×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 601

kanonia

 “Το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης”

(Οδηγία 2000/60 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και  Συμβουλίου)

Αύγουστος….όπως κάθε χρόνο για λίγες ημέρες στην ιδιαιτέρα πατρίδα μου, ένα μικρό χωριό του θεσσαλικού κάμπου. Πρωί γύρω στις 09.00 φοράω την αθλητική μου περιβολή και παίρνω τους δρόμους διασχίζοντας χωματένιους δρόμους μέχρι αργά το μεσημέρι που η θερμοκρασία αγγίζει τους 39 βαθμούς, εκεί που οι παιδικές μου θύμησες με γυρίζουν.

Το τοπίο έχει αλλάξει πολύ από τότε που φύγαμε για την Αθήνα, παιδί 5 ετών. Τα μποστάνια δεν υπάρχουν…τα αμπέλια με το μοσχάτο και το μπαντίκι με τις αχλαδιές και τις συκιές εδώ κι’ εκεί έχουν ξεριζωθεί. Τώρα παντού βλέπεις ομοιόμορφες πράσινες καλλιέργειες βαμβακιού, καλαμποκιού, τριφυλλιού και αραιά ηλίανθου και ελαιοκράμβης.

Υδάτινα τόξα διαγράφουν ημικύκλια στον ορίζοντα εκτοξευόμενα κατά διαστήματα από τα κανόνια ποτίσματος...τα κανόνια της σπατάλης όπως τα αποκαλώ, πέφτοντας με ορμή στα πράσινα φύλλα.

Ο περίπατος συνεχίζεται και κάπου-κάπου σταματώ για να ξαποστάσω κάτω από την σκιά μια γέρικης γκορτζιάς ή ενός κράταιγου και να ξεδιψάσω από την μικρή βρυσούλα που ακόμη το νερό της αν και λιγοστό αναβλύζει και χρόνο με το χρόνο στερεύει.

Η ώρα είναι ήδη μια το μεσημέρι και ο υδράργυρος έχει αγγίξει τους 39 βαθμούς. Υπό κανονικές συνθήκες τέτοια ώρα δεν θα έπρεπε να ποτίζονται τα χωράφια, αντιθέτως το νερό ρέει άφθονο μέσω των δοκών ή κανονιών ποτίσματος πολλές φορές ποτίζοντας και την άσφαλτο του δρόμου ή …το χωράφι του γείτονα.

Φταίει το στραβό το ριζικό μας…φταίει ο Θεός που μας μισεί…” φταίει η νοοτροπία μας…φταίει η τιμολόγηση του νερού….φταίνε τα ξεπερασμένα μέσα  ποτίσματος; Tι φταίει και στέρεψε η πηγή που κάποτε ξεδίψαγε ένα ολόκληρο χωριό;

To νερό είναι ένας περιορισμένος φυσικός πόρος. Μόνο το 2.5% των παγκόσμιων αποθεμάτων είναι γλυκό, δηλαδή κατάλληλο για πόση, και το περισσότερο από αυτό βρίσκεται εγκλωβισμένο στους παγετώνες και στο υπέδαφος. Έτσι, αυτό που είναι πραγματικά διαθέσιμο στον άνθρωπο είναι ελάχιστο(μόλις 1%). Δεν είναι επομένως τυχαίο, που η λειψυδρία αποτελεί σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα για πολλές χώρες- ακόμα και αιτία πολέμων.

Η χώρα μας είναι μάλλον πλούσια σε νερό αφού η μέση ετήσια  βροχόπτωση φθάνει τα 700 mm, μεγαλύτερη από ότι στην Ισπανία(636 mm) ή την Κύπρο(489 mm).

Το νερό, ως φυσικός πόρος, αποτελεί για κάθε χώρα προυπόθεση ζωής και απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη και τον πολιτισμό. Ιδιαίτερα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, της οποίας η οικονομία στηρίζεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στη Γεωργία, η σημασία του νερού στην ανάπτυξή της είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η εντατικοποίηση της Γεωργίας, η μεγάλη αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων καθώς και η ανάγκη για πιο ανταγωνιστικά προιόντα, συντελούν στην συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση σε νερό άρδευσης. 

Αλλά σε μια άνυδρη εποχή, η Ελλάδα επιμένει να ξοδεύει αλόγιστα και συχνά εις βάρος των καλλιεργειών, το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ποσότητας νερού για τη γεωργία, με άθλια δίκτυα, απαρχαιωμένες μεθόδους άρδευσης και παράνομες γεωτρήσεις. Κι’ αυτά όχι γιατί το αντίθετο θα είχε κόστος, αλλά για λόγους ευκολίας ή αδιαφορίας των γεωργών.

