sapfo notaraΤο γλυκό φως του αττικού κυριακάτικου απογεύματος φώτιζε τα βήματά μας, καθώς τριγυρνούσαμε στα παλιά σπίτια του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα στο Μεταξουργείο, όπου σύγχρονοι καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο δοκιμάζουν να νικήσουν τον χρόνο ή τον εαυτό τους, πράγμα εντέλει το ίδιο, στο remapathens4.
 
Το μάτι έπεφτε στις λεπτομέρειες, στον κόπο και στο μεράκι, στα γείσα και στις σκάλες, στα ιδιόμορφα στοιχεία του ελληνικού μοντερνισμού, τις λεπτομέρειες του artnouveau και του νεοκλασσικισμού, τα παράθυρα και τα υπερθυρα, στις μαρμάρινες σκάλες που στιφογύριζαν ανεβαίνοντας σε αχανείς οροφές, στα δωμάτια με τις συνεχόμενες διατάξεις, τα παμπάλαια στούκο που κρατούν ακόμη την αχλύ του μαρμάρου που υποκρίνoνται, στις μυστικές αυλές που μεταφέρουν σε μιαν άλλη εποχή, έναν άλλο τόπο.
 
Το βλέμμα μας βυθίζονταν απολαυστικά  στiς τρύπες και τα συμπληρώματα στις διαδοχικές τοιχοδομές, στα λιγοστά αντικείμενα, στις μνημειακές θύρες και στα ταπεινά περάσματα των αστικών οικιών, στα μισοσβησμένα χρώματα, στις αθηναϊκές αριστουργηματικές σιδηροκαστασκευές, τις χειρολαβές, τα στηρίγματα, τα κάγκελα των μπαλκονιών, τα φωτιστικά από πλεγμένο μέταλο. Κι ακόμη στα χαμόσπιτα με τις αυλές τους, οπτικές μιας Αθήνας που δεν μας δόθηκε να γνωρίσουμε. Της πόλης που βρωμισμένη κι όμως διάφανη και αληθινή εμφανίζεται και εξαφανίζεται διαρκώς πίσω από πόρτες, ζωγραφικές οφθαλμαπάτες, αριστουργήματα και γειτονιές πληγωμένες από εγκαταλειμένους μπετονένιους σκελετούς, ξένοι σαν να έπεσαν εκεί από τον πλανήτη του σούπερμαν καθώς οι γειτονιές αυτές ταξίδευαν ως την εποχή μας, μικρές κιβωτοί που περιέχουν τον εαυτό τους.
 
Κάπως έτσι, ένα κομματάκι από την ιστορία μας, ένα μέρος από την ψυχή μας, διασώθηκε (όση διασώθηκε) από την λαίλαπα της αντιπαροχής και τα κύμματα της εσωτερικής μετανάστευσης που γέννησε ο σεισμός του εμφυλίου και μια αδύναμη και ατιμασμένη αστική τάξη. Διασώθηκε χάρη στις πόρνες που δούλευαν (και δουλεύουν ακόμη) στα μνημεία αυτά και τους λαϊκούς ανθρώπους, στους νέους, στους μετανάστες εσωτερικούς κι εξωτερικούς, που καταδέχτηκαν να τα κατοικήσουν για κοντά εκατό χρόνια. Τα κατοίκησαν και τα κράτησαν ορθά, τα φύλαξαν από το νερό, τον άνεμο και τους ανθρώπους, τα έκρυψαν από το βλέμα του εργολάβου στις διαταξικές γειτονιές των σωμάτων, φυγάδες της προελαύνουσας θάλασσας των πολυκατοικιών στα χρόνια της κακόγουστης μικροαστικής ανοικοδόμησης, της πρώτης και ακόμη χειρότερα της δεύτερης. 
 
Τους χρωστούμε μια τιμή, στους λαϊκούς αυτούς ανθρώπους και στις πόρνες, ένα άγαλμα σε μια κεντρική πλατεία της πόλης όχι τόσο για τους ίδιους, δεν τόχουν ανάγκη, αλλά για μας. Για να θυμόμαστε και να καταλαβαίνουμε. 
 
Μια κρυμμένη πόλη στο κέντρο της πόλης μας. Μια ακόμη από τις αόρατες πόλεις του Ιταλο Καλβίνο, που κάποιος άλλος Μάρκο Πόλο ίσως κάποτε αφηγηθεί σε έναν άλλο Κουμπλάϊ Χαν που θα αναζητήσει τον φιλλέληνα βενετσιάνο να του την ιστορήσει. 
 
