή, υπάλληλοι που προσλαμβάνονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα    μετά τη λήξη του οποίου λήγει η εργασιακή τους σχέση με το κράτος).

iii. Υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (που προσλαμβάνονται για συγκεκριμένες ειδικότητες, ορισμένες εκ των οποίων αναφέρονται και στο Σύνταγμα).

iv. Μετακλητοί υπάλληλοι (σύμβουλοι υπουργών/πολιτικών που απέρχονται μαζί μ’ αυτούς).

Στη μόνη κατηγορία που δεν υπηρετούν, σήμερα, δημοσιογράφοι είναι η πρώτη. Ενδεχομένως στο παρελθόν, πριν από το «νόμο Πεπονή», όταν η πρόσληψη στο δημόσιο γινόταν με τα «ρουσφετόχαρτα» να έμπαιναν και δημοσιογράφοι. Αλλά, αυτή η εποχή ανήκει στο απώτατο παρελθόν……

Στη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία υπηρετούν δημοσιογράφοι. Ενώ από την πρώτη ανάγνωση του νόμου εννοεί κανείς ότι η σχέση εργασίας καθορίζεται από την σύμβαση των μερών, στην πράξη οι κατηγορίες αυτές έχουν υποστεί τέτοιες παραμορφώσεις, κατά την πολύχρονη εφαρμογή τους, που είναι αδύνατον να απαντήσει κανείς σε απλές ερωτήσεις. Για παράδειγμα: Ναι μεν, ο νόμος ορίζει ότι με την λήξη της σύμβασης ενός εργαζόμενου πρέπει αυτός να απομακρύνεται. Πλην όμως δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει ότι μπορείς να ξανα-προσλάβεις τον ίδιο. Εάν, λοιπόν, κάθε φορά που λήγει η σύμβαση του εργαζόμενου με σύμβαση έργου, ο εργοδότης φροντίζει να την ανανεώνει για ένα ισόχρονο διάστημα, τότε κάνει κακό ή καλό στον εργαζόμενο; Όσοι σπεύσουν να απαντήσουν «καλό», θα πρέπει να αξιολογήσουν και την πολυετή ομηρεία των συμβασιούχων προς τέρψη του πελατειακού Μινώταυρου. Όσοι απαντήσουν αυθωρεί «κακό» ας ξανα-σκεφθούν ότι το δημόσιο αποτελεί στη χώρα αυτή, για δεκαετίες, τον πλέον συνεπή κι αξιόπιστο εργοδότη (ο οποίος μάλιστα σε αμείβει για αμφιλεγόμενο «έργο»)…

Ποιος «κρατάει», λοιπόν, ποιον εδώ; Ποιος είναι ο εντολέας, ποιος ο εντολοδόχος και ποια τα συναλλακτικά ήθη;

Στην επίκληση των δημοσιογράφων ότι δεν είναι υπάλληλοι που  «δουλεύουν το οκτάωρό τους και φεύγουν», η ωμή πραγματικότητα δείχνει ότι οι περισσότεροι από τους μισούς (57%) που απασχολούνται στο δημόσιο, απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δηλαδή είναι, κατ’ ουσίαν, δημόσιοι υπάλληλοι.

Βεβαίως, εκείνοι οι δημοσιογράφοι οι οποίοι απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου είναι στην πλέον δυσμενή θέση, εφόσον πέρα από το καθεστώς ομηρίας υπό το οποίο τελούν, συνήθως αμείβονται εκδίδοντας δελτία παροχής υπηρεσιών.

Στην τέταρτη κατηγορία των μετακλητών εντάσσονται φίλοι και κολλητοί των υπουργών που έρχονται και φεύγουν μαζί μ’ αυτούς. Στην Ελλάδα, το σώμα αυτό είναι τεράστιο – 12% των υπάλληλων των Υπουργείων ανήκουν σε αυτή την κατηγορία – μια καθαρή εστία φαυλότητας και διαφθοράς. Η ελληνική δημοσιοϋπαλληλία, όμως, όπως και η κοινή γνώμη, εθισμένες στην μακρόχρονη παράδοση της πελατείας και της συναλλαγής, θεωρούν φυσικό οι υπουργοί να παίρνουν τους ανθρώπους που «εμπιστεύονται για να κάνουν τη δουλειά».. Εδώ, υφέρπει το ότι οι πολιτικοί δεν εμπιστεύονται τους 700.000 δημοσίους υπαλλήλους που δεν τους «ξέρουν»…..

Σ’ αυτή την κατηγορία υπηρετούν, δυστυχώς, και δημοσιογράφοι. Το άρθρο 67 του νόμου 1943/ 1991 είναι σαφές:

«Για τη στελέχωση των γραφείων τύπου [των Υπουργών] συνιστώνται σε κάθε Υπουργείο δύο (2) θέσεις δημοσιογράφων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, στις οποίες προσλαμβάνονται δημοσιογράφοι, είτε μέλη αναγνωρισμένης στην Ελλάδα επαγγελματικής δημοσιογραφικής οργάνωσης, είτε οι έχοντες διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε ημερήσια πολιτική ή οικονομική εφημερίδα ή σε περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας ή στη ραδιοφωνία ή στην τηλεόραση, που αποδεικνύεται από την καταβολή των εισφορών τους στον οικείο ασφαλιστικό φορέα με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Στη σύμβαση τίθεται υποχρεωτικά ο όρος ότι αυτή λύεται αυτοδικαίως και χωρίς αποζημίωση και ο προσληφθείς απολύεται με την αποχώρηση για οποιοδήποτε λόγο του υπουργού που τον προσέλαβε».