Στη χώρα μας, η γεωργία καταναλώνει το 87% του νερού(το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλό αν σκεφτεί κανείς ότι σε άλλες χώρες το ίδιο ποσοστό έχει πέσει κάτω του 70%), τα νοικοκυριά(αστική χρήση) και ο τουρισμός το 10% και η βιομηχανία το 3%.

Οι συνολικές απαιτήσεις των καλλιεργειών του Θεσσαλικού κάμπου σε νερό κατά μέσο όρο και κατά την αρδευτική περίοδο του έτους 1994 ήταν 480 κυβικά μέτρα ανά στρέμμα, συνυπολογιζομένου ενός ποσοστού απωλειών γύρω στο 20%. 

Οι υψηλές αρδευτικές ανάγκες , ο τουρισμός που αυξάνεται την ξηρή καλοκαιρινή περίοδο, και οι οικιακές ανάγκες ασκούν σημαντική πίεση στα αποθέματα του γλυκού νερού. Σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίζεται ότι το πρόβλημα προκύπτει από την κακοδιαχείριση των υδάτινων πόρων και την κακή αξιολόγηση των αναγκών, και όχι από την πραγματική του ανεπάρκεια.

Tο σύνολο της ετήσιας ζήτησης νερού στη χώρα, με τις σημερινές συνθήκες, εκτιμάται σε 8.243 hm3 και κατανέμεται σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα.

 

Κ.Α.

Υδατικά διαμερίσματα

Άρδευση

Κτηνοτροφία

Ύδρευση

Βιομηχανία

Λοιπές**

Σύνολο

01

Δυτικής Πελοποννήσου

201.0

5.0

23.0

3.0         

20.0

252.0

02

Βόρειας Πελοποννήσου

401.5

6.6

41.7

3.0

 

452.8

03

Ανατολικής Πελοποννήσου

324.9

4.7

22.1

 

 

351.7

04

Δυτικής Στερεάς Ελλάδας

366.5

9.0

22.4

 

 

397.9

05

Ηπείρου

127.4

9.9

33.9

1.0

 

172.2

06

Αττικής

99.0

2.5

400.0

17.5

 

519.0

07

Ανατ. Στερεάς Ελλάδας

773.7

9.9

165.9*

12.6

 

962.1

08

Θεσσαλίας

1 550.0

12.0

54.0

 

 

1 616.0

09

Δυτικής Μακεδονίας

609.4

7.9

43.7

30.0         

80.0

771.0

10

Κεντρικής Μακεδονίας

527.6

8.0

99.8

80.0

 

715.4

11

Ανατολικής Μακεδονίας

627.0

5.8

32.0

 

 

664.8

12

Θράκης

825.2

7.1

27.9

11.0

 

871.2

13

Κρήτης

320.0

10.2

42.3

 

 

372.5

14

Νήσων Αιγαίου

80.2

6.8

37.2

 

 

124.2

 

Σύνολο χώρας

6 833.4

105.4

1 045.0

158.1         

100.0

8 242.8

Προσέξτε στον πίνακα τις ανάγκες σε αρδευτικό νερό της Θεσσαλίας.

Η κατανάλωση του αρδευτικού νερού σήμερα, σε σχέση με τις ανάγκες, μπορεί να θεωρηθεί και ως υπερκατανάλωση, αφού σπαταλάτε περίπου 20% περισσότερο νερό από αυτό που απαιτείται.

Σημειώνεται ότι, σε εθνικό επίπεδο, λόγω της μεγάλης κλίμακας της χρήσης, η οικονομία άρδευσης μπορεί να απελευθερώσει σημαντικές ποσότητες νερού για άλλες χρήσεις, π.χ. για τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, 5% οικονομία στο αρδευτικό νερό αποτελεί οικονομία 4.2% στο νερό που συνολικά χρησιμοποιείται στη χώρα.

