shutterstock 100769332Άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη

 

Aπό τις εφημερίδες: «Προτεραιότητα του νέου Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και της Κυβέρνησης είναι να ολοκληρωθούν τα νέα οργανογράμματα». Συνήθως, το «ρεπορτάζ» εξαντλείται στην μεταφορά της δήλωσης του πολιτικού. Έχει τον χαρακτήρα ηχείου κι όχι φίλτρου της πληροφορίας. Είναι ν’ αναρωτιέται κανείς: Είναι η δύναμη της άγνοιας και του ωχαδερφισμού εκείνη που υπαγορεύει στον αρθρογράφο την άκοπη ατάκα; Είναι ο καιροσκοπισμός του πολιτικού και του κόμματος εκείνος που την σερβίρει (μέσω του κακοπληρωμένου και αδιάφορου δημοσιογράφου) ως είδηση; Ή, αλλοίμονο, δεν ισχύει τίποτα από τα προηγούμενα, και βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ακόμη επισόδειο στο καταστροφικό μπρα-ντε-φερ του ελληνικού πελατειακού συστήματος με τον δυτικό ορθολογισμό;

Επειδή μας λείπουν οι ικανότητες του ντέτεκτιβ όπως και του ψυχολόγου, επιλέγουμε να σταθούμε και να κριτικάρουμε μερικές από τις πάμπολλες αστοχίες στις οποίες έχει υποπέσει η παρούσα κυβέρνηση (τόσο στην τρικομματική όσο και την δικομματική εκδοχή της) επιχειρώντας (σύμφωνα με το δικό της jargon) να αναδιοργανώσει την ελληνική δημόσια διοίκηση.

Η πρώτη γενική εκτίμησή μας είναι ότι τα «οργανογράμματα» που παρουσιάσθηκαν στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης (για την πολιτική νομιμοποίησή τους) και που δημιουργήθηκαν από ερασιτέχνες δημοσίους υπαλλήλους κατά την περίοδο του «όλα-τα-σφάζω-όλα-τα-μαχαιρώνω» Υπουργού Μανιτάκη υπό την επίβλεψη ανευθυνο-υπεύθυνων τασκφορσιτών και λοιπών απίθανων μικρο-γραφειοκρατών και μικρο-γραμματέων και που «βελτιώθηκαν», αναλόγως, και καταλλήλως από τους Υπουργούς, είναι εσφαλμένα, ακατάλληλα και άχρηστα.

Και τούτο, διότι:

Α) Δεν παρουσιάζουν μια αξιόπιστη πλήρη απογραφή των δομών. Η «περίμετρος» της αναδιοργάνωσης που αποτέλεσε το μείζον θέμα κατά την περίοδο της «αναδιοργάνωσης» δεν ορίστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού «έτρεξαν» δύο παράλληλες ασκήσεις: Η πρώτη αφορούσε την αναδιοργάνωση των Υπουργείων και η δεύτερη την διατύπωση προτάσεων συγχώνευσης/ κατάργησης νομικών προσώπων. Οι δύο ασκήσεις δεν συναντήθηκαν ποτέ, αν και έπρεπε. Οι ομάδες παρέπαιαν μεταξύ του υπουργικού αυταρχισμού και της λογικής ταξινόμησης των δομών ανά «πεδίο πολιτικής». Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στην μοναδική άσκηση που έλαβε χώρα, δεν διατυπώθηκε καμία υπόθεση εργασίας και δεν ακολουθήθηκε καμία επιστημονική μέθοδος στην καταγραφή τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αξιοιποιήθηκε, καν, προηγούμενη εργασία η οποία διέκρινε τις δομές, αναλόγως των αρμοδιοτήτων (επιτελικές, υποστηρικτικές, παροχικές και πληροφοριακές) και η οποία είχε αξιολογηθεί ως εξαιρετικής ποιότητας (βλ. λειτουργική αξιολόγηση).