Αν είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του δημοσιογράφου με εκείνη του δημοσίου υπαλλήλου, πως μπορεί να είναι συμβατή με εκείνη του πολιτικού (τον οποίο, υποτίθεται, ότι ελέγχει); Ποιος είναι, εδώ, ο εντολέας, ποιος ο εντολοδόχος και ποια η σχέση εντολής;

 

Η αμοιβή

Και τώρα, στα «δύσκολα»: Μπορεί να απεμπλέξει κανείς το «τίμημα»/την «αποζημίωση», τον «μισθό» από την εργασιακή σχέση; Ο δυτικός ορθολογισμός είναι αμείλικτος: Όχι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούμε/χρησιμοποιήσαμε, ήδη, 3 διαφορετικές έννοιες για να αποδώσουμε τη διαφοροποίηση της αμοιβής από διαφορετική εργασία. Δεν υπάρχει ένα αναλλοίωτο περιεχόμενο εργασίας έξω από την δομή και τους κανόνες που ορίζουν την παροχή της. Παρωδίες του τύπου «εγώ δεν είμαι πολιτικός, αλλά καθηγητής/τεχνοκράτης κλπ» απλά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν μια κακή πολιτική. Η δομή αλληλεξαρτάται προς το περιεχόμενο και την λειτουργία του συστήματος εντός του οποίου ο καθείς τοποθετείται…

Όμως, η ελληνική περιπλοκότητα παρεισφρύει και εδώ: Οι δημοσιογράφοι που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά δεν το παραδέχονται (ή, μάλλον, το παραδέχονται a la carte) ζητούν μεν να πληρώνονται από το κράτος (βλ. σίγουρος μισθός) αλλά  το ύψος των απολαβών τους να μην καθορίζεται από το (επιχειρούμενο να γίνει «ενιαίο») μισθολόγιο αλλά από τη συλλογική σύμβαση της ΕΣΗΕΑ! Είναι γνωστά τοις πάσι τα προνόμια που ομάδες διασφάλιζαν μέσω των συλλογικών συμβάσεων, υπό την μορφή ποικίλων όσων επιδομάτων.

Εν προκειμένω: Μέχρι και την ψήφιση του Ν4024/2011 (στον οποίο  περιλαμβάνεται η διαμφισβητούμενη ρύθμιση για τους δημοσιογράφους του δημοσίου, ίσχυε η συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της ΕΣΗΕΑ (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών) και της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (σύμφωνα με την ΚΥΑ 30985/15.12.2008 (ΦΕΚ 2554/Β/17.12.2008) η οποία προέβλεπε ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους και επιδόματα για τους δημοσιογράφους που απασχολούνταν στο κράτος. Δεδομένου ότι δεν έχει ακόμα εκδοθεί η ΚΥΑ που προβλέπεται στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ισχύει ακόμη και σήμερα, η αρχική συλλογική σύμβαση εργασίας του 2008!

Παρεμπίπτον θέμα, τώρα, αλλά με έντονη σημειολογία: Οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ επικαλούνται το ότι δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, και, συνεπώς, το θέμα πρέπει να ρυθμιστεί μεταξύ της εταιρείας και αυτών. Το ότι οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ πληρώνονται από τον προϋπολογισμό της εταιρείας και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι αληθές. Τα έσοδα, όμως, της ΕΡΤ προέρχονται σε ποσοστό 95% (!) από την εισφορά που πληρώνουμε όλοι οι Έλληνες πολίτες υπέρ της ΕΡΤ (ανταποδοτικό τέλος) μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Άρα, το κόστος των αμοιβών των δημοσιογράφων που απασχολούνται στη «δημόσια» τηλεόραση (κρατική είναι το σωστό)  μετακυλίεται στους πολίτες. Κλείνουμε αυτή την παράγραφο με την παράθεση των εναλλακτικών σεναρίων περί του τρόπου καθορισμού των μισθών των δημοσιογράφων που απασχολούνται στο κράτος:

1. Εντάσσονται στην συλλογική σύμβαση εργασίας της ΕΣΗΕΑ (άρα διαπραγματεύεται γι΄ αυτούς η ΕΣΗΕΑ με τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ)- αλλά, τότε, εκπίπτουν από την κατηγορία των υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.