Όπως αναφέρθηκε, οι αγροτικές καλλιέργειες αποτελούν τον κυριότερο καταναλωτή νερού στη χώρα. Στο σημείο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η χώρα μας διαφέρει σημαντικά από άλλες χώρες της ΕΕ. Η διαφορά αυτή δεν υποδηλώνει χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση π.χ. με χώρες του Ευρωπαικού Βορρά. Είναι αποτέλεσμα κλιματολογικών συνθηκών και αποτελεί μόνιμη και αναπόφευκτη χαρακτηριστική διάσταση της διαχείρισης των υδατικών πόρων της Ελλάδας, στο βαθμό που η γεωργία παραμένει ως μια από τις σημαντικές παραγωγικές δραστηριότητες της χώρας. Στις χώρες του Βορρά, λόγω χαμηλότερων θερμοκρασιών και υψηλότερου ύψους βροχής το καλοκαίρι οι αρδευτικές ανάγκες είναι πολύ περιορισμένες ή και μηδενικές. Μόνο στις χώρες του Νότου οι αρδευτικές ανάγκες είναι σημαντικές. Στη χώρα μας το ποσοστό της αρδευόμενης έκτασης επί της συνολικής ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαικό μέσο όρο αλλά και εκείνο των άλλων μεσογειακών χωρών της Ευρώπης.

Στο παρακάτω πίνακα φαίνονται οι αρδευόμενες εκτάσεις στη Θεσσαλία από το 1929 μέχρι το 1998.

(1 στρέμμα= 1000 τετραγωνικά μέτρα)

graphima

 

Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των αρδευόμενων γεωργικών εκτάσεων στην Ελλάδα ανέρχεται στο 32% του συνόλου, ενώ περίπου το 60% των πεδινών εδαφών αρδεύεται.

Για την κάλυψη των αναγκών, το νερό άρδευσης προέρχεται από τα συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα αρμοδιότητας του Υπουργείου Γεωργίας. Από αυτά, αρδεύεται ποσοστό 40% της συνολικά αρδευόμενης έκτασης, δηλαδή 5200000 στρέμματα επί συνόλου 13200000. Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημείο αυτό να αναφερθεί ο τρόπος άρδευσης διότι σχετίζεται με την οικονομία του νερού. Από τα παραπάνω συνολικά στρέμματα, το 35-40% αρδεύεται με επιφανειακές μεθόδους και το 50-55% με συστήματα καταιονισμού(τεχνητή βροχή με μπάρες ψεκασμού ή κανόνια). Με τα κανόνια ποτίζεται το 70% των βαμβακοκαλλιεργειών. Μόνο το 10% των εκτάσεων ποτίζεται με σύγχρονα συστήματα όπως στάγδην άρδευση και λοιπά συστήματα μικρο-αρδεύσεων. Να σημειωθεί ότι η άρδευση με σταγόνες προσφέρει οικονομία νερού 25% έναντι της τεχνητής βροχής και 50% έναντι των επιφανειακών μεθόδων άρδευσης. Το υπόλοιπο 60% των αρδευόμενων εκτάσεων της χώρας αρδεύεται από ιδιωτικά αρδευτικά έργα.( Στοιχεία Υπουργείου Γεωργίας,2002).

Στη Θεσσαλία, όπου παρουσιάζεται η μεγαλύτερη γεωργική ζήτηση νερού σε σχέση με τα άλλα υδατικά διαμερίσματα της χώρας(25,1% στο σύνολο της χώρας) αρδεύονται σήμερα 2,4 εκατομμύρια στρέμματα(44,30% του συνόλου της γεωργικής γης της περιφέρειας Θεσσαλίας) με νερό που προέρχεται κατά 25% από επιφανειακούς και κατά το 75% από υπόγειους υδατικούς πόρους.

Oι μεγαλύτεροι όγκοι νερού καταναλώνονται από την καλλιέργεια του βαμβακιού, διότι καταλαμβάνει την μεγαλύτερη έκταση και είναι από τις πιο απαιτητικές σε νερό καλλιέργειες. Τα τελευταία χρόνια και χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, αλλά λειτουργώντας με την λογική της “αρπαχτής”, έχουν αναπτυχθεί υδροβόρες καλλιέργειες, όπως ενεργειακών φυτών(ελαιοκράμβη, ηλίανθος) που επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα των απαιτήσεων νερού.

Παρά το γεγονός ότι στις εκτάσεις αυτές καταναλώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό του διαθέσιμου νερού, οι απαιτήσεις των καλλιεργειών δεν ικανοποιούνται πλήρως. Αναμφίβολα αυτό είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης που συνεπάγεται τη μείωση της παραγωγής και εισοδήματος.

Η χρήση των κανονιών ποτίσματος ευθύνεται για τη μεγάλη σπατάλη  του νερού, μέχρι και 40 κ.μ./ωριαίως. Αυτή η μέθοδος έχει έως και 60% απώλειες ανάλογα με τις συνθήκες και τον τρόπο εφαρμογής. Σε βόρειες χώρες όπως η Αυστρία, όπου το πρόβλημα του νερού δεν είναι τόσο οξυμένο, έχει εγκατασταθεί σύστημα μέτρησης της υγρασίας του εδάφους των καλλιεργειών, έτσι ώστε να ποτίζονται μόνο όταν και όσο χρειάζεται.