Οι ηγεσίες του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρύθμσης θεωρούσαν ότι μια οιονεί αναδιοργάνωση θα μπορούσε να θολώσει τα νερά στα οποία θα παγιδεύονταν οι κουτόφραγκοι της Τρόικα. Μάλιστα, όταν πείσθηκαν ότι υπήρχε «success story», ουσιαστικά η προσπάθεια συγχώνευσης/κατάργησης φορέων εγκαταλείφθηκε. Η οικτρή πραγματικότητα, λίγο αργότερα, που τους οδήγησε στον βίαιο θάνατο της ΕΡΤ και την συνακόλουθη προσπάθεια να εμφανιστεί η ήττα ως νίκη με λόγους αντιστασιακούς και κομπασμούς περιττούς.    

Β) Οι δομές που καταγράφηκαν, εν τέλει, δεν αξιολογήθηκαν με κανένα άλλο κριτήριο πέραν του ονομαστικού. Δηλαδή, δεν υπεισήλθαν στην ουσία των αρμοδιοτήτων- πολλώ δε μάλλον, των διοικητικών πρακτικών- που δικαιολογούν την ύπαρξη μιας δομής και δεν εξέτασαν την προστιθέμενη αξία της στη συνολική παραγωγικότητα του Υπουργείου. Οι δομές συγκρίνονταν μεταξύ τους, κατά βάση, από τον τίτλο (!) και πέραν κάθε επιστημονικότητας ή και κοινής λογικής με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια επροτείνετο η ονομαστική σύγκλιση μιας δομής με μια άλλη.

Γ) Οι δομές δεν αξιολογήθηκαν με βάση το μοναδικό ορθολογικό κριτήριο, εκείνο της αποδοτικότητας, δηλαδή, δεν αξιολογήθηκε κατά πόσον η δομή έχει προστιθέμενη αξία στο παραγόμενο έργο της οργάνωσης. Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι ακόμη κι αν αύριο αποφάσιζαν οι κυβερνώντες να την μετρήσουν, τούτο θα ήταν αδύνατο για δύο, τουλάχιστον, λόγους: Ο πρώτος είναι εκείνος της στενότητας του χρόνου. Δεν υπάρχει περισσότερο ελαστική έννοια στην Ελλάδα από την έννοια της ανελαστικότητας! «Δεν προλαβαίνουμε», ο μόνιμος ενεστώς διαρκείας τον οποίο προσωπικώς ενθυμούμαι να επαναλαμβάνουν όλοι οι νεκροθάφτες της δημόσιας διοίκησης τα τελευταία 25 χρόνια. Ποτέ δεν «προλάβαιναν», μ’ όποια μονάδα κι αν μετρούσαν τον χρόνο. Η πάγια παρελκυστική τακτική όσων δεν θέλουν να δρομολογήσουν οιαδήποτε αλλαγή συμποσούται σ’ ένα «δεν προλαβαίνουμε». Οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν, ωστόσο, στα 3 χρόνια του Μνημονίου ίσως προλάβαιναν στην αρχή του. Προλάβαιναν, μάλλον, και μέχρι την εμφάνιση του  δεύτερου Μνημονίου. Ίσως τώρα, ενόψει του τρίτου Μνημονίου, όντως, να μην προλαβαίνουν....

Το δεύτερο σημαντικό αντεπιχείρημα για την απόρριψη της σύνδεσης των δομών με την αποδοτικότητα, είναι ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι υποχρεωμένες να είναι αποδοτικές (ναι, μάλιστα)! Είναι υποχρεωμένες να δρουν νόμιμα- και τέλος. Εάν η δημόσια υπηρεσία είναι νόμιμη, μπορεί να καταστρέψει την εθνική οικονομία, να βουλιάξει τον προϋπολογισμό και, εννοείται να μην δώσει λόγο σε κανέναν (αφού, η διαβούλευση δεν είναι υποχρεωτική συνθήκη για την θέσπιση νομοθετικών και  κανονιστικών ρυθμίσεων). Παρ’ όλον ότι το επιχείρημα αυτό δεν διατυπώνεται ευθαρσώς, παραπέμπει στην μεγαλύτερη καθυστέρηση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης: Την απώλεια του ραντεβού της με το Μάνατζμεντ! Το ελληνικό κράτος σνόμπαρε, περιφρόνησε και λοιδώρησε τις μεθόδους και τις τεχνικές της διοικητικής επιστήμης και πρακτικής. Δέχθηκε «για τα μάτια» μεθόδους και τακτικές τις οποίες, όμως, συνειδητά, κατά την εφαρμογή τους απέρριπτε! Χαρακτηριστική περίπτωση: Η Ελλάδα έχει, ήδη, από το 2004 (ν. 3032) υιοθετήσει και εφαρμόσει συστήματα στοχοθείας και δεικτών αποδοτικότητας. Ποιος γνωρίζει, όμως, ότι η εφαρμογή τους είναι προαιρετική;!