2. Εντάσσονται στο ενιαίο μισθολόγιο (με μόνη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των δημοσιογράφων με τον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών το μισθολογικό κλιμάκιο που θα εντάσσονται) αλλά τότε θα πρέπει η ΕΣΗΕΑ να εκπονήσει έναν αναλυτικό κώδικα δεοντολογίας γι’ αυτούς που εργάζονται στο δημόσιο, ώστε να διαφυλάσσονται τα ελάχιστα εχέγγυα ανεξαρτησίας που είναι συστατικά του επαγγέλματος.

3. Εντάσσονται σε μισθολογικό κλιμάκιο βάσει Κοινής Υπουργικής Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Γενικού Γραμματέα Τύπου. Στην περίπτωση, όμως, αυτή μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από το μισθολόγιο, οπότε παραβιάζεται, βιαίως, κάθε αρχή ισότητας, διαφάνειας και λογοδοσίας.

 

Και η ταμπακιέρα….

Οι δημοσιογράφοι αποτελούν μια από τις κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν εθιστεί σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο συμβίωσης με το κράτος. Κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει ευθέως, εάν το ελληνικό κράτος παρουσιάζει τα σημερινά του προβλήματα εξαιτίας της στάσης των ομάδων πίεσης η εάν αυτό το ίδιο ωθεί τις κοινωνικές ομάδες σε τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές. Το πιθανότερο είναι ότι συμβαίνουν και τα δύο σε μια διαδραστική σχέση της οποίας τα συστατικά αναλύθηκαν προηγουμένως.

Και μετά, τι; Εάν, δηλαδή, συμφωνήσουμε ότι «έτσι έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα» κι αφού τα στιγματίσουμε και τα καυτηριάσουμε, μετά τι; Μετά, υπάρχει μόνο το μονοπώλιο της σημερινής, εν πολλοίς, απο-νομιμοποιημένης πολιτικής; Υπάρχει μόνον η πολιτική των μεταπρατών που κυβερνούν χωρίς καν ικανότητες διακυβέρνησης και, εννοείται χωρίς κανένα όραμα η πάθος για τη χώρα και τον ελληνισμό;

Οι Έλληνες δημοσιογράφοι είναι, όμως, αυτό μόνο; Χαρακτηρίζονται, δηλαδή, από τη στάση των λίγων συναδέλφων τους ή από τις μεσοβέζικες θέσεις των σωματείων τους που προσπαθούν να είναι «και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ»;  Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δημοσιογράφων είναι σκληρά εργαζόμενοι που διαπρέπουν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό…είναι εκείνοι, που διασφάλισαν στη χώρα αυτή με τους αδύνατους θεσμούς και ένα έωλο πολιτικό σύστημα ένα επίπεδο ενημέρωσης, συχνά, καλύτερης ποιότητας από πολλά άλλα δίκτυα προς τα οποία συχνά (και με άγνοια περισσή) θέλουμε να συγκρινόμαστε. Η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, έχουν επανειλημμένα υποστεί όχι μόνο μειώσεις μισθού (παρά την ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας), αλλά και απολύσεις.

Σε τι μπορεί, λοιπόν, να ελπίζει κανείς; Σε τι άλλο πέρα απ’ αυτούς τους ίδιους; Αυτό το καταπληκτικό ανθρώπινο δυναμικό που αποτελεί για την Ελλάδα μοναδική διέξοδο- όλοι αυτοί που εμφορούνται από τις αξίες της εργατικότητας, της καινοτομίας, της εφευρετικότητας και της αλληλεγγύης. Είμαστε πολλοί. Αλλά ακόμη δεν έχουμε πιστέψει ότι εμείς είμαστε που θα αναστρέψουμε το παιχνίδι των τυραννικών μειοψηφιών. Αρκεί να βρούμε τον τρόπο και τον χρόνο ώστε να αναδείξουμε τη δύναμη του άτυπου της ζωής μας και να το θεσμοθετήσουμε (από την βάση ή από πάνω, αδιάφορο). Κινούμαστε σ’ αυτή την κατεύθυνση και, παρά τα χτυπήματα των κλεπτοκρατών και των επιθετικών μειοψηφιών θα επικρατήσουμε.

[1] Το 2003, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, είχαν προσληφθεί πολλοί δημοσιογράφοι στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης. Παρ’ όλα αυτά, αναφέρουμε τα στοιχεία προκειμένου να δώσουμε μια τάξη μεγέθους.

 

Πηγή: thoughtforaction.org

Εικόνα: Ο Ηρακλής ελευθερώνει τον Προμηθέα - 5ος αιώνας π.Χ., Μουσείο του Λούβρου

Θέλεις να κρατήσεις επαφή;

Το email θα χρησιμοποιηθεί μόνο για να λαμβάνεις ενημερώσεις.
Υποχρεωτικό πεδίο
Πρέπει να το τσεκάρετε

Θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ;

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ δεν παίρνει κρατική επιχορήγηση. Για τη λειτουργία της, στηρίζεται αποκλειστικά σε εισφορές μελών, σε δωρεές φίλων και φυσικά σε πολλές ώρες εθελοντικής εργασίας. Βοήθησε το μοναδικό κόμμα που αντιτίθεται στον κρατισμό κάθε απόχρωσης.

Οικονομική ενίσχυση