Η επιλογή μιας από τις μεθόδους άρδευσης είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως το κλίμα, το έδαφος, το είδος και ο τρόπος καλλιέργειας, η διαθέσιμη ποσότητα και ποιότητα νερού, το διαθέσιμο εργατικό και τεχνικό δυναμικό, το επίπεδο ανάπτυξης των αγροτών και το κόστος των διαφόρων μεθόδων άρδευσης.

Υπάρχει πληθώρα προβλημάτων που σχετίζονται με την πλημμελή αξιοποίηση των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία και στον ελληνικό χώρο γενικότερα, τα οποία εμφανίζονται με την μορφή λειψυδρίας κατά τους θερινούς μήνες. Αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στην έλλειψη έργων υποδομής(φράγματα, ταμιευτήρες νερού, εγγειοβελτιωτικά έργα).

Παράλληλα τα υπάρχοντα αρδευτικά δίκτυα πολλά από τα οποία πλησιάζουν τα 50 χρόνια λειτουργίας παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα λόγω έλλειψης συντήρησης. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα προβλήματα που προέρχονται από τη μη ολοκλήρωση ορισμένων έργων( αρδευτικών, στραγγιστικών) και την επιβληθείσα από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες αναδιάρθρωση των καλλιεργειών σε πολλές περιοχές με την εξάπλωση της μονοκαλλιέργειας όπως π.χ. βαμβάκι, καλαμπόκι, μηδική.΄Ετσι, η αυξημένη ζήτηση νερού, σε δεδομένη περίοδο ,δεν συμβαδίζει με την επάρκεια έργων υποδομής.

Το πρόβλημα της αυξημένης ζήτησης νερού τα τελευταία χρόνια επιτείνεται και από την κακή διαχείριση των χρησιμοποιούμενων υδατικών πόρων με αποτέλεσμα τεράστιες ποσότητες νερού να χάνονται τόσο κατά τη μεταφορά όσο και κατά την εφαρμογή του νερού στο χωράφι. Σε πολλά ανοικτά δίκτυα άρδευσης, στις διώρυγες μεταφοράς και διανομής του νερού παρατηρούνται εκτεταμένες φθορές  με αποτέλεσμα  οι απώλειες να αγγίζουν το 30%.

Την ευθύνη και την αρμοδιότητα για τη διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση των συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων έχουν 419 φορείς(!!!): 11 Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων(ΓΟΕΒ), 384 Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων(ΤΟΕΒ), 2 Ειδικοί Οργανισμοί(Αυτόνομος Οργανισμός Στυμφαλίας Ασωπού Κορινθίας και Οργανισμός Κωπαίδας), 22 Προσωρινές Διοικούσες Επιτροπές και 6 Τοπικές Επιτροπές Άρδευσης(Υπουργείο Γεωργίας, 2002). Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο!

Ένας άλλος παράγοντας που συντελεί στην αλόγιστη σπατάλη του αρδευτικού νερού από τον αγροτικό πληθυσμό, είναι η τιμολόγηση αυτού και η ανεξέλεγκτη παροχή χωρίς υπολογισμό των πραγματικών αναγκών των καλλιεργειών.Το νερό είναι ακόμη φθηνό για όσους αντλούν αυτό μέσω των αρδευτικών δικτύων των ΤΟΕΒ.Το δίκτυο αυτό αρδεύει σχεδόν τα μισά(12.500.000) από τα αρδευόμενα στρέμματα σε όλη την Ελλάδα. Οι γεωργοί καταβάλλουν στον οργανισμό ένα συνολικό ποσό ανάλογα με τις στρεμματικές εκτάσεις που πρόκειται να αρδεύσουν, που κυμαίνεται από 3-35 ευρώ/στρέμμα ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκονται. Υψηλότερο ποσοστό(περίπου 20%) πληρώνουν όσοι ποτίζουν με επιφανειακές μεθόδους(αυλάκια ποτίσματος). Αυτό όμως δε δεσμεύει τους γεωργούς για κατανάλωση συγκεκριμένης ποσότητας νερού και ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιεί όσο νερό θέλει εφόσον βέβαια υπάρχει διαθέσιμο. Κανείς δε μετράει αν χρησιμοποιείται όσο νερό χρειάζεται ανάλογα με τις καλλιέργειες που πρέπει να αρδευτούν. Αντιθέτως σε άλλες χώρες όπου υπάρχουν τέτοια συλλογικά συστήματα διαχείρισης αρδευτικού νερού, έχει μελετηθεί ώστε το δίκτυο να διακόπτει την παροχή αυτόματα όταν ο καλλιεργητής υπερβεί τα αναγκαία κυβικά μέτρα νερού για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια.

Εκτός από την προμήθεια νερού από υπέργεια δίκτυα, η άρδευση γίνεται από υπόγεια ύδατα μέσω γεωτρήσεων(πομόνες), πολλές από τις οποίες είναι παράνομες και ανεξέλεγκτες.

Οι γεωργοί-ιδιοκτήτες των γεωτρήσεων θεωρούν ιδιοκτησία τους το νερό αυτών, μη δίνοντας καμία σημασία ή αναφορά στο πως το ξοδεύουν. Έμμεσα, ωστόσο, πολλές φορές το πληρώνουν αδρά, αφού για άντληση νερού από μεγάλο βάθος μέσω γεωτρήσεων χρειάζεται μεγάλη ποσότητα πετρελαίου ή ηλεκτρικής ενέργειας που κοστίζουν ακριβά.

Σύμφωνα με τον ΙΓΜΕ, ο αριθμός των γεωτρήσεων στη χώρα μας υπολογίζεται στις 170.000, κάποιες μη- λειτουργούσες. Όμως είναι πολύ περισσότερες αν υπολογίσει κανείς και όσες διανοίγονται και λειτουργούν παράνομα. Μόνο στη Θεσσαλία έχουν υπολογισθεί περίπου 20.000 παράνομες γεωτρήσεις. Ακόμα και σε εκείνες που έχουν ανοιχθεί νόμιμα η χρήση τους γίνεται παράνομα. Δηλαδή και ενώ στη άδεια ορίζεται το βάθος γεώτρησης και η ποσότητα του νερού που αντλείται, τις περισσότερες φορές το βάθος ξεπερνά τα 200 μέτρα χωρίς ύπαρξη υδρομετρητών στις γεωτρήσεις, με αποτέλεσμα νερά υφάλμυρα, έλλειψη νερού και ερημοποίηση.

Οι κυριότεροι παράγοντες σπατάλης του νερού είναι η αδιαφορία των γεωργών και η άρνηση ενσωμάτωσης νέων σύγχρονων μεθόδων άρδευσης επικαλούμενοι το κόστος. Καλλίτερα συστήματα άρδευσης είναι η στάγδην άρδευση που μπορεί να εφαρμοσθεί σε πολλά είδη καλλιεργειών και ακόμη πιο αποτελεσματική η υπόγεια άρδευση η οποία όμως περιορίζεται σε μόνιμες καλλιέργειες. Η εγκατάσταση ενός συστήματος στάγδην άρδευσης έχει ένα αρχικό κόστος αλλά πολλά πλεονεκτήματα ακόμη και για τις βαμβακοκαλλιέργειες αλλά οι γεωργοί προτιμούν εκείνη με το κανόνι επικαλούμενοι λόγους ευκολίας μετακίνησης και άρνησης να μαζεύουν το δίκτυο στάγδην άρδευσης κάθε φορά που θέλουν να οργώσουν το χωράφι. Με τη μέθοδο στάγδην άρδευσης δεν υπάρχουν απώλειες ενώ με το κανόνι και σε περιπτώσεις νύχτας και άπνοιας , οι απώλειες είναι της τάξης του 10%, την ημέρα το ποσοστό αυξάνεται στο 30% με κανονικές καιρικές συνθήκες  και μπορεί να φτάσει και το 60-70% αν υπάρχει αέρας.

Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν ότι τα ουσιαστικά προβλήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση υδατικών πόρων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αποτυχίες της οικονομικής πολιτικής. Το νερό υποτιμολογείται, οι χρήσεις του δεν υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, και τα οικονομικά κίνητρα που δίνονται στους χρήστες συχνά οδηγούν στο αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Απαντώντας στην πρόκληση αυτή, η Οδηγία 2000/60/EK καλούσε τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξασφαλίσουν έως το 2010 ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές τιμολόγησης ικανοποιούν τις αρχές της ανάκτησης κόστους και “ο ρυπαίνων πληρώνει”, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν στους χρήστες κίνητρα για την αποδοτικότερη χρήση των υδατικών πόρων.

Η αρχή της ανάκτησης κόστουςαναφέρεται στο συνολικό χρηματικό ποσό που πρέπει να ανακτάται για τις υπηρεσίες νερού. Σύμφωνα με το Άρθρο 9 της Οδηγίας, το συνολικό κόστος περιλαμβάνει το χρηματοοικονομικό κόστος παροχής υπηρεσιών, τα περιβαλλοντικά κόστη που σχετίζονται με την υποβάθμιση των υδάτινων σωμάτων(ποταμοί, λίμνες κ.λ.π.) και το κόστος ευκαιρίας (κόστος φυσικών πόρων) που συνδέεται με την κατανομή του νερού στις επιμέρους χρήσεις, σήμερα ή στο μέλλον. Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, η οποία αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρεται στην ικανοποιητική ή μη συνεισφορά των επιμέρους χρήσεων στο συνολικό κόστος, ανάλογα με την επιβάρυνση που αυτές προκαλούν. Επομένως, ενώ η ανάκτηση κόστους καθορίζει το συνολικό ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, η αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το κόστος αυτό πρέπει να κατανεμηθεί στις επιμέρους χρήσεις. Τέλος, η παροχή κινήτρων για αποδοτικότερη χρήση καθιστά την τιμολόγηση εργαλείο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας.

Όμως και εδώ δεν έγινε κανένα βήμα. Ήδη από τον Απρίλιο του 2012 έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου εις βάρος της χώρας μας, για τη μη συμμόρφωση με την κοινοτική Οδηγία για τα Ύδατα. ‘Oπως αναφέρθηκε πριν, με την οδηγία αυτή εφαρμόζονται νέοι ενιαίοι για το σύνολο των χωρών της Ε.Ε. κανόνες κοστολόγησης αλλά και ο έλεγχος της τιμολόγησης του νερού, κεντρικά από το υπουργείο Περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι στο εξής  θα υπάρχει κεντρική απόφαση και έλεγχος  στην άσκηση της τιμολογιακής πολιτικής όλων των φορέων ύδρευσης και άρδευσης.

Όσον αφορά το νερό άρδευσης, τα σχέδια διαχείρισης υδατικών πόρων, που μπαίνουν σε εφαρμογή, διαπιστώνουν  αποκλίσεις μεταξύ του πραγματικού κόστους και της τιμολόγησης του νερού, που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, στη γεωργία που απορροφά το μεγαλύτερο ποσοστό των διατιθέμενων υδατικών πόρων, διαπιστώνεται ότι το νερό άρδευσης χρεώνεται μόλις στο 10% έως 15% του πραγματικού κόστους. Αν ληφθεί υπ’ όψιν η οικτρή οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων(ΤΟΕΒ), που καλύπτουν την άρδευση του νερού σε ολόκληρη την επικράτεια, το θέμα αυτό είναι πολύ καυτό που πρέπει να απασχολήσει κυβερνητικές αποφάσεις. Βεβαίως κάθε απρογραμμάτιστη αύξηση της τιμής του νερού άρδευσης θα επιβάρυνε τους αγρότες και το κόστος των προιόντων, εν μέσω της κρίσης και οι αντιδράσεις στους σχεδιασμούς θα είχαν να κάνουν με τον τρόπο χρέωσης του νερού άρδευσης όχι όπως γίνεται μέχρι τώρα δηλαδή με τιμές ανά στρέμμα και είδος καλλιέργειας, αλλά με ογκοχρέωση της κατανάλωσης και ταυτόχρονη υποχρεωτική τοποθέτηση υδρομέτρων στα χωράφια.

Ίσως η αλλαγή του τρόπου κοστολόγησης του νερού δεν οδηγεί αυτομάτως σε αυξήσεις τιμολογίου του νερού. Η μεγάλη αλλαγή είναι ότι κεντρικά το κράτος θα γνωρίζει  για κάθε χρήση και περίπτωση το πραγματικό κόστος του νερού. Η κάλυψη του κόστους θα είναι κάθε φορά πολιτική απόφαση, όπως επίσης σε ποιο ποσοστό θα αναλαμβάνεται από το κράτος ή τους χρήστες.

Από τα προαναφερθέντα στοιχεία, έγινε σαφές ότι οι υδατικοί πόροι σήμερα στην Ελλάδα υπόκεινται σε εκμετάλλευση η οποία χαρακτηρίζεται από μια υποτυπώδη διαχείριση, για κάλυψη κυρίως περιστασιακών αναγκών, με περιορισμένη εφαρμογή σχεδιασμών ή στρατηγικών. Αποτέλεσμα είναι το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα νερού που συνοδεύεται από υποβάθμιση της ποιότητάς του

Για την αντιμετώπιση των αναφερθέντων προβλημάτων είναι απαραίτητο να ληφθεί μια σειρά μέτρων που μπορούν να υλοποιηθούν αρχικά μέσω πολιτικών προγραμμάτων που θα εξετάζουν – αξιολογούν και κατά περίπτωση προτείνουν λύση. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να:

  • Eκτιμηθούν οι απαιτήσεις των καλλιεργειών σε νερό με ανάπτυξη κατάλληλων προγραμμάτων και να συσχετισθούν με το διαθέσιμο για άρδευση υδατικό δυναμικό.
  • Αξιολογηθούν οι υπάρχουσες υποδομές αξιοποίησης του υδατικού δυναμικού για γεωργική χρήση με βάση τη διάρθρωση των καλλιεργειών και τα χρησιμοποιούμενα συστήματα άρδευσης.
  • Αξιολογηθούν τα διάφορα συστήματα άρδευσης(επιφανειακή, τεχνητή βροχή, επιφανειακή και υποεπιφανειακή στάγδην) με βάση τη διαθεσιμότητα σε νερό, το είδος της καλλιέργειας, την εμπειρία και την εκπαίδευση των γεωργών.
  • Αξιοποιηθούν σύγχρονες τεχνολογίες με συστήματα γεωγραφικών πληροφοριών, τηλεμετρία) και πρακτικές διαχείρισης και κοστολόγησης του αρδευτικού νερού με στόχο τη μείωση των απωλειών του.
  • Αναπτυχθούν βελτιωμένες ποικιλίες καλλιεργειών κατάλληλων για ξερικά εδάφη, ανεκτικών σε ξηρασίες και ανθεκτικών σε ασθένειες.
  • Αναπτυχθούν καλλιέργειες με την πλέον αποδοτική χρήση νερού και βελτιστοποίηση της οικονομικής απόδοσης του νερού που χρησιμοποιείται στην άρδευση.
  • Αναπτυχθούν νέα αρδευτικά έργα, συντηρηθούν και αναβαθμισθούν τα υφιστάμενα δίκτυα, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των μεθόδων άρδευσης, γεγονός που οδηγεί στη μείωση των απωλειών ύδατος.
  • Ενταχθεί στην πολιτική των υδάτων η χρήση επεξεργασμένων λυμάτων στην άρδευση καλλιεργειών.
  • Εκπαιδευθούν και καταρτισθούν οι γεωργοί, κυρίως οι νέοι, στις νέες τεχνολογίες, στη σωστή χρήση τους και στην αντιμετώπιση συνθηκών έκτακτης ανάγκης, έτσι ώστε  να γίνεται κατανοητή η συνειδητοποίηση των μακροχρόνιων επιπτώσεων από την αλόγιστη και σπάταλη χρήση των υδατικών πόρων, αλλά και από τη ρύπανση, η οποία προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωργία.
  • Να συνδεθούν οι επιχορηγήσεις με την ορθή διαχείριση του νερού από τους αγρότες.

Κλείνοντας πρέπει να αναφέρουμε ότι η σχεδίαση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής(2013-2020) της οποίας η διαδικασία αναμόρφωσης βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2013 ή στις αρχές του 2014, αφήνει μόνο μικρές ελπίδες για αλλαγή στο θέμα διαχείρισης των υδάτων στη χώρα μας.

Σύμφωνα με το European Environmental Bureau στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της ΚΑΠ, τόσο το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο, όσο και το Συμβούλιο της Ευρωπαικής Ένωσης έδειξαν μέσα από τις εκθέσεις που παρουσιάστηκαν στα μέσα Ιουνίου του 2013, ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον γύρο των μεταρρυθμίσεων της ΚΑΠ για να αντιμετωπίσουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της ευρωπαικής γεωργίας. Ωστόσο, στο πλαίσιο των συζητήσεων αυτών, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την υποστήριξή του για τη διατήρηση του “πακέτου” των μέτρων, τα οποία οι γεωργοί θα πρέπει να ακολουθήσουν ώστε να πληρούν τις προυποθέσεις για τις “πράσινες” επιχορηγήσεις και την απομάκρυνση από την προοπτική δημιουργίας ενός “καταλόγου” από τον οποίο θα μπορούσαν να επιλέξουν. Επίσης ζητώντας μια ελάχιστη δαπάνη της τάξεως του 30% για περιβαλλοντικά μέτρα στον άξονα 2(αγρο-περιβαλλοντικά μέτρα), το Κοινοβούλιο προχώρησε περισσότερο από ό,τι το Συμβούλιο, το οποίο δεν άγγιξε καν το θέμα.

Επιδεινώνοντας την κατάσταση, το Συμβούλιο και οι εκθέσεις του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου επιτρέπουν στους γεωργούς να συνεχίσουν εν λευκώ τις υπάρχουσες πρακτικές υπεράντλησης του νερού για τη γεωργία, επιτρέποντας σε αυτούς, κατά παράβαση της  κοινοτικής νομοθεσίας για τα ύδατα, να συνεχίσουν να λαμβάνουν κοινοτικές επιδοτήσεις.

Η πρόταση της Ευρωπαικής Επιτροπής, που σε καμία περίπτωση  δεν είναι όσο “πράσινη” απαιτείται, παρουσίαζε μια σειρά με τρόπους μέσω των οποίων οι Ευρωπαίοι γεωργοί θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ανάσχεση της υποβάθμισης των φυσικών πόρων. Ωστόσο, υπό το πρόσχημα της απλούστευσης η πρόταση για το “πρασίνισμα” της ΚΑΠ σταδιακά μετατρέπεται από το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο σε ένα σύστημα “χρήματα για το τίποτα” με αυτή να αποτελεί δικαιολογία για συνέχιση επιδότησης των αγροτών που ρυπαίνουν περισσότερο, μακράν από το να είναι ένα συμβόλαιο μεταξύ των γεωργών και της κοινωνίας. Η χώρα μας μαζί με άλλες χώρες κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, ζητώντας την εξαίρεση των νέων μέτρων καλών πρακτικών εξοικονόμησης νερού με συνέπεια την περαιτέρω υποβάθμιση των υδατίνων συστημάτων της χώρας και τη συνέχιση μη βιώσιμων γεωργικών πρακτικών (υπεράντληση υπόγειων υδάτων εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων, χρήση υδροβόρων καλλιεργειών, κ.λ.π.). Επίσης, η χώρα μας εμφανίζεται απούσα και δε φαίνεται να παρεμβαίνει στις διαπραγματεύσεις αναδεικνύοντας τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γεωργίας και απαιτώντας συγκεκριμένα μέτρα και ρυθμίσεις.

Στην αναμόρφωση της νέας ΚΑΠ απαιτείται να ενσωματωθούν ξεκάθαρα τα πρότυπα της πολλαπλής συμμόρφωσης, βάσει της  ευρωπαικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα(ΟΠΥ) και των σχετικών Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής, καθώς και της οδηγίας  για την ορθολογική χρήση των γεωργικών φαρμάκων. Όλες οι αποζημιώσεις της ΚΑΠ θα πρέπει να παρέχουν κίνητρα για την εδραίωση αειφόρων μεθόδων γεωργικών πρακτικών, να συνεισφέρουν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων της Ε.Ε.(ΟΠΥ και Natura 2000), καθώς και να παρέχουν οφέλη για μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Βιβλιογραφία

  1. Σακελλαρίου-Μαρκαντωνάκη. Συνολικές ανάγκες σε νερό των καλλιεργειών του Θεσσαλικού κάμπου.1996
  2. Αγροτική Ενημέρωση,2008
  3. Γ. Μιγκίρος. Διαχείριση νερού ως φυσικός πόρος. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
  4. Γ.Ζ.Χαλβατζή,Ε.Μανώλη,Δ.Ασημακόπουλος: Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού.
  5. FAO Eurostat/NewCronos.
  6. Τhe wealth of waste.The economics of wastewater use in agriculture.FAO.

Δικτυογραφία

  1. wwf.gr
  2. www5.agr.gc.ca/resources/prod/doc/pfra/pdf/Agric_bmp_e.pdf
  3. www.eu-water.eu/images/Greek%20layman%20report.pdf
  4. www.epa.gov/watersense/outdoor/watering_tips.html

Θέλεις να κρατήσεις επαφή;

Το email θα χρησιμοποιηθεί μόνο για να λαμβάνεις ενημερώσεις.
Υποχρεωτικό πεδίο
Πρέπει να το τσεκάρετε

Θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ;

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ δεν παίρνει κρατική επιχορήγηση. Για τη λειτουργία της, στηρίζεται αποκλειστικά σε εισφορές μελών, σε δωρεές φίλων και φυσικά σε πολλές ώρες εθελοντικής εργασίας. Βοήθησε το μοναδικό κόμμα που αντιτίθεται στον κρατισμό κάθε απόχρωσης.

Οικονομική ενίσχυση