Η τελευταία συνταγματική αναθεώρηση είχε εκληφθεί από πολλούς καλοπραοαίρετους ως μια μοναδική ευκαιρία για την κατοχύρωση της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της οικονομικότητας στο ελληνικό Σύνταγμα. Διαψεύσθηκαν οικτρά...Το πελατειακό σύστημα υπεραμύνεται των συμφερόντων του ακόμη κι αν το τίμημα γι’ αυτό είναι η καταστροφή της χώρας. Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι πείθονται χωρίς προσπάθεια γι’ αυτό.  

Δ) Ήδη από την περίοδο σύνταξης των οργανογραμμάτων ήταν γνωστό ότι η «απαίτηση» της Τρόικας περί ανακατανομής του προσωπικού («staffingplan») δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Και τούτο, για έναν απλούστατο λόγο: Στην Ελλάδα, δομές και προσωπικό ΔΕΝ συνδέονται! Υποθέτω ότι στον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την ελληνική διοικητική πραγματικότητα, οι προηγούμενες διατυπώσεις μάλλον θα τον εκπλήξουν. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι το προσωπικό συνδέεται με την δημόσια υπηρεσία με ποικίλες σχέσεις εργασίας αλλά η παραμονή του σ’ αυτήν δεν συναρτάται προς την εργασία του! Με το παλαιομοδίτικο εύρημα της «οργανικής θέσης», μια νομική κατασκευή επαρκή για τον προηγούμενο αιώνα, το προσωπικό άπαξ και διοριστεί μπορεί να μεταφέρεται από δομή σε δομή χωρίς να αξιολογούνται οι επιπτώσεις της εργασίας/δράσης του επ’ αυτής. Η δομή δεν εκφράζει ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την οργάνωση ΚΑΙ αξιολόγηση του έργου του προσωπικού. Επομένως, οι δομές του κράτους οργανώνουν τις αρμοδιότητες αλλά όχι τους υπαλλήλους! Γι’ αυτό τον λόγο, η Κυβέρνηση δεν μπορούσε να «δει» εξοικονομήσεις σε επίπεδο προσωπικού. Δεν μπορούσε – και δεν μπορεί- να κρίνει ποιος υπάλληλος είναι παραγωγικός ή μη. Μπορεί να δει μόνον ό,τι έβλεπε και προηγουμένως, δηλαδή, ιδιότητες, στάσεις και συμπεριφορές του υπαλλήλου που αποτελούν και τα μοναδικά μέτρα αξιολόγησής του. Εσχάτως, επιχειρείται (πάλι με μπαμπεσιά) ένα ακόμη χτύπημα στον υπαλληλικό κόσμο, τη διοικητική μεταρρύθμιση και την κοινή λογική: Προβάλλεται το τυπικό κριτήριο πρόσληψης και κτήσης πτυχίου ως κριτήριο αξιότητας!

Αντί της μοναδικής μεταρρύθμισης που συνενώνει δομές και προσωπικό και που δεν είναι άλλη από τα περιγράμματα θέσεων, εφευρίσκονται μύρια όσα τεχνάσματα. Μα ακόμη και για τα περιγράμματα ο απίθανος προκάτοχος του κ. Μητσοτάκη ανακοίνωσε ότι θα τα σχεδίαζε και θα τα έθετε σε εφαρμογή εντός εβδομάδας! Αλλοίμονο, όμως, η πραγματικότητα έχει την δική της λογική- κι έτσι τα περιγράμματα που «δημιουργήθηκαν» δεν είναι παρά η απεικόνιση της δουλειάς που οι υπάλληλοι κάνουν ήδη! Αν ο εμπνευστής της ιδέας δεν είναι μπαγαμπόντης κι απατεωνίσκος, μήπως είναι, τότε, επικίνδυνα ηλίθιος;