Η πόλη αυτή, οι αθηναϊκές καρυδιές, τα γεράνια, τα κρυμμένα κέδρα στις αυλές φωτίζονταν αυτό το κυριακάτικο απόγευμα από το παράδοξο μητρικό φως της Αττικής γης. Νέοι άνθρωποι με ένα χάρτη στο χέρι τριγύριζαν ανάμεσα σε παλιά καφενεδάκια και πεζοδρόμους αναζητώντας τα σημεία της έκθεσης. Ενας νεαρός Αιγύπτιος, με μια γλυκιά ζεστασιά στο βλέμα και μαλί ράστα έπαιρνε παραγγελία με χάρη από δυο παλιές γιαγιάδες Μεταξουργιώτισες, με το μόρτικο ύφος και κάτι από την δωρική κατατομή και την φωνή της Σαπφώ Νοταρά, που βγήκαν για μεσημεριάτικο τσιμπολόγημα και μπύρες σε έναν από τους αόρατους, σχεδόν μεταφυσικούς πεζοδρόμους της περιοχής, σε ένα μικρό καφέ που αγαπώ ιδιαίτερα. 
 
Σκέφτηκα πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να φτιάξουν με ταλέντο, τέχνη και μεράκι, πράγματα αντικειμενικά όμορφα. Ριζωμένοι στις δικές τους μνήμες αποδέχονται τις μνήμες των άλλων και μετασχηματίζουν τα υλικά του κόσμου αυτού με το χάρισμά τους σε ομορφιά την οποία πωλούν συνήθως φθηνά ή την δωρίζουν στους υπόλοιπους. 
 
Υπάρχουν λιγότεροι που μπορούν να στεγνώσουν την ψυχή τους και να την εγκιβωτίσουν σε έργα, σε δημιουργήματα, σε ένα τρόπο ζωής που περιέχει μιαν αλήθεια, να δοκιμάσουν τον εαυτό τους αλλοιώς, να αμφισβητήσουν και να μετατραπούν οι ίδιοι μεταναστεύοντας διαρκώς εντός τους. Αυτοί που παραμένουν αενάως έφηβοι. 
 
Και υπάρχουν πολύ λιγότεροι, και γι’αυτό εξαιρετικά πολύτιμοι, που μπορούν να κάνουν και τα δύο. 
 
Στα καταστροφικά γυρίσματα της ιστορίας η εύθραυστη ανθοφορία τους, οι καρποί της ελεύθερης σκέψης και της δημιουργίας των ανθρώπων αυτών σε έναν τόπο που δεν έχει ενσωματώσει το αισθητικό εργαλείο αναγνώρισης της αξίας που διαθέτουν οι κοινωνίες με μεγάλη αστική παράδοση, εξαρτάται από το βλέμμα των άλλων, από την κατανόηση του πόσο αναγκαίοι, σημαντικοί, αναντικατάστατοι είναι για την επιβίωση της χώρας  που τους περιέχει.
 
Κρέμεται από την προστασία του εύθραυστου οικοσυστήματος όπου ενδημούν από το χέρι του εργολάβου και το μάτι του καιροσκόπου, από την ανημπόρια των πολιτικάντηδων και την κερδοσκοπική ανασφάλεια του πλήθους. 
 
Στις προηγμένες κοινωνίες όλοι γνωρίζουν κατά βάθος πόσο αναγκαίοι είναι για την διάσωση της ουσίας, της συλλογικής ψυχής όλων. 
 
Στην δική μας λίγοι αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικό είναι το οικοσύστημα αυτό για την ανάδειξη της αλήθειας μας που είναι και το βασικό συγκριτικό μας πλεονέκτημα, αυτό που πολλοί με τρόπο στρεβλό και ψευδεπίγραφο μαγαρίζουν. 
 
Για την επιβίωση αυτού που συνηθίσαμε, όχι χωρίς ματαιόδοξη και αβαθή αρχαιολατρική αυταρέσκεια, να αποκαλούμε ελληνικότητα.
 
 
 
 
Ο Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος είναι ειδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα ανάπτυξης, δημοσίων επενδύσεων, παιδείας, πολιτισμού και καινοτομίας. Είναι Αντιπρόεδρος πολιτικού συντονισμού της πολιτικής κίνησης "Δημιουργία, ξανά!"
 
 
 
 εικόνα: η Σαπφώ Νοταρά μας κοιτά απορρημένη