Μήπως είναι ο ίδιος που εμπνεύστηκε και το σχέδιο «κινητικότητας»; Ο ερασιτεχνισμός μαζί με την εγγενή κουτοπονηριά παραπέμπουν στον ίδιον! Χωρίς θεσμοθετημένες και τυποποιημένες διοικητικές διαδικασίες, χωρίς οριοθέτηση του κομματικού από το διοικητικό επίπεδο, χωρίς περιγράμματα, χωρίς δομές παραγωγικότητας και δείκτες επιδόσεων, χωρίς καν τη συναίνεση του εργαζομένου, πως να μην εννοηθεί η κινητικότητα ως πρόσχημα απολύσεων; Ξεδιάντροπα, οι εμπνευστές της ομολογούν ότι θα πετύχουν καλύτερες υπηρεσίες προς τον πολίτη μέσω αυτής, ενώ γνωρίζουν ότι η κινητικότητα δεν περιλαμβάνει παρά μια λίστα ονομάτων που έχουν επιλεγεί με οριζόντια κριτήρια και είναι ονόματα προς απόλυση. Οι κυβερνητικοί συνεχίζουν να ανακοινώνουν κριτήρια με βάση τα οποία θα επιλεγούν κάποιοι από την λίστα (στην οποία αναίτια και ακούσια μπήκαν) προκειμένου να επανέλθουν σε κάποια θέση του δημοσίου όταν δεν γνωρίζει κανείς με ποια κριτήρια μπαίνει στη λίστα!

Ε) Ήταν και εξακολουθεί να είναι παγκοίνως γνωστό ότι πέραν  του ανέφικτου «staffingplan», εξίσου ανέφικτες ήταν και οι εξοικονομήσεις («savings») στις οποίες επέμενε η Τρόικα (εννοώντας, προφανώς, πως μπορείς να κάνεις περισσότερα με λιγώτερους πόρους κι όχι να μην υπάρξουν υπερβάσεις στον προϋπολογισμό, όπως εσφαλμένα ερμηνεύθηκε από την ηγεσία του ΥΔΜΗΔ).  Όλοι, επίσης γνώριζαν ότι οι παρούσες δομές δεν είναι συνδεδεμένες με τον προϋπολογισμό παρά μόνον σε ότι αφορά το συνολικό ποσό-«ταβάνι» το οποίο διατίθεται για το σύνολο του οργανισμού ανεξάρτητα από το ποιά είναι η παραγωγικότητά του κι αν έχει την α ή β δομή. Δηλαδή, ακόμη και σήμερα τα «ταβάνια» του ΥΠΟΙΚ δεν αναφέρονται στη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων του Υπουργείου αναλόγως της αναγκαιότητας και της χρησιμότητάς τους αλλά σε «κουβάδες» δράσεων. Ό,τι κι αν κάνει το χρηματοδοτούμενο Υπουργείο (κι εννοείται, επίσης, νομικό πρόσωπο, χρηματοδοτούμενο απευθείας από τον προϋπολογισμό είτε επιχορηγούμενο απ’ αυτόν) θα επιχορηγηθεί μ’ ένα ποσόν για να καλύψει τα «έξοδά» του. Μάλιστα, σήμερα, με τις περικοπές που ο προϋπολογισμός έχει υποστεί, τα χρήματα που δίδονται (εξαιρουμένης της μισθοδοσίας) προσομοιάζουν περισσότερο προς  «χαρτζιλίκι» και καθόλου δεν αποσκοπούν στην επίτευξη ανάπτυξης, καινοτομίας, προόδου κλπ. Εννοούμε, δηλαδή, ότι πέραν του ανύπαρκτου σχεδίου ανάπτυξης, τα Υπουργεία δεν μπορούν να διοικήσουν τους πόρους τους σε μια λογική κόστους-αποδοτικότητας, αφού, απλά δεν γνωρίζουν ποιες είναι οι δράσεις που είναι αποδοτικές και πως διακρίνονται από τις αντίθετές τους.

Είμαι, δυστυχώς, πεπεισμένος ότι με βάση τα κεντρικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της «αναδιοργάνωσης» μέχρι τώρα που είναι η άγνοια και η ημιμάθεια, ο κομπασμός και η κουτοπονηριά, ο αυταρχισμός, και η κοινωνική αναλγησία, η «αναδιοργάνωση» δεν οδηγεί παρά σε πραγματική αποδιοργάνωση.

 

Πηγή: inerp